Το ιταλικό «piloto», προέρχεται από το δημώδες λατινικό «pedota», που, , είναι το μεσαιωνικό ελληνικό “πηδώτης”, δηλαδή τιμονιέρης, αυτός που χειρίζεται το “πηδόν”, το τιμόνι, τον οίακα των αρχαίων σκαφών. Από τη λέξη “πηδόν” παράγεται και το πολύ γνωστό μας πηδάλιο, το τιμόνι. Συνεπώς, η λέξη πιλότος, που θα μπορούσε να γράφεται «πηλώτος», είναι ένα αντιδάνειο – το δώσαμε εμείς στους Λατίνους, και το ξαναπαίρνουμε πίσω .
οἴαξ
οἴαξ αρσενικό. (ναυτικός όρος) οίακας, δοιάκι; (ναυτικός όρος) πηδάλιο, τιμόνι. 5ος αιώνας π.Χ. Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1357 (1355-1357).
Euripides Trag., Iphigenia Taurica (0006: 045)
“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
Line 1357
Απόδοση Θρ.Σταύρου
Εμείς, χωρίς ανασκοπή, όταν τέτοια
είδαμε απάτη, πιάσαμε την ξένη
και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω
απ᾽ της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες
το τιμόνι.
Euripides Trag., Iphigenia Taurica (0006: 045)
“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
Line 1357
Αρχαίον κείμενον
ἡμεῖς δ’ ἀφειδήσαντες, ὡς ἐσείδομεν
δόλια τεχνήματ’, εἰχόμεσθα τῆς ξένης
πρυμνησίων τε, καὶ δι’ εὐθυντηρίας
οἴακας ἐξηιροῦμεν εὐπρύμνου νεώς.
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
οἴαξ, -ᾱκος, Ιων. οἴηξ, -ηκος, ὁ, I. η λαβή του πηδαλίου του πλοίου, τιμόνι, και γενικά, σύστημα ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το τιμόνι της διακυβέρνησης, το πηδάλιο της διοίκησης, σε Αισχύλ. II. στην Ομήρ. Ιλ., οἱ οἴηκες είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την καθοδήγηση των μουλαριών.
Όπως βλέπουμε παραπάνω οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν την λέξη Οἴαξ που είχε την έννοια του τιμονιού
On Line Ετυμολογικό Λεξικό
πιλότος (n.)
Δεκαετίες του1510, “αυτός που διευθύνει ένα πλοίο”, ειδικά αυτός που έχει το τιμόνι όταν το πλοίο περνά μέσα ή έξω από το λιμάνι, από το γαλλικό pillote (16 αιώνας.), από το ιταλικό piloto, που υποτίθεται ότι είναι μια αλλαγή του παλαιού ιταλικού pedoto, το οποίο συνήθως λέγεται ότι είναι από τη μεσαιωνική ελληνική *pedotes “πηδάλιο, σε σχέση με τον πηδαλιούχο. podos) από τα Ελληνικά Pedon” κουπί που σχετίζεται με τον πούς (ποδός)) ,” Η αλλαγή του –d– σε –l– σε γλώσσες που προέρχονται από τη Λατινική (“Sabine –l-“) είναι παράλληλη με αυτήν στην οσμή/οσφρητική? βλέπε lachrymose
Η μεταφερόμενη ή μεταφορική έννοια «καθοδηγητής, σκηνοθέτης της πορείας των άλλων» είναι από τη δεκαετία του 1590. Η κυριολεκτική έννοια επεκτάθηκε από το 1848 σε «αυτόν που ελέγχει ένα μπαλόνι» και μέχρι το 1907 σε «αυτόν που πετά με αεροπλάνο».
Ως επίθετο, το 1788 ως “σχετικά με έναν πιλότο” από το 1928 ως «χρησιμοποιώντας ως πρωτότυπο», έτσι το ουσιαστικό πιλότος που σημαίνει «πιλοτικό επεισόδιο» (κ.λπ.), επιβεβαιώθηκε από το 1962. Ένα πιλοτικό φως (μέχρι το 1890) είναι ένα πολύ μικρό φως που καίει δίπλα σε έναν μεγάλο καυστήρα για να ανάβει αυτόματα τον κύριο καυστήρα όταν είναι ενεργοποιημένη η ροή.
επίσης από το 1510
πιλότος (v.)
Δεκαετία 1640, μεταφορικό, “να καθοδηγεί, να οδηγεί, να κατευθύνει την πορεία του, ειδικά μέσα από ένα περίπλοκο ή επικίνδυνο πέρασμα”. Δεκαετία 1690 με την κυριολεκτική έννοια «να διευθύνω (ένα σκάφος) ως πιλότος», από πιλότο (ν.) ή από Γάλλο πιλότο. Σχετικά: Πιλοτικά; πλοήγηση.
On Line Etymology Dictionary
pilot(n.)
1510s, “one who steers a ship,” especially one who has charge of the helm when the ship is passing in or out of harbor, from French pillote (16c.), from Italian piloto, supposed to be an alteration of Old Italian pedoto, which usually is said to be from Medieval Greek *pedotes “rudder, helmsman,” from Greek pedon “steering oar,” related to pous (genitive podos) “foot,.” The change of -d- to -l- in Latin-derived languages (“Sabine -l-“) parallels that in odor/olfactory; see lachrymose.
The transferred or figurative sense “a guide, a director of the course of others” is by 1590s. The literal sense was extended by 1848 to “one who controls a balloon,” and by 1907 to “one who flies an airplane.”
As an adjective, 1788 as “pertaining to a pilot;” from 1928 as “serving as a prototype,” thus the noun pilot meaning “pilot episode” (etc.), attested from 1962. A pilot light (by 1890) is a very small light kept burning beside a large burner to automatically light the main burner when the flow is turned on.
pilot(v.)
1640s, figurative, “to guide, to lead, direct the course of, especially through an intricate or perilous passage;” 1690s in the literal sense “to conduct (a vessel) as a pilot,” from pilot (n.) or from French piloter. Related: Piloted; piloting.
Από την Μεσαιωνική Λογοτεχνία
‘Ἡ λέξις ποδότας καὶ ποδότης οὐδόλως εἶναι ἄγνωστος εἰς τὴν μεσαιωνικὴν ἑλληνικὴν καὶ κρητικὴν γραμματείαν. Πρώτη παρουσία τοῦ «vocabuli peculiarι!» Θὰ τὸ βρεῖτε στο ποίημα «Ο Πουλολόγος 18 στ. 528 :
525 στὴν θάλασσαν ἐπλέαμεν μετὰ πολλοῦ κλυδόνος
καὶ ναύκληρον οὔκ εἴχαμεν νὰ κυβερνᾶ τὸ πλοῖον,
οὐδὲ πενέζην εἴχαμεν νὰ βλέπῃ τὸ τιμόνιν,
οὐδὲ καὶ ποδότας μας μαγνήτην νὰ βασταίνῃ.
Ο Πουλολόγος
Ο Πουλολόγος είναι ένα ποίημα από 668 στίχους με ήρωες πουλιά. Ανήκει στην κατηγορία των έργων φυσιογνωστικού και ταυτόχρονα σατιρικού χαρακτήρα, των οποίων η πλοκή τοποθετείται στο ζωικό βασίλειο. Όπως προκύπτει από πολλά στοιχεία, γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη (αν και το κείμενο, στη μορφή που μας παραδόθηκε, προέρχεται από χειρόγραφο γραμμένο στη λατινοκρατούμενη περιοχή του βυζαντινού ελληνισμού, πιθανότατα στη Ρόδο) μεταξύ 1274 και 1331. Η υπόθεση του ποιήματος είναι η ακόλουθη: ο αετός, βασιλιάς των πουλιών, παντρεύει τον γιό του και προσκαλεί στο γαμήλιο τραπέζι όλα τα πουλιά. Τρώνε και πίνουν, αλλά στο τέλος, ξεχνώντας το σκοπό για τον οποίο συγκεντρώθηκαν, αρχίζουν να φιλονικούν, απαριθμώντας το καθένα τις δικές του αρετές και τα ελαττώματα του αντιπάλου. Η φιλονικία γίνεται κάθε φορά ανάμεσα σε δύο πουλιά, με τη μορφή σκωπτικών ψόγων. Ο διαπληκτισμός σταματά με την επέμβαση του βασιλιά αετού, και το γλέντι του γάμου τελειώνει με ειρήνη και αγάπη.
Το ποίημα, γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο κλασικής μορφής, αποτελεί πραγματικό εγχειρίδιο λαϊκής ορνιθολογίας, καθώς περιγράφει με θαυμαστή ακρίβεια τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες των 28 πουλιών που παρουσιάζει. Οι παραδόσεις, οι θρύλοι και οι αντιλήψεις γύρω από τα πουλιά αυτά έχουν επιβιώσει από την Αρχαιότητα ως σήμερα.
Επίσης στο Μεσαιωνικό ποίημα κρητικής προέλευσης «Η Φυλλάδα του Γαϊδάρου ήτοι Γαδάρου,Λύκου και Αλεπούς Διήγησις Ωραία στίχοι 144 και 146
μιάν βάρκαν έγυρέψασι, πάραυτας τήν εὑρῆκαν
μέσα σ’ αυτήν εμπήκασιν, ὄχι γιά να ψαρέψονν
μά πέρα στήν ‘Ανατολήν διά νά ταξιδέψουν. 140
Εὐθὺς ἐκάμαν ἄρμενα, στὸ πέλαγος ἐβγῆκαν
καὶ μαζωκτῆκαν καὶ οἱ τρεῖς, στὴν πρύμην ἀνεβῆκαν.
καί κεῖ βουλτἀ εκάμασι νά ρίξουσι μπαλότα,
διά νά κάμουν ναύκληρον, νά ποίσουν καί ποδότα.
Λοιπὸν ὁ Λύκος να γενῇ ναύκληρος τοῦ τυχαίνει, 145
ποδότας κύρ γάδαρος μπαλότα του έβγαίνει.
Και στο ποίημα του ’Αντωνίου Άχέλη «Μάλτας πολιορκία» 16 φέρεται στους στίχους. 561 καί 563 :
καὶ ὁ ποδότας ἔλεγεν ψόματα κι εἶδε νά ’σάν
εἰς τὸ Μιλιάρον ἔσωθεν φοῦστες ποὺ τὸ φυλάσσαν.
Οὕτως τον ἀτυχώτατον ποδότα ἡ δειλία
ἔκαμε κι ἀμποδίστηκεν Μάλτας ἢ βοηθία
Αντώνιος Αχέλης
Ποιητής του 16ου αιώνα, που γι’ αυτόν δεν έχουμε πληροφορίες, έξω από το ότι γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης, κι ότι έγραψε ένα στιχούργημα που αποτελείται από 2.541 στίχους και που αναφέρεται στην πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους. Αναφέρεται ωστόσο στην Ελληνική Γραμματολογία, όχι για την αξία αυτού του στιχουργήματος, αλλά σαν ενδεικτικό της πορείας που ακολούθησε η Ελληνική Ποίηση στα χρόνια της σκλαβιάς, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Στην « Ερωφίλη» του Γεώργιου Χορτάτζη υπάρχει άπαξ η λέξη ποδότες Πράξις Γ. σκηνή Β στιχ. 51-54
τότες γνωρίζετ’ ὁ καλός ναύκληρος, μόνο τότες
τιμοῦνται οι κατεχάμενοι κι αδύνατοί ποδότες,
γιατί με τέχνη κι γιαλός πολλές φορές νικᾶται
καί κείνος ἀπού κυβερνᾶ ψηλώνει τιμᾶται
Ο καθηγητής . Φαίδων Κουκουλές, στην πραγματεία του περί του ναυτικού βίου των Βυζαντινών 54, λέγει εν προκειμένω: «Μετά την εφεύρεσιν της ναυτικής πυξίδας, εις τα Βυζαντινά καράβια υπήρχε και επ’ αυτής ιδιαίτερος ναύτης, ποδότας καλούμενος, των σημερινών πιλότος,
Σημερινές Χρήσεις της λέξης Πιλότος
Πιλότος ή Πλοηγός
(ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο γνώστης μιας επικίνδυνης θαλάσσιας περιοχής που οδηγεί ένα πλοίο με ασφάλεια σ’ αυτήν την περιοχή, αντικαθιστώντας για λίγο τον πλοίαρχο του πλοίου
Πλοηγίδα
1.(ναυτικός όρος, λόγιο) ταχύπλοο πλοιάριο που μεταφέρει τον πλοηγό (ή «πιλότο») προς (και από) τα πλοία, ώστε να τα καθοδηγήσει στην είσοδο ή έξοδο λιμανιών, σε διέλευση ποταμών, διωρύγων κ.λ.π
2.(αεροπορικός όρος, επάγγελμα) Ο κυβερνήτης μικρών ή μεγάλων αεροσκαφών και ελικοπτέρων της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας. Συνώνυμο : αεροπόρος
3. Κάθε καινοτόμο σχέδιο ή πρόγραμμα μετά την εφαρμογή του οποίου θα ακολουθήσουν ή ακολούθησαν άλλα παρόμοια (Πιλοτικό Πρόγραμμα)
Πηγές:
1.Εὐριπίδης, Ιφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1357 (1355-1357).
2.Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
3.On Line Eτυμολογικόν Λεξικόν
4.Ποδότας- Αποδότης.Διορθωτικά εις χωρίον του Ερωτόκριτου..University of Thessaly
5.Ερωφίλη του Γιώργου Χορτάτζη
6.Ποίημα του Αντωνίου Αχέλη «Μάλτας Πολιορκία» στίχοι 561 καί 563
7.Μεσαιωνικό ποίημα κρητικής προέλευσης «Η Φυλλάδα του Γαϊδάρου ήτοι Γαδάρου, Λύκου και Αλεπούς Διήγησις Ωραία στίχοι 144 και 146
8.Ο Πουλολόγος .Μεσαιωνικό Κρητικό ποίημα 18 στ. 528 :
9.Φαίδων Κουκουλές, στην πραγματεία του « περί του ναυτικού βίου των Βυζαντινών»
photo https://triiris.blogspot.com/2014/02/blog-post_19.html