Ομήρου Ιλιάς βιβλίον Ραψωδία Ρ στίχος 570
Απόδοση Ι.Πολυλά
και μέσα τον εγέμισε με πείσμα ως έχ’ η μύγα,
που όσο την διώχνουν στο κορμί το ανθρώπινο κολλάει
να το δαγκάνει και πολύ το αίμ’ αγαπά του ανθρώπου.
Ομήρου Ιλιάς βιβλίον Ραψωδία Ρ στίχος 570
καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν,
ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο
ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ’ ἀνθρώπου·
Orphica, Lithica kerygmata (0579: 012)
“Les lapidaires grecs”, Ed. Halleux, R., Schamp, J.
Paris: Les Belles Lettres, 1985.
Section 48, line 12
ΟΡΦΕΩΣ ΛΙΘΙΚΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ
῾Ομοίως δὲ καὶ μυίαις
ἀντιπάσχει ἄκρως· ἐαν γὰρ [γάλακτι καὶ μέλιτι ἐπιχρίσῃς],
μυῖα τὸν φοροῦντα τοῦτον, οὐ καθιστήσεται μυῖα ἐπ’
αὐτόν.
Ο αστρονόμος Κ. Χασάπης, μετά από ανάλυση αστρονομικών δεδομένων που δίδονται στον ορφικό ύμνο του Απόλλωνος, τοποθετεί τα ορφικά κείμενα στο 1366 π.Χ., ή στο 11.835 π.χ. Γράφει στην μελέτη του: «Όπως ίδωμεν, εις τον ύμνον του Απόλλωνος γίνεται λόγος περί ισότητος των εποχών, χειμώνος και θέρους (μίξας χειμώνος θέρεός τ΄ ίσον αμφοτέροισιν). Είναι όμως δυνατόν να υπολογίσωμεν μετά πάσης ακριβείας τον χρόνον, κατά τον οποίον έλαβε χώραν το φαινόμενο τούτο, εξ αυτού δε να συμπεράνωμεν κατά τρόπον ασφαλή περί του χρόνου, που διετυπώθησαν οι Ορφικοί ύμνοι». Και αφού ο καθηγητής εξηγεί με μαθηματικούς υπολογισμούς πως έφτασε στις χρονολογήσεις αυτές, γράφει: «Εκ των δύο τούτων χρονολογιών ως πρός το 1366 π.χ. είναι αναντιρρήτως απορριπτέο κατά το οποίον ουδεμία ένδειξις υπάρχει και επομένως πιθανότης δια να εγράφησαν οι ύμνοι». και μεταθέτει τα γεγονότα κατά 10.369 έτη προς το απώτερον παρελθόν, κατά το οποίον συμβιβάζεται και με τα λεχθέντα εις τον Σόλωνα τον Αιγύπτιο ιερέα της Ίσιδος όπως αναφέρει ο Πλάτων στον «Τίμαιο» και στον «Κριτία» και σύμφωνα με την ομολογία του Σόλωνα οι Έλληνες φέρονται ως παλαιότεροι των Αιγυπτίων κατά 9.000 έτη π.χ.
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
μυῖα, ἡ, μύγα, Λατ. musca, σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης θάρσος, λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ.
Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec.Tome second.Paris,1809
MOUCHE, s.f. insect ailé; en latin musca,qui vient du grec μυῖα (muia),signifant la même chose.
dérivés. Moucheron, diminutif de mouche; Mouchard et Mouche,espion de police ainsi nommé parce que les espions vont de côté et d’autre comme les mooches qui cherchent leur nouriture
Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
Mouche , s.f. φτερωτό έντομο, στα λατινικά musca, που προέρχεται από το ελληνικό μυῖα (muia), που σημαίνει το ίδιο πράγμα.
παράγωγα. Moucheron υποκοριστικό της μύγας; Mouchard et Mouche, κατάσκοπος της αστυνομίας που ονομάζεται έτσι επειδή οι κατάσκοποι πηγαίνουν από άκρη σε άκρη σαν τις μύγες ψάχνοντας την τροφή τους
Όλα τα Αγγλικά Λεξικά Μας δίδουν την παρακάτω ετυμολογία
Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
Η γαλλική λέξη “mouche” (μύγα) έχει την προέλευσή της στα λατινικά. Ανάγεται στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-, *mu- ή *mew-, η οποία εξελίχθηκε στη λατινική λέξη «musca» (μύγα). Αυτός ο λατινικός όρος στη συνέχεια έγινε “mousche” στα παλιά γαλλικά, που τελικά εξελίχθηκε στο σύγχρονο γαλλικό “mouche”.
Αγγλικόν κείμενον
The French word “mouche” (fly) has its origins in Latin. It traces back to the Proto-Indo-European root *mus-, *mu-, or *mew-, which evolved into the Latin word “musca” (fly). This Latin term then became “mousche” in Old French, which eventually evolved into the modern French “mouche“
Τα συνηθισμένα Γαλλικά Λεξικά μας δίδουν την παρακάτω ετυμολογία
Μετάφραση από τα Γαλλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
Η γαλλική λέξη “mouche” για το έντομο προέρχεται από το λατινικό “musca”, που σημαίνει επίσης “μύγα”. Αυτός ο όρος έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου για να αναφέρεται κυρίως σε έντομα της τάξης των Δίπτερων, αλλά κάποτε χρησιμοποιήθηκε για μια ευρύτερη ποικιλία ιπτάμενων εντόμων.
Με τη μορφή «musche» από το λατινικό mŭsca. Το τελευταίο είναι παράγωγο της ινδοευρωπαϊκής ρίζας «mu» στην οποία έχει προστεθεί το υποκοριστικό -co / -ca. Αυτή είναι πιθανώς μια ονοματοποιία που συνδέεται με το βουητό των εντόμων.
Το Γαλλικό κείμενο
Le mot français “mouche” pour désigner l’insecte vient du latin “musca”, qui signifie également “mouche”. Ce terme a évolué à travers le temps pour désigner principalement les insectes de l’ordre des diptères, mais il a autrefois été utilisé pour une plus grande variété d’insectes volants
Sous la forme « musche » issue du latin mŭsca. Ce dernier est un dérivé de la racine indoeuropéenne « mu » à laquelle s’est ajoutée le diminutif -co / -ca. Il s’agit sans doute d’une onomatopée liée au bourdonnement des insectes
Αίσωπος (620 περ. π.Χ.)
Αισώπου Μύθοι : Μυῖα
Απόδοση
Μία μύγα έπεσε μέσα σε μία κατσαρόλα γεμάτη κρεατόσουπα, ρούφηξε ρούφηξε, αλλά δεν μπορούσε να βγει από εκεί, οπότε οπωσδήποτε θα πνιγόταν. Τότε είπε: «Αφού έχω καλοχορτάσει από φαϊ,από ποτό, και έχω κάνει μπάνιο δεν με νοιάζει κι αν πεθάνω.»
Αρχαίον κείμενον
Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολουθήσῃ.
ποτό, και έχω κάνει μπάνιο δεν με νοιάζει κι αν πεθάνω.»
Λουκιανός – Μυῖας Εγκώμιον
ΑΠΟΔΟΣΗ
Η μύγα δεν είναι το μικρότερο από τα πετούμενα, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις σκνίπες, τα κουνούπια και τα ακόμα πιο λεπτά, αλλά είναι τόσο μεγαλύτερη από αυτά όσο μικρότερη είναι από τη μέλισσα. Δεν είναι εφοδιασμένη με φτέρωμα, όπως τα άλλα, ώστε κάποια φτερά να καλύπτουν ολόκληρο το σώμα της και άλλα να τα χρησιμοποιεί για να πετάει, αλλά έχει μεμβρανώδη φτερά σαν τις ακρίδες, τους τζίτζικες και τις μέλισσες· τα φτερά της είναι τόσο πιο απαλά όσο τα Ινδικά ενδύματα είναι πιο λεπτά και μαλακά από τα Ελληνικά. Επιπλέον έχουν τα χρώματα του παγονιού, αν κάποιος την κοιτάξει προσεχτικά, κάθε φορά που ανοίγει τα φτερά της και πετά στον ήλιο. Ο τρόπος πετάγματος της δεν μοιάζει με τη συνεχή και ρυθμική κίνηση των φτερών της νυχτερίδας ούτε με το πήδημα της ακρίδας ούτε με το βούισμα της σφήγκας, αλλά εύκολα κλίνει το σώμα της προς οποιοδήποτε σημείο του αέρα θέλει. Επιπλέον έχει αυτό το χαρακτηριστικό, ότι το πέταγμά της δεν είναι σιωπηλό, αλλά συνοδεύεται από ήχο, όχι διαπεραστικό όπως των κουνουπιών και της σκνίπας ούτε έντονο όπως των μελισσών ούτε φοβερό και απειλητικό όπως των σφηγκών, αλλά είναι τόσο πιο μελωδική όσο και οι αυλοί είναι πιο γλυκόλαλοι από τη σάλπιγγα και τα κύμβαλα. Όσο για το σώμα της, το κεφάλι ίσα που συνδέεται με τον αυχένα και περιστρέφεται εύκολα, χωρίς ν’ αποτελεί ένα σύνολο μαζί του όπως συμβαίνει στις ακρίδες. Τα μάτια της προεξέχουν και μοιάζουν πολύ με κέρατο. Το στέρνο της είναι συμπαγές και τα πόδια της φυτρώνουν στην άκρη αυτού του τμήματος, η οποία άκρη δεν είναι τόσο λεπτή όσο στις σφήγκες. Η κοιλιά τους είναι προστατευμένη γύρω γύρω και μοιάζει με θώρακα, γιατί έχει πλατιές ζώνες και λέπια. Ωστόσο το όπλο της δεν βρίσκεται στο άκρο του κόκκυγα, όπως στη σφήγκα και στη μέλισσα, αλλά στο στόμα, και μάλιστα στην προβοσκίδα, που έχει και αυτή, σαν τους ελέφαντες, και τη χρησιμοποιεί για τους ίδιους σκοπούς, για να ορμά στη λεία της, να την πιάνει και να τη συγκρατεί σταθερά, αφού η άκρη της μοιάζει με βεντούζα. Από αυτήν προβάλλει δόντι, με το οποίο τσιμπά και πίνει το αίμα —διότι πίνει μεν γάλα, αλλά της αρέσει και το αίμα— χωρίς το τσίμπημά της να προκαλεί μεγάλο πόνο. Αν κι έχει έξι πόδια, βαδίζει με τα τέσσερα μόνο, ενώ χρησιμοποιεί τα δύο μπροστινά ως χέρια. Μπορείς λοιπόν να τη δεις να στέκεται στα τέσσερα πόδια και να κρατά στα δυο της χέρια κάτι για φαγητό, ακριβώς όπως κι εμείς οι άνθρωποι.
Δεν γεννιέται έτσι από την αρχή, αλλά ως σκουλήκι αρχικά από τα νεκρά σώματα ανθρώπων ή άλλων ζώων. Έπειτα, λίγο λίγο, αποκτά πόδια, βγάζει φτερά και από ερπετό γίνεται πετούμενο, κυοφορεί και γεννά μικρό σκουλήκι, που γίνεται αργότερα μύγα. Συντροφεύοντας τους ανθρώπους, τρώει τα ίδια φαγητά, κάθεται στο ίδιο τραπέζι και δοκιμάζει απ’ όλα εκτός από λάδι” γιατί τούτο είναι γι’ αυτήν θάνατος. Επειδή είναι βραχύβια —ο χρόνος ζωής που της έχει δοθεί είναι εξαιρετικά μετρημένος — χαίρεται ιδιαίτερα με το φως του ήλιου και κάνει τις δουλειές της μέσα σε αυτό. Τη νύχτα ησυχάζει και δεν πετά ούτε τραγουδά, αλλά κρύβεται, και μένει ακίνητη. Μπορώ ν’ αναφέρω ακόμα τη μεγάλη της εξυπνάδα, κάθε φορά που ξεφεύγει από τον κακόβουλο εχθρό της,’ την αράχνη’ την παρακολουθεί καραδοκώντας και, όταν τη δει απέναντι της, πετάει λοξά, για να μην πιαστεί δελεασμένη και πέφτοντας στον ιστό του τέρατος. Για την ανδρεία και το θάρρος της δεν πρέπει να μιλάω εγώ αλλά ο Όμηρος, ο πιο μεγαλορρήμων από τους ποιητές’ επιδιώκοντας να επαινέσει τον καλύτερο ήρωα” δεν παρομοιάζει το θάρρος του με λιονταριού ή λεοπάρδαλης ή αγριόχοιρου αλλά με την τόλμη της μύγας και με το ατρόμητο και την επιμονή της επίθεσής της’ δεν λέει ότι είναι παράτολμη αλλά τολμηρή. Γιατί ακόμα κι αν εμποδίζεται, λέει, δεν φεύγει μακριά, αλλά επιθυμεί να τσιμπήσει. Τόσο πολύ επαινεί και αγαπάει τη μύγα, που δεν κάνει μνεία σε αυτή μία φορά ή σπάνια αλλά συχνά’ και οι αναφορές σε αυτή ομορφαίνουν τα έπη του. Πότε περιγράφει το σμηνοειδές πέταγμά της στο γάλα, πότε πάλι αναφερόμενος στην Αθηνά, κάθε φορά που αποκρούει το βέλος για να μη χτυπήσει τον Μενέλαο σε κάποιο καίριο σημείο, παρομοιάζοντας τη με τη μητέρα που προσέχει το βρέφος της, όταν κοιμάται, εισάγει πάλι στο παράδειγμα και τη μύγα. Επιπλέον, στόλισε αυτές με το ωραιότερο επίθετο, λέγοντάς τες πυκνό σμήνος και αποκαλώντας το σμήνος τους έθνη.
Η μύγα είναι τόσο δυνατή, που, όταν τσιμπάει, δεν πληγώνει το δέρμα μόνο του ανθρώπου αλλά και του βοδιού και του αλόγου, και τον ελέφαντα στενοχωρεί διεισδύοντας στις ρυτίδες του και σχίζοντάς τον με την προβοσκίδα της όσο της επιτρέπει το μέγεθος του. Στη συνουσία, τη συνεύρεση και το ζευγάρωμα οι μύγες έχουν μεγάλη ελευθερία, και η αρσενική δεν κατεβαίνει από τη θηλυκή, μόλις τελειώσει η πράξη, όπως τα κοκόρια, αλλά μένει πάνω της για πολύ κι εκείνη μεταφέρει τον νυμφίο και πετούν μαζί, χωρίς να διαλύουν στο πέταγμα την εναέρια αυτή συνουσία. Αν κοπεί το κεφάλι της μύγας, το σώμα της ζει για πολύ και έχει ακόμα πνοή.
Θέλω τώρα να σας πω ποιο είναι το πιο σημαντικό στη φύση της μύγας. Νομίζω ότι ο Πλάτων μόνο αυτό παρέλειψε στον διάλογό του για την ψυχή και την αθανασία της. Όταν η μύγα πεθάνει και η τέφρα της ριχτεί πάνω της, ζωντανεύει και γεννιέται ξανά και αρχίζει καινούρια ζωή από την αρχή. Αυτό θα έπρεπε να πείσει απόλυτα όλους ότι κι εκείνων η ψυχή είναι αθάνατη, αφού, έχοντας εγκαταλείψει το σώμα, επανέρχεται, το αναγνωρίζει, το επαναφέρει στη ζωή και κάνει τη μύγα να πετά. Έτσι επαληθεύει τον μύθο του Ερμότιμου από τις Κλαζομενές ότι η ψυχή του, ενώ τον άφηνε πολλές φορές και έφευγε μόνη της, έπειτα ξαναγύριζε, γέμιζε το σώμα του και ανάσταινε τον Ερμότιμο.
Τεμπέλα και ανέμελη καθώς είναι, καρπώνεται τους κόπους των άλλων και βρίσκει παντού γεμάτο τραπέζι’ γιατί και οι κατσίκες δίνουν γάλα γι’ αυτή και η μέλισσα εργάζεται για τις μύγες όσο και για τους ανθρώπους και οι μάγειροι γλυκαίνουν τα φαγητά τους για χάρη της· και δοκιμάζει τις τροφές πρώτη και από τους ίδιους τους βασιλιάδες και περπατώντας πάνω στα τραπέζια τρώει μαζί τους και απολαμβάνει μαζί τους τα πάντα. Δεν φτιάχνει φωλιά ή κατάλυμα σε ένα οποιοδήποτε μέρος, αλλά περιπλανιέται σαν τους Σκύθες πετώντας– κι όπου τύχει να τη βρει η νύχτα, εκεί κάνει το σπίτι της και το κρεβάτι της. Στο σκοτάδι ωστόσο, όπως είπα, δεν κάνει τίποτα ούτε έχει καμιά επιθυμία για ύπουλες πράξεις ούτε σκέφτεται να κάνει κάτι ατιμωτικό, κάτι που θα την ντρόπιαζε, αν γινόταν στο φως.
Ο μύθος λέει ότι υπήρχε την παλιά εποχή κάποια κοπέλα, που λεγόταν Μύγα, πολύ όμορφη αλλά φλύαρη, πολυλογού και με κλίση στο τραγούδι. Αυτή λοιπόν έγινε αντίζηλος της Σελήνης, αφού και οι δύο ερωτεύτηκαν τον Ενδυμίωνα. Έπειτα, επειδή συνέχεια ξυπνούσε το αγόρι, όταν κοιμόταν, με φλυαρίες, τραγούδια και ξαφνικές επισκέψεις, εκείνο αγανάκτησε, ενώ η Σελήνη, οργισμένη μαζί της, τη μεταμόρφωσε σε μύγα. Γι’ αυτό, επειδή θυμάται ακόμα τον Ενδυμίωνα, φθονεί όλους όσους κοιμούνται για τον ύπνο τους και ιδιαίτερα τους νέους και τρυφερούς– και το τσίμπημά της και η επιθυμία της για αίμα δεν είναι σημάδι αγριότητας αλλά έρωτα και αγάπης για τους ανθρώπους– απολαμβάνει ό,τι μπορεί και παίρνει κάτι από τα άνθη της ομορφιάς.
Σύμφωνα με τους παλαιούς, υπήρχε και κάποια γυναίκα με το ίδιο όνομα, ποιήτρια πολύ όμορφη και προικισμένη, και κάποια άλλη επιφανής εταίρα της Αττικής, για την οποία ο κωμικός ποιητής είπε, η Μύγα τον δάγκωνε μέχρι την καρδιά. Έτσι λοιπόν, το κωμικό πνεύμα ούτε περιφρόνησε ούτε άφησε έξω από τη σκηνή το όνομα της μύγας ούτε οι γονείς ντρέπονταν να δώσουν αυτό το όνομα στις θυγατέρες τους. Η τραγωδία πάλι μνημονεύει τη μύγα με μεγάλο έπαινο, όπως στους παρακάτω στίχους:
Είναι παράξενο που η μύγα με ανυπέρβλητη δύναμη πηδά στων ανδρών τα σώματα, για να χορτάσει με αίμα, ενώ οι οπλίτες φοβούνται το εχθρικό δόρυ.
Θα μπορούσα να πω πολλά και για τη Μύγα την Πυθαγόρεια, αν δεν ήταν σε όλους γνωστή η ιστορία της.
Υπάρχουν και κάποιες πολύ μεγάλες μύγες, που οι περισσότεροι τις ονομάζουν πολεμίστριες, ενώ άλλοι σκύλες. Αυτές κάνουν πολύ διαπεραστικό βόμβο και πετούν πολύ γρήγορα. Ζουν πολύ καιρό και περνούν όλο τον χειμώνα χωρίς τροφή, κρυμμένες κυρίως σε οροφές. Αυτές παρουσιάζουν κι αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, ότι δηλαδή και οι θηλυκές και οι αρσενικές έχουν διπλή ερωτική συμπεριφορά, όπως το παιδί του Ερμή και της Αφροδίτης, που έχει διπλή φύση και ανάμεικτη (αρσενική και θηλυκή) ομορφιά. Αν κι έχω ακόμα πολλά να πω, θα σταματήσω τον λόγο μου, μήπως φανεί ότι κάνω αυτό που λέει η παροιμία, από μύγα δηλαδή βγάζω ελέφαντα.
Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125-180 μ.Χ.)
ΜΥΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
῾Η μυῖα ἔστι μὲν οὐ τὸ σμικροτάτον τῶν
ὀρνέων, ὅσον ἐμπίσι καὶ κώνωψι καὶ τοῖς ἔτι
λεπτοτέροις παραβάλλειν, ἀλλὰ τοσοῦτον ἐκείνων
μεγέθει προὔχει ὅσον αὐτὴ μελίττης ἀπολείπεται.
ἐπτέρωται δὲ οὐ κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἄλλοις, ὡς
τοῖς μὲν ἁπανταχόθεν κομᾶν τοῦ σώματος, τοῖς
δὲ ὠκυπτέροις χρῆσθαι, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἀκρίδας
καὶ τέττιγας καὶ μελίττας ἐστὶν ὑμενόπτερος,
τοσοῦτον ἁπαλώτερα ἔχουσα τὰ πτερὰ ὅσον τῆς
῾Ελληνικῆς ἐσθῆτος ἡ ᾿Ινδικὴ λεπτοτέρα καὶ
μαλακωτέρα· καὶ μὴν διήνθισται κατὰ τοὺς
ταῶνας, εἴ τις ἀτενὲς βλέποι ἐς αὐτήν, ὁπόταν
ἐκπετάσασα πρὸς τὸν ἥλιον πτερύσσηται. ἡ
δὲ πτῆσις οὔτε κατὰ τὰς νυκτερίδας εἰρεσίᾳ
συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰς ἀκρίδας μετὰ
πηδήματος οὔτε ὡς οἱ σφῆκες μετὰ ῥοιζήματος,
ἀλλ’ εὐκαμπὴς πρὸς ὅ τι ἂν μέρος ὁρμήσῃ τοῦ
ἀέρος. καὶ μὴν κἀκεῖνο πρόσεστιν αὐτῇ, τὸ μὴ
καθ’ ἡσυχίαν, ἀλλὰ μετ’ ᾠδῆς πέτεσθαι οὐκ
ἀπηνοῦς οἵα κωνώπων καὶ ἐμπίδων, οὐδὲ τὸ
βαρύβρομον τῶν μελιττῶν ἢ τῶν σφηκῶν τὸ
φοβερὸν καὶ ἀπειλητικὸν ἐνδεικνυμένης, ἀλλὰ
τοσοῦτόν ἐστι λιγυρωτέρα, ὅσον σάλπιγγος καὶ
κυμβάλων αὐλοὶ μελιχρότεροι. τὸ δὲ ἄλλο
σῶμα ἡ μὲν κεφαλὴ λεπτότατα τῷ αὐχένι συνέ-
χεται καὶ ἔστιν εὐπεριάγωγος, οὐ συμπεφυκυῖα ὡς
ἡ τῶν ἀκρίδων· ὀφθαλμοὶ δὲ προπετεῖς, πολὺ τοῦ
κέρατος ἔχοντες· στέρνον εὐπαγές, καὶ ἐμπεφύ-
κασιν αὐτῇ τῇ ἐντομῇ οἱ πόδες οὐ κατὰ τοὺς
σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένῃ. ἡ γαστὴρ δὲ ὠχύρωται
καὶ αὐτῇ καὶ θώρακι ἔοικεν ζώνας πλατείας καὶ
φολίδας ἔχουσα. ἀμύνεται μέντοι οὐ κατὰ τοὐρ-
ροπύγιον ὡς σφὴξ καὶ μέλιττα, ἀλλὰ τῷ στόματι
καὶ τῇ προβοσκίδι, ἣν κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασι
καὶ αὐτὴ ἔχουσα προνομεύει τε καὶ ἐπιλαμβάνεται
καὶ προσφῦσα κατέχει κοτυληδόνι κατὰ τὸ ἄκρον
ἐοικυῖαν. ἐκ δὲ αὐτῆς ὀδοὺς προκύπτει, ᾧ κεν-
τοῦσα πίνει τοῦ αἵματος—πίνει μὲν γὰρ καὶ γά-
λακτος, ἡδὺ δὲ αὐτῇ καὶ τὸ αἷμα—οὐ μετὰ μεγάλης
ὀδύνης τῶν κεντουμένων. ἑξάπους δὲ οὖσα τοῖς μὲν
τέσσαρσι βαδίζει μόνοις, τοῖς δὲ προσθίοις δυσὶ
καὶ ὅσα χερσὶ χρῆται. ἴδοις ἂν οὖν αὐτὴν ἐπὶ
τεττάρων βεβηκυῖαν ἔχουσάν τι ἐν τοῖν χεροῖν μετέ-
ωρον ἐδώδιμον, ἀνθρωπίνως πάνυ καὶ καθ’ ἡμᾶς.
Γίνεται δὲ οὐκ εὐθὺς τοιαύτη, ἀλλὰ σκώληξ
τὸ πρῶτον ἤτοι ἐξ ἀνθρώπων ἢ ἄλλων ζῴων
ἀποθανόντων· εἶτα κατ’ ὀλίγον πόδας τε ἐκφέρει
καὶ φύει τὰ πτερὰ καὶ ἐξ ἑρπετοῦ ὄρνεον γίνεται
καὶ κυοφορεῖ δὲ καὶ ἀποτίκτει σκώληκα μικρὸν τὴν
μυῖαν ὕστερον. σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρ-
χουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων
γεύεται πλὴν ἐλαίου· θάνατος γὰρ αὐτῇ τοῦτο
πιεῖν. καὶ μέντοι ὠκύμορος οὖσα—πάνυ γὰρ ἐς
στενὸν ὁ βίος αὐτῇ συμμεμέτρηται—τῷ φωτὶ
χαίρει μάλιστα κἀν τούτῳ πολιτεύεται· νυκτὸς δὲ
εἰρήνην ἄγει καὶ οὔτε πέτεται οὔτε ᾄδει, ἀλλ’ ὑπέ-
πτηχε καὶ ἀτρεμεῖ. σύνεσιν δὲ οὐ μικρὰν αὐτῆς
εἰπεῖν ἔχω, ὁπόταν τὸν ἐπίβουλον καὶ πολέμιον
αὐτῇ τὸν ἀράχνην διαδιδράσκῃ· λοχῶντά τε γὰρ
ἐπιτηρεῖ καὶ ἀντίον αὐτῷ ὁρᾷ ἐκκλίνουσα τὴν
ὁρμήν, ὡς μὴ ἁλίσκοιτο σαγηνευθεῖσα καὶ περι-
πεσοῦσα ταῖς τοῦ θηρίου πλεκτάναις. τὴν μὲν
γὰρ ἀνδρίαν καὶ τὴν ἀλκὴν αὐτῆς οὐχ ἡμᾶς χρὴ
λέγειν, ἀλλ’ ὃς μεγαλοφωνότατος τῶν ποιητῶν
῞Ομηρος· τὸν γὰρ ἄριστον τῶν ἡρώων ἐπαινέσαι
ζητῶν οὐ λέοντι ἢ παρδάλει ἢ ὑῒ τὴν ἀλκὴν αὐτοῦ
εἰκάζει, ἀλλὰ τῷ θάρσει τῆς μυίας καὶ τῷ ἀτρέστῳ
καὶ λιπαρεῖ τῆς ἐπιχειρήσεως· οὐδὲ γὰρ θράσος
ἀλλὰ θάρσος φησὶν αὐτῇ προσεῖναι. καὶ γὰρ εἰρ-
γομένη, φησίν, ὅμως οὐκ ἀφίσταται, ἀλλ’ ἐφίεται
τοῦ δήγματος. οὕτω δὲ πάνυ ἐπαινεῖ καὶ ἀσπάζε-
ται τὴν μυῖαν, ὥστε οὐχ ἅπαξ οὐδ’ ἐν ὀλίγοις
μέμνηται αὐτῆς, ἀλλὰ πολλάκις· οὕτω κοσμεῖ τὰ
ἔπη μνημονευομένη. ἄρτι μὲν τὴν ἀγελαίαν
πτῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τὸ γάλα διέρχεται, ἄρτι δὲ τὴν
᾿Αθηνᾶν, ὁπότε τοῦ Μενέλεω τὸ βέλος ἀποκρούε-
ται, ὡς μὴ ἐπὶ τὰ καιριώτατα ἐμπέσοι, εἰκάζων
μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφους, τὴν
μυῖαν αὖθις ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι. καὶ μὴν
καὶ ἐπιθέτῳ καλλίστῳ αὐτὰς ἐκόσμησεν ἀδινὰς
προσειπὼν καὶ τὴν ἀγέλην αὐτῶν ἔθνη καλῶν.
Οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν, ὥσθ’ ὁπόταν τι δάκνῃ,
τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον, ἀλλὰ καὶ
βοὸς καὶ ἵππου, καὶ ἐλέφαντα λυπεῖ ἐς τὰς ῥυτίδας
αὐτοῦ παρεισδυομένη καὶ τῇ αὑτῆς προνομαίᾳ
κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους ἀμύσσουσα. μίξεως δὲ
καὶ ἀφροδισίων καὶ γάμων πολλὴ αὐταῖς ἡ
ἐλευθερία, καὶ ὁ ἄρρην οὐ κατὰ τοὺς ἀλεκτρυόνας
ἐπιβὰς εὐθὺς ἀπεπήδησεν, ἀλλ’ ἐποχεῖται τῇ
θηλείᾳ ἐπὶ πολύ, κἀκείνη φέρει τὸν νυμφίον, καὶ
συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μῖξιν τῇ πτήσει
μὴ διαφθείρουσαι. ἀποτμηθεῖσα δὲ τὴν κεφαλὴν
μυῖα ἐπὶ πολὺ ζῇ τῷ σώματι καὶ ἔμπνους ἐστίν.
῝Ο δὲ μέγιστον ἐν τῇ φύσει αὐτῶν ὑπάρχει,
τοῦτο δὴ βούλομαι εἰπεῖν. καί μοι δοκεῖ ὁ
Πλάτων μόνον αὐτὸ παριδεῖν ἐν τῷ περὶ ψυχῆς
καὶ ἀθανασίας αὐτῆς λόγῳ. ἀποθανοῦσα γὰρ
μυῖα τέφρας ἐπιχυθείσης ἀνίσταται καὶ παλιγ-
γενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς
γίνεται, ὡς ἀκριβῶς πεπεῖσθαι πάντας, ὅτι κἀκεί-
νων ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχή, εἴ γε καὶ ἀπελθοῦσα
ἐπανέρχεται πάλιν καὶ γνωρίζει καὶ ἐπανίστησι
τὸ σῶμα καὶ πέτεσθαι τὴν μυῖαν ποιεῖ, καὶ
ἐπαληθεύει τὸν περὶ ῾Ερμοτίμου τοῦ Κλαζομενίου
μῦθον, ὅτι πολλάκις ἀφιεῖσα αὐτὸν ἡ ψυχὴ
ἀπεδήμει καθ’ ἑαυτήν, εἶτα ἐπανελθοῦσα ἐπλήρου
αὖθις τὸ σῶμα καὶ ἀνίστα τὸν ῾Ερμότιμον.
᾿Αργὸς δὲ αὐτὴ καὶ ἄνετος οὖσα τὰ ὑπὸ τῶν
ἄλλων πονούμενα καρποῦται καὶ πλήρης αὐτῇ
πανταχοῦ τράπεζα· καὶ γὰρ αἱ αἶγες αὐτῇ ἀμέλ-
γονται, καὶ ἡ μέλιττα οὐχ ἥκιστα μυίαις καὶ
ἀνθρώποις ἐργάζεται, καὶ οἱ ὀψοποιοὶ ταύτῃ τὰ
ὄψα ἡδύνουσι, καὶ βασιλέων αὐτῶν προγεύεται
καὶ ταῖς τραπέζαις ἐμπεριπατοῦσα συνεστιᾶται
αὐτοῖς καὶ συναπολαύει πάντων. νεοττιὰν δὲ
ἢ καλιὰν οὐκ ἐν ἑνὶ τόπῳ κατεστήσατο, ἀλλὰ
πλάνητα τὴν πτῆσιν κατὰ τοὺς Σκύθας ἐπανῃρη-
μένη, ὅπου ἂν τύχῃ ὑπὸ τῆς νυκτὸς καταληφθεῖσα,
ἐκεῖ καὶ ἑστίαν καὶ εὐνὴν ποιεῖται. ὑπὸ σκότῳ
μέντοι, ὡς ἔφην, οὐδὲν ἐργάζεται οὐδὲ ἀξιοῖ
λανθάνειν τι πράττουσα, οὐδὲ ἡγεῖταί τι αἰσχρὸν
ποιεῖν, ὃ ἐν φωτὶ δρώμενον αἰσχυνεῖ αὐτήν.
Φησὶν δὲ ὁ μῦθος καὶ ἄνθρωπόν τινα Μυῖαν
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν, λάλον μέντοι
γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν, καὶ ἀντερασθῆναί
γε τῇ Σελήνῃ κατὰ τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρας τοῦ
᾿Ενδυμίωνος. εἶτ’ ἐπειδὴ κοιμώμενον τὸ μειρά-
κιον συνεχὲς ἐπήγειρεν ἐρεσχηλοῦσα καὶ ᾄδουσα
καὶ κωμάζουσα ἐπ’ αὐτόν, τὸν μὲν ἀγανακτῆσαι,
τὴν δὲ Σελήνην ὀργισθεῖσαν εἰς τοῦτο τὴν Μυῖαν
μεταβαλεῖν· καὶ διὰ τοῦτο πᾶσι νῦν τοῖς κοιμω-
μένοις αὐτὴν τοῦ ὕπνου φθονεῖν μεμνημένην ἔτι
τοῦ ᾿Ενδυμίωνος, καὶ μάλιστα τοῖς νέοις καὶ
ἁπαλοῖς· καὶ τὸ δῆγμα δὲ αὐτὸ καὶ ἡ τοῦ αἵματος
ἐπιθυμία οὐκ ἀγριότητος, ἀλλ’ ἔρωτός ἐστι ση-
μεῖον καὶ φιλανθρωπίας· ὡς γὰρ δυνατὸν ἀπο-
λαύει καὶ τοῦ κάλλους τι ἀπανθίζεται.
᾿Εγένετο κατὰ τοὺς παλαιοὺς καὶ γυνή τις
ὁμώνυμος αὐτῇ, ποιήτρια, πάνυ καλὴ καὶ σοφή,
καὶ ἄλλη ἑταίρα τῶν ᾿Αττικῶν ἐπιφανής, περὶ ἧς
καὶ ὁ κωμικὸς ποιητὴς ἔφη, ἡ Μυῖα ἔδακνεν αὐτὸν
ἄχρι τῆς καρδίας· οὕτως οὐδὲ ἡ κωμικὴ χάρις
ἀπηξίωσεν οὐδὲ ἀπέκλεισε τῆς σκηνῆς τὸ τῆς
μυίας ὄνομα, οὐδ’ οἱ γονεῖς ᾐδοῦντο τὰς θυγατέρας
οὕτω καλοῦντες. ἡ μὲν γὰρ τραγῳδία καὶ σὺν
μεγάλῳ ἐπαίνῳ μέμνηται τῆς μυίας, ὡς ἐν τούτοις,
δεινόν γε τὴν μὲν μυῖαν ἀλκίμῳ σθένει
πηδᾶν ἐπ’ ἀνδρῶν σώμαθ’, ὡς πλησθῇ φόνου,
ἄνδρας δ’ ὁπλίτας πολέμιον ταρβεῖν δόρυ.
πολλὰ δ’ ἂν εἶχον εἰπεῖν καὶ περὶ Μυίας τῆς
Πυθαγορικῆς, εἰ μὴ γνώριμος ἦν ἅπασιν ἡ κατ’
αὐτὴν ἱστορία.
Γίγνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς
στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας,
τραχύταται τὸν βόμβον καὶ τὴν πτῆσιν ὠκύταται,
αἵ γε καὶ μακροβιώταταί εἰσιν καὶ τοῦ χειμῶνος
ὅλου ἄσιτοι διακαρτεροῦσιν ὑπεπτηχυῖαι τοῖς
ὀρόφοις μάλιστα, ἐφ’ ὧν κἀκεῖνο θαυμάζειν ἄξιον,
ὅτι ἀμφότερα, καὶ τὰ θηλειῶν καὶ τὰ ἀρρένων,
δρῶσιν καὶ βαινόμεναι καὶ βαίνοντες ἐν τῷ μέρει
κατὰ τὸν ῾Ερμοῦ καὶ ᾿Αφροδίτης παῖδα τὸν μικτὸν
τὴν φύσιν καὶ διττὸν τὸ κάλλος. πολλὰ δ’ ἔτι
ἔχων εἰπεῖν καταπαύσω τὸν λόγον, μὴ καὶ δόξω
κατὰ τὴν παροιμίαν ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν.
Ο Ενδυμίων και η Ερωτευμένη Σελήνη
Θεά της Νύχτας
Ποίημα
Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP
Στο σπήλαιο του βουνού Λάτμου της Καρίας
όπου ο χρόνος στάζει σαν κρυστάλλινο δάκρυ,
στην ασημένια αγκαλιά της νύχτας,
βαθιά ο Ενδυμίων κοιμόταν,
όμορφος, αθάνατος, και το κορμί του,
ζεστό απ’ το τελευταίο ηλιακό φιλί,
λαμπύριζε σαν πέτρα που φωτίζει η δροσιά.
Και η Σελήνη, σαν αστρικό φιλί, τον έψαχνε
κάθε νύχτα με πάθος αδημονίας.
Και κατέβαινε από τον ουρανό
Γυμνή από φωτιά και λάμψη.
Κι όταν τον έβλεπε, η αθάνατη ερωμένη
η καρδιά της σκιρτούσε στη σκοτεινιά
και σκύβοντας πάνω του, ρίχνοντας ασημένιο φως
τον αγκάλιαζε σαν όνειρο χαμένο και του ψιθύριζε
«Αγάπη μου, εγώ είμαι η μοναδική σου αλήθεια,
κι εσύ, το μόνο μου ψέμα.»
«Να μην ξυπνήσεις ποτέ», του έλεγε,
σε έναν κόσμο που η ζωή είναι σύντομη
και η ομορφιά πεθαίνει
Μείνε εδώ, στον αιώνιο ύπνο σου,
να σε θυμάμαι άδολο, αγνό,
σαν τη στιγμή που σ’ είδα πρώτη φορά.»
«Θα σε φυλάω εδώ, στην αιώνια σου ηρεμία,
γιατί ξέρω πως αν ξυπνήσεις,
θα χαθείς…κι εγώ θα μείνω μόνη»,
και τα δάκρυα της έτρεχαν σαν αστέρια πεσμένα
πάνω στα στήθια του, όπου η ανάσα του
έμενε αιωρούμενη, σαν να φοβάται
να σκορπίσει τη μαγεία εκείνης της σιωπής.
Κι έτσι εκείνος μένει, σε μια σπηλιά του χρόνου,
να ονειρεύεται τη θεά που τον αφήνει
ν’ αγγίζει μόνο στις σκιές του ύπνου
την αιώνια πληγή του ατελείωτου έρωτα.
Μα ο Δίας, ο γιός του Κρόνου(Χρόνου) , ήξερε πως κι ένας θνητός μπορεί να κλέψει την καρδιά μιας θεάς.
Γι’ αυτό του έδωσε τον αιώνιο ύπνο ,για να μην ξυπνήσει
ποτέ, και δει ότι η Σελήνη κλαίει πάνω του.
καθώς η αυγή ,αρπάζει πίσω
την αθάνατη ερωμένη του.
Αρχαίες Πηγές
Lucianus Soph., Muscae encomium (0062: 006)
“Lucian, vol. 1”, Ed. Harmon, A.M.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1913, Repr. 1961.
Section t, line 1
ἤδη οὖν σοι προλέγω, ἐκχέας τὸ ὕδωρ καὶ ἀπο-
καλύψας τἀμὰ μηδὲν μέγα προσδοκήσῃς ἀνιμή-
σεσθαι, ἢ σαυτὸν αἰτιάσῃ τῆς ἐλπίδος.
ΜΥΙΑς ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Ἡ μυῖα ἔστι μὲν οὐ τὸ σμικροτάτον τῶν
ὀρνέων, ὅσον ἐμπίσι καὶ κώνωψι καὶ τοῖς ἔτι
λεπτοτέροις παραβάλλειν, ἀλλὰ τοσοῦτον ἐκείνων
μεγέθει προὔχει ὅσον αὐτὴ μελίττης ἀπολείπεται.
Zenobius Sophista <Paroemiogr.>, Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei et Didymi (0098: 001)
“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L., Schneidewin, F.G.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr. 1965.
Centuria 3, section 68, line 1
<Ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν:> ἐπὶ τῶν τὰ
ἐλάχιστα ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ καὶ μεγαλοποιούντων.
Γυναίκες με το όνομα Μυῖα
Clemens Alexandrinus Theol., Stromata (0555: 004)
“Clemens Alexandrinus, vols. 2, 3rd edn. and 3, 2nd edn.”, Ed. Stählin, O., Früchtel, L., Treu, U.
Berlin: Akademie–Verlag, 2:1960; 3:1970; Die griechischen christlichen Schriftsteller 52(15), 17.
Book 4, chapter 19, section 121, subsection 4, line 3
ναὶ μὴν καὶ Θεμιστὼ ἡ Ζωΐλου ἡ Λαμψα-
κηνὴ ἡ Λεοντέως γυνὴ τοῦ Λαμψακηνοῦ τὰ Ἐπικούρεια ἐφιλοσόφει
καθάπερ Μυῖα ἡ Θεανοῦς θυγάτηρ τὰ Πυθαγόρεια καὶ Ἀριγνώτη ἡ
τὰ περὶ Διονύσου γραψαμένη· αἱ γὰρ Διοδώρου τοῦ Κρόνου ἐπικλη-
θέντος θυγατέρες πᾶσαι διαλεκτικαὶ γεγόνασιν, ὥς φησι Φίλων ὁ
διαλεκτικὸς ἐν τῷ Μενεξένῳ, ὧν τὰ ὀνόματα παρατίθεται τάδε·
Μενεξένη, Ἀργεία, Θεογνίς, Ἀρτεμισία, Παντάκλεια.
Iamblichus Phil., De vita Pythagorica (2023: 001)
“Iamblichi de vita Pythagorica liber”, Ed. Klein, U. (post L. Deubner)
Leipzig: Teubner, 1937, Repr. 1975.
Chapter 36, section 267, line 72
Πυθαγορίδες δὲ <γυναῖκες> αἱ ἐπιφανέσταται· Τιμύχα
γυνὴ [ἡ] Μυλλία τοῦ Κροτωνιάτου, Φιλτὺς θυγάτηρ Θεό-
φριος τοῦ Κροτωνιάτου, Βυνδάκου ἀδελφή, Ὀκκελὼ καὶ
Ἐκκελὼ <ἀδελφαὶ Ὀκκέλω καὶ Ὀκκίλω> τῶν Λευκανῶν,
Χειλωνὶς θυγάτηρ Χείλωνος τοῦ Λακεδαιμονίου, Κρατη-
σίκλεια Λάκαινα γυνὴ Κλεάνορος τοῦ Λακεδαιμονίου, Θεανὼ
γυνὴ τοῦ Μεταποντίνου Βροτίνου, Μυῖα γυνὴ Μίλωνος
τοῦ Κροτωνιάτου, Λασθένεια Ἀρκάδισσα, Ἁβροτέλεια Ἁβρο-
τέλους θυγάτηρ τοῦ Ταραντίνου, Ἐχεκράτεια Φλιασία,
Τυρσηνὶς Συβαρῖτις, Πεισιρρόδη Ταραντινίς, Θεάδουσα
Λάκαινα, Βοιὼ Ἀργεία, Βαβελύκα Ἀργεία, Κλεαίχμα ἀδελφὴ
Αὐτοχαρίδα τοῦ Λάκωνο
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca (4040: 001)
“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R.
Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.
Codex 249, Bekker page 438b, line 31
Καὶ ὁ
μὲν Μνήσαρχος εἷς τῶν υἱῶν αὐτοῦ λέγεται νεώτερος τε-
λευτῆσαι, Τηλαυγὴς δὲ ὁ ἕτερος διεδέξατο, καὶ Αἰσάρα
καὶ Μυῖα αἱ θυγατέρες.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter kappa, entry 2087, line 2
<Κορίννα,> Ἀχελῳοδώρου καὶ Προκρατίας, Θηβαία ἢ Ταναγραία,
μαθήτρια Μύρτιδος· ἐπωνόμαστο δὲ Μυῖα· λυρική.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter mu, entry 1361, line 1
<Μυῖα,> Θεσπιακή, λυρική.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter mu, entry 1362, line 1
<Μυῖα,> Σπαρτιάτις, ποιήτρια.
Βοηθήματα
1.Τα Ορφικά. Εκδόσεις Εγκυκλοπαιδείας του «Ηλίου»
2.Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec.Tome second.Paris,1809
3.Ομήρου Ιλιάς
4.Μύθοι Αισώπου
5.Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
6.Λουκιανός. Άπαντα. Τόμος 1. Αθήνα,Κάκτος,1994.
7.Orphic, Lithic kerugmata “Les lapidaries graces”, Ed. Hallux, R., Scamp, Paris: Les Belles Letters, 1985.
8.Ορφικά Λίθινά .Άπαντα (Λιθικά,Λιθικά Κηρύγματα (Σωκράτους και Διονυσίου περί λίθων),όσοι των λίθων εις ανακωχήν ζάλης και τρικυμίας θαλάσσης,μαρτυρίες περί του Ορφέως και των Ορφικών). Τόμος Β. Αθήνα, Κάκτος 2003.
9.LIDDELL & SCOTT
10.Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
11.Ευάγγελου.Κ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
12.Ιωάννου Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
13.Στέφανου Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν
14.Δημήτρη Συμεωνίδη: Ποίημα. Ο Ενδυμίων και η Ερωτευμένη Σελήνη θεά της Νύχτας
Σχόλιον
Η Ομηρική λέξη Μυῖα που είναι και Ορφική είναι πανάρχαια λέξη. Όλα τα σύγχρονα λεξικά μας λένε ότι η λέξη είναι λατινική Musca και ότι η ρίζα της, είναι Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (sic).Δηλαδή οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τους Ινδοευρωπαίους και μάλιστα με τους Πρωτοινδοευρωπαίους (άραγε σε ποια χώρα ζούσαν οι περίφημοι Ινδοευρωπαίοι) πήραν τη ρίζα της λέξης και έφτιαξαν τη λέξη Μusca. Δηλαδή ιστορίες για αγρίους.
Κατόπιν οι Γάλλοι μας έφτιαξαν την λέξη Mouche.
Ευτυχώς όμως έχουμε τo Δίτομο Γαλλικό Λεξικό του 1809, με όλες τις Γαλλικές λέξεις που προέρχονται από τα Ελληνικά, που μας αναφέρει πολύ καθαρά ότι ή λέξη αυτή έχει αρχαία Ελληνική προέλευση:
Mouche , s.f. φτερωτό έντομο, στα λατινικά musca, που προέρχεται από το ελληνικό μυῖα (muia), που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Παράγωγα. Moucheron υποκοριστικό της μύγας; Mouchard et Mouche, κατάσκοπος της αστυνομίας που ονομάζεται έτσι επειδή οι κατάσκοποι πηγαίνουν από άκρη σε άκρη σαν τις μύγες ψάχνοντας την τροφή τους.
photo javiercc, https://pixabay.com