Τα διάφορα λεξικά μας δίδουν διάφορες ερμηνείες για την ΄προέλευση της λέξης. Το μεγάλο Τούρκικο Λεξικό « Türk Dil Kurumu» όμως μας δηλώνει ότι η λέξη έχει ποντιακή προέλευση
Η Tουρκική λέξη lapa αναφέρεται γενικά σε μια παχύρρευστη ουσία που μοιάζει με χυλό, όπως χυλό ρυζιού ή αλευριού. Μπορεί επίσης να περιγράψει το χιόνι που πέφτει σε παχιές νιφάδες. Η ετυμολογία της είναι περίπλοκη, με πιθανές συνδέσεις με αρμενικές, ελληνικές, ακόμη και πρωτοουραλικές ρίζες
Το λεξικό του Türk Dil Kurumu το θεωρεί δάνειο από τα ποντιακά ελληνικά («Rumca»).
H Τούρκικη Λέξη Lapa
Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη JP
Η τουρκική λέξη «lapa» πιθανότατα προέρχεται από έναν συνδυασμό πηγών, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού από την ποντιακή ελληνική (Rumca) και την αρμενική. Μοιράζεται επίσης τις ρίζες της με τις τουρκικές λέξεις «yapağı» (ωμό μαλλί), «yapalak» (κουκουβάγια) και «lapa lapa (kar)» (χιόνι σε χοντρές νιφάδες), οι οποίες συνδέονται με την παλαιοτουρκική «yapaḳu» (κοπάδια ή συστάδες από μαλλί προβάτου). Η ίδια η λέξη «lapa» αναφέρεται σε ένα είδος χυλού ρυζιού ή πλιγούρι που είναι κοινό στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, και παρασκευάζεται με ρύζι, νερό και αλάτι.
Επιρροή από την ποντιακή ελληνική/αρμενική:
Η Τουρκική Γλωσσική Εταιρεία (Türk Dil Kurumu) τη θεωρεί δανεισμένη από την ποντιακή ελληνική, ενώ ο Robert Dankoff προτείνει αρμενική προέλευση, συγκεκριμένα από την αρμενική λέξη «lap» που σημαίνει «νερουλή τροφή για σκύλους, χυλός για μωρά», Παλαιές Τουρκικές Συνδέσεις:
Η λέξη “lapa” συνδέεται επίσης με την παλαιοτουρκική λέξη “yapaḳu”, η οποία αναφέρεται σε μαλλί ή τούφες μαλλιών. Αυτή η σύνδεση παρατηρείται στις σύγχρονες τουρκικές λέξεις “yapağı” (ακατέργαστο μαλλί), “yapalak” (κουκουβάγια) και στην αναδιπλούμενη μορφή “lapa lapa (kar)”, που σημαίνει χιόνι που πέφτει σε παχιές νιφάδες.
Σημασία στα Τουρκικά:
Στα Τουρκικά, η λέξη “lapa” αναφέρεται συγκεκριμένα σε μια παχύρρευστη, σαν χυλό υφή, που συχνά συνδέεται με πιάτα με ρύζι.
Η Ρούμκα και η Γιουνάνκα
Η Ρούμκα είναι η γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά η Γιουνάνκα είναι η γλώσσα της Ελλάδας. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι:
Ρούμκα = Ρωμαϊκή
Γιουνάνκα = Ελληνική
Προς το παρόν, όμως, και οι δύο χρησιμοποιούνται για την ελληνική γλώσσα, επειδή οι πολιτισμοί της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας αναμίχθηκαν και σχημάτισαν έναν νέο πολιτισμό. Έτσι, μπορείτε να πείτε και τις δύο, αλλά η προέλευση και οι πραγματικές τους έννοιες είναι όπως εξήγησα παραπάνω. Σήμερα, χρησιμοποιούμε Γιουνάνκα περισσότερο για την ελληνική γλώσσα. Η Ρούμκα χρησιμοποιείται γενικά για την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επίσης σήμερα έχουμε και τις έννοιες
λαπάς ; (μαμάκιας, θηλυπρεπής), βουτυρομπεμπές, φλώρος
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
λαπάς ο [lapás] Ο1 : 1. φαγητό από ρύζι που το βράζουν ώσπου να χυλώσει. 2. (μειωτ.) α. για αποτυχημένα φαγητά (κυρ. ζυμαρικά): ~ έγινε το φαΐ. β. (γενικότ., μτφ.) για κτ. το αποτυχημένο: Tο θεατρικό έργο, ενώ αρχίζει πετυχημένα, στο τέλος γίνεται ~. 3. (μτφ., για πρόσ.) α. νωθρός, πλαδαρός, μαλθακός· νερόβραστος: Πού να τρέξει αυτός ο ~! β. άχρωμος, που δεν προξενεί καμιά εντύπωση ή ενδιαφέρον· νερόβραστος: Πού τον βρήκες αυτόν το λαπά και τον αρραβωνιάστηκες;
[τουρκ. lâpa -ς]
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
ΛΑΠΑΣ
λαπάκι ( ουσ. ουδ. ) λαπάκ’ [laˈpak] Αξ. Πληθ. λαπάχια [laˈpaça] Σίλ. λάπλα [ˈlapla] Σίλ. …
λαπάς (ουσ. αρσ.) λαπ͑άς [laˈpʰas] Φάρασ. λα̈π͑α̈́ς [læˈpʰæs] Φάρασ. λαπά [laˈpa] Μαλακ., Μισθ. λέπε [ˈlepe] Τσουχούρ. Πληθ. λαπάδια [laˈpaðʝa] Μαλακ.Από το τουρκ. ουσ. lapa (< αρμεν. lap’ = τροφή βρεφών ή ζώων σε μορφή πολτού (Dankoff 1995: 53)), όπου και διαλεκτ. τύπ. lepe, απώτερα ηχομιμητ. (Νisanyan 2020, λ. lapa).
- Νηστίσιμο πιλάφι, λαπάςό.π.τ. : Τσουχ ’α φάου του πεθερού μου το λεπέ (Θα φάω του πεθερού μου τον λαπά) Τσουχούρ. -Dawk.
β. Γενικότερα, οποιοδήποτε παραβρασμένο φαγητό Μαλακ.
- ΚατάπλασμαΜισθ., Φάρασ. : Ήψαν νιστιά, έβρααν καβαλίνες με το λάι, ποίκαν το λαπά, έθεκαν μάνα μ’ κοιλιά απάνω (Άναψαν φωτιά, έβρασαν καβαλίνες με το λάδι, το έφτιαξαν κατάπλασμα το έβαλαν πάνω στην κοιλιά της μάνας μου) Μισθ. -Pernot.Gall.
λάπα, η (ουσ.)
[λαπάρα*] (ανατομ.)
α) το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από τον ομφαλό και πάνω από τα λαγόνια οστά- συνών. λαγαρά, λαγγόνια,
β) (κατ’ επέκτ.) η κοιλιά.
Λαπά στην Ιατρική
Στην ιατρική, ο όρος “λαπά” αναφέρεται συνήθως στην ρίζα κολλιτσίδας (Arctium lappa), η οποία έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Η λαπά, όπως είναι γνωστή στην ελληνική, είναι ένα βότανο που χρησιμοποιείται για διάφορες παθήσεις, κυρίως σε σχέση με το δέρμα και την πέψη.
Συγκεκριμένα, η λαπά στην ιατρική έχει τις εξής χρήσεις:
Διουρητική και εφιδρωτική δράση:
Βοηθά στην αποβολή υγρών από το σώμα, με πιθανή επίδραση σε κατακράτηση υγρών και αποτοξίνωση.
Καθαρισμός του αίματος:
Θεωρείται ότι έχει ιδιότητες που βοηθούν στην απομάκρυνση τοξινών από το αίμα.
Δερματικές παθήσεις:
Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση δερματικών προβλημάτων όπως εκζέματα και ακμή, κυρίως λόγω της αντιφλεγμονώδους δράσης της.
Πεπτικό σύστημα:
Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για την ανακούφιση από γαστρεντερικές διαταραχές και για την ενίσχυση της πέψης.
Στην παραδοσιακή ιατρική και λαϊκή ιατρική:
Η ρίζα κολλιτσίδας χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική για τη θεραπεία δερματικών προβλημάτων.
Στην ελληνική λαϊκή ιατρική, η λαπά έχει χρησιμοποιηθεί ως διουρητικό, εφιδρωτικό και για τον καθαρισμό του αίματος.
Συχνά, συνδυάζεται με λεμόνι για να ενισχυθεί η αντιφλεγμονώδης και αντιμικροβιακή δράση της, ιδίως σε περιπτώσεις ιώσεων με πεπτικές ενοχλήσεις.
Σημείωση: Η ρίζα κολλιτσίδας θεωρείται γενικά ασφαλής, αλλά συνιστάται η συμβουλή γιατρού ή ειδικού πριν τη χρήση της, ειδικά για άτομα με υποκείμενα νοσήματα ή που λαμβάνουν άλλα φάρμακα
Αρχαίες Πηγές:
Galenus Med., In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii
Kühn volume 16, page 838, line 1
τὸ γὰρ <λαπάς3σειν> κυρίως κενοῦν | σημαίνει, τῷ κενοῦ-
σθαι δ’ ἕπεται τό τε προσστέλλεσθαι καὶ τὸ μαλακώτερον γίνεσθαι
Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio (0716: 001)
“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed. Nachmanson, E.
Göteborg: Eranos, 1918.
Klein page 91, line 5
<λιμῶδές τι ἔχει αὐτόν>· ἀντὶ τοῦ μεγάλη τροφῆς
ἀπορία.
<λαπάςσουσαι>· μαλάττουσαι, κενοῦσαι.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) (4085: 002)
“Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 1–2”, Ed. Latte, K.
Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966.
Alphabetic letter lambda, entry 309, line 1
ὑπεσταλμένος
*<λαπάςσειν, λαπάττειν>· κενοῦν AS
*<λαπάττων>· μαλάττων (A), λαγαρὸν ποιῶν
<Λαπέρσαι>· Λαπέρσας Δίδυμος τοὺς Διοσκόρους· ἀπὸ Λᾶ
πόλεως (Soph. fr. 871)
[<λαπετεῶντι>· λάμποντι]
<Λαπήθιον>· ἡ λέξις ἀπὸ Λαπήθου πόλεως.
Πηγές:
Το Τούρκικο λεξικό Türk Dil Kurumu
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
Ιστορικό λεξικό των Ιδιωμάτων της Καππαδοκίας
mednutrition.gr/
Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
Ιωάν. Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
photo by mikuratv, https://pixabay.com