Β΄ μέρος
Θυμάμαι το κλάμα που έκανα την πρώτη φορά όταν της παρέδωσα την ορθογραφία και έβαλε την υπογραφή της και δίπλα ένα δέκα με τόνο.
«Γιατί κλαις παιδάκι μου; Τι έπαθες; Δεν έχεις κάνει λάθος. Κανένα μάλιστα και τι ωραία γράμματα! Τι βαθμό σού έβαλα;» αναρωτήθηκε μετά και με φανερή αμφιβολία ξανακοίταξε πρώτα το τετράδιο κι έπειτα εμένα μέσα στα μάτια.

Είχα σηκώσει τους ώμους αμήχανα. Την κοίταζα και η ίδια ευθύβολα στα μάτια. «Είναι δέκα με τόνο», είπε και μού το έδειξε σαν να μην το είχα δει, σαν να μην το πίστευα, γραμμένο εκεί στη γωνία της σελίδας. Πλησίασα τότε πρώτη φορά θαρρετά και της ψιθύρισα στο αυτί πως εμένα το δικό μου άριστα είναι και θα είναι για πάντα το οκτώ και την παρακάλεσα να μην μού ξαναβάλει ποτέ, μα ποτέ δέκα. Άσε που το δέκα ήταν και άσχημο, ενώ το οκτώ, τόσο τέλειο, τόσο όμορφο!
Με πόσες ξενιτιές τελικά έχω μεγαλώσει κι αλήθεια η ψυχή μεγάλωσε; Μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο όπως έλεγε η δασκάλα;
Η δασκάλα! Φορούσε γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας και μ’ εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησα. Ναι είχε μια μεγάλη γυάλινη πεταλούδα με ασημί περίγραμμα πάνω στη μύτη και μ’ έκανε αληθινά να ζηλεύω. Μπροστά η πεταλούδα και πίσω λαμπερά γεμάτα σπίθες τα μάτια της! Κι όταν λίγες μέρες αργότερα από τότε που γράφτηκα στην πρώτη τάξη του δημοτικού φόρεσα και η ίδια γυαλιά, ήθελα να είναι όπως τα δικά της.
Η κυρία Αντιγόνη ήταν η καλύτερη δασκάλα μου. Ο θαυμασμός απέραντος. Αυτός ο θαυμασμός με οδήγησε να την αγαπήσω, να την κρατήσω στο νου και στην καρδιά με τα πολύτιμα, ακριβό ορόσημο και πρότυπο ζωής. Ακτινοβολούσε, έφεγγε όπως ο φάρος. Στην ψυχή μου, τούτο το φως έφτανε για να πολεμήσει το μέσα μου σκοτάδι κι άνοιγε δρόμους εξοφλώντας τη Βαβέλ του κόσμου με λέξεις. Το λαχταρούσα κάθε φορά περισσότερο αυτό το δικό της φως. Θαρρώ πως μαζί της άρχισα να σκέφτομαι και να κρίνω, να κρίνω με επισημότητα ό,τι παρατηρούσα για πρώτη φορά βγαίνοντας από τον κόσμο της άγνοιας, χωρίς όμως να χάσουν ποτέ τη μαγεία τους οι στιγμές με τη γιαγιά Γαρυφαλλιά.
Το γέλιο της ανέμελο, γάργαρο νερό που τρέχει ν’ ανταμώσει τη θάλασσα. Ακόμη κάποιες φορές θαρρώ πως το ακούω, τρέχει για να φτάσει κι εμένα, να με παρασύρει στον ενθουσιασμό και στη χαρά της ζωής. Και τα λόγια της όμως, αισθανόμουν πως κάτι άλλο υπήρχε στα λόγια της, πως σ’ αυτά, μπορεί να κρυβότανε τελικά το νόημα όλου του κόσμου γιατί θα το είχε μάθει στα πολλά βιβλία. Είχε επομένως αυτά που ήθελα να μάθω.
Κοντά της, στο αντιφέγγισμα της ψυχής, το θέαμα του σύμπαντος γινόταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Τις πρώτες μέρες άκουγα ό,τι έλεγε, χωρίς να μιλάω. Αποξεχνιόμουν στα χείλη της. Έλεγε πιο ωραία από τη γιαγιά μου και τα γράμματα ένα – ένα ξεχωριστά και τις λέξεις. Άσε που μας είχε πει πως ήταν αλαφροΐσκιωτη και χάρηκα διπλά, όταν την ίδια εκείνη μέρα ρωτώντας τη γιαγιά τι σημαίνει αυτή η καινούρια λέξη μου είπε: «Έχει δηλαδή μάτια να βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν και αυτιά να ακούει όσα δεν θέλουν ν’ ακούνε. Ξέρει πού σεργιανούν τη νύχτα οι Νεράιδες και σε ποια φεγγισμένα νερά λούζονται οι Ξωτικές» και μετά από μια παύση και δυο γουλιές νερό, «ακόμη και την περπατησιά τού ανέμου μπορεί να ξέρει να διαβάζει η δασκάλα σου, τυχερή», συμπλήρωσε.
Της κυρίας Αντιγόνης δεν της πολυάρεσε να κάθεται στην έδρα, όχι. Προτιμούσε να χάνεται ανάμεσά μας και πολλές φορές έσκυβε πάνω από τα κεφάλια μας για να αγκαλιάσει τους ώμους μας, ή να μας ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Κι αν έβλεπε τα κορδόνια των παπουτσιών μας λυτά, έσκυβε να μας τα δέσει και μετά, αφιέρωνε χρόνο στο διάλειμμα για να μας μάθει να τα δένουμε μόνοι μας. Και μας πρόσεχε κι έπαιζε μαζί μας. Κι όταν κάποιος δεν έφτανε ν’ ανοίξει τη βρύση για να πιεί νερό, τον σήκωνε εκείνη στα χέρια της με τόση αγάπη.
Το χρώμα της φωνής της άλλοτε με ταξίδευε κι άλλοτε με νανούριζε, αυτό αγωνιζόμουν να κρατήσω, να γίνει δικό μου, να μπορώ να το ακούω στον ύπνο και στον ξύπνιο μου.
Στα πρώτα μου παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς είχα πάντα τον ρόλο της δασκάλας. Φορούσα και τα γυαλιά, μού έδιναν άλλον αέρα, ένα κύρος, σίγουρα έκαναν τον ρόλο μου σπουδαιότερο. Καμάρωνα!
«Καλημέρα παιδάκια», έλεγα κι ας ήταν σούρουπο, εμένα η καλημέρα της δασκάλας μού άλλαζε τη διάθεση, μ’ έκανε χαρούμενη, έκλεινα για λίγο τα βλέφαρα κι ένιωθα τη δική της φωνή κοντά μου και την ανάσα της βεβαίως και βιαζόμουν να προσθέσω με ύφος «σήμερα αγαπημένα μου παιδάκια θα μάθουμε το άλφα!»
Μού άρεσε και το περίεργο είναι πως τόσο πολύ άρεσε και στα παιδιά και τόσο χειροκροτούσαν την παράσταση που μ’ έκαναν να αισθάνομαι μια μικρή κυρία Αντιγόνη. Τα παιδιά της γειτονιάς, ο Βασίλης, η Κατερίνα, η Αννούλα, ο Δημήτρης, ο Μπάμπης, ο Μανώλης, η Δέσποινα, η Μαρία, η Ρηνιώ, η Πόπη, ο Νίκος, η Σοφία, η Σωτηρία, ο Λεωνίδας, η Γεωργούλα, η Μαρία, η Μαριάννα, η Ελένη.
Απ’ αυτό το σύθαμπο τού νου ξεπετιούνται εικόνες. Λαχταρίζει ξανά και ξανά η ζωή και η Ζωή, και σκοντάφτει πάνω στα χαλίκια τού χρόνου, πότε στην πυράδα τού ήλιου που ανατέλλει στο ένα μάτι και πότε στην παγωνιά τού χειμώνα που βασιλεύει στο άλλο. Κομπιάζουν οι σκέψεις, οι λέξεις, από συγκίνηση, ναι από συγκίνηση κι όχι από τίποτα άλλο, ώρες που τα μικρά χορτάρια αχνίζουν ευγνωμοσύνη, στιγμές που μετρούν τα πουλιά με το κελάηδημα τους, κάτι μεσημέρια που οι ασβεστωμένες αυλές θαρρείς μαζώνουν όλες τις αχτίδες του ήλιου, κάτι βεγγέρες που η μυρωδιά τού γιασεμιού αναμερίζει τα παραπετάσματα τής λήθης και καρπίζει η μεγάλη ανάγκη τής ψυχής.
Με τα όνειρα μισεύω, ανοίγω πανιά γι’ αλλού. «Να ονειρεύεσαι» μού ’λεγε «να περιμένεις το καλό που δεν ήρθε ακόμη, μα υπάρχει στο δρόμο σου, υπάρχει. Κλείσε τα μάτια να το ακούσεις, βήματα ανάλαφρα βελούδινα ή όπως οι σταγόνες τής σιγανής βροχής στα κεραμίδια, τσιν, τσιν, τσιν, τσίνορα», δάκρυα στα τσίνορα, σταλαγματιές ασημένιες. Έκλεινα τα μάτια κι ένιωθα από όλα πιο πολύ τη βροχή, εκείνη που θα ερχόταν γιατί «κάτι που υπάρχει έρχεται, φτάνει να έχεις υπομονή», λόγια τής δασκάλας που κατέληγαν πάντα στο «να θυμάσαι, η ζωή ένα θέατρο είναι, ένα παιχνίδι για όλους, όλους μας χρειάζεται αυτή η παράσταση για να πετύχει».
Τα μάτια μπορεί να χάνονται στα βαθιά τής μνήμης μα ευτυχώς δεν βλέπουν τέρατα. Αντικρίζουν εκείνες τις μικρές παραστάσεις ζωής στην αυλή τού δημοτικού σχολείου Τζερμιάδων που κανείς δεν περίσσευε. Όλοι είχαμε έναν ρόλο και όλοι, τι μαγεία αλήθεια, είχαμε πιστέψει πως εμείς ήμασταν οι πρωταγωνιστές και τραγουδούσαμε. «Να τραγουδάτε, πάντα να τραγουδάτε κι ας μην υπάρχει κανείς να σας ακούσει, χαμηλώνει ο ουρανός κι ακούει, να τραγουδάτε, η ζωή είναι και τραγούδι», ωραία τα λόγια της.
Μια φορά, με είδε που καθόμουν σ’ ένα πεζούλι κάτω από τη μηλιά τού κήπου κι έκλαιγα. Ήρθε κοντά μου. «Τι ωραία που κλαίς!» Θαύμασε και μού ζήτησε ένα μόνο δάκρυ να το κρατήσει στο μαντηλάκι της φυλακτό γιατί εκείνη είχε ξεχάσει πώς κλαίνε. «Μπράβο, τα δάκρυα καθαρίζουν τα μάτια κι αφήνουν το παράπονο της ψυχής να πετάξει ψηλά με τα πουλιά και τα σύννεφα, μετά γίνεται βροχή και ξεδιψά η γη κι εμείς πλατσουρίζουμε στο δρόμο και γελάμε δυνατά, έτσι λένε τα βιβλία πως συμβαίνει… » τόνισε τις τελευταίες λέξεις αργά – αργά. Και τάχα μου, δεν την ένοιαζε και πολύ να μάθει γιατί έκλαιγα, ήθελε όμως να της μάθω ξανά από την αρχή, αυτή την ακριβή τέχνη τού να δακρύζεις κι όσο της έλεγα πως τα δάκρυα υπάρχουν στην καρδιά και από εκεί ανοίγει ένα παραθυράκι και βγαίνουν – για να μη σπάσει η καρδιά μας εννοείται- , κι έτσι φτάνουν στα μάτια, φτάνει να υπάρχει μια αιτία και μια αφορμή, όπως έλεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά, εκείνη έκανε πως έκλαιγε και το έκανε τόσο μα τόσο αστεία που μ’ έπιασαν τα γέλια.
Με κράτησε αγκαλιά λες και με νανούριζε: «Μάτια που εύκολα γελούν κι ύστερα πάλι κλαίνε/αυτά μ’ αρέσει ν’ αγαπώ γιατί κακό δε θένε». Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι γελούσα πια πολύ δυνατά, «μάτια μου ψιχαλιστά εσύ, εσύ είσαι η ακριβή μου μαθήτρια» ψιθύρισε μυστικά και τότε είδα βουρκωμένα τα δικά της. Νόμισα πως στενοχωρήθηκε επειδή δεν ήξερε γιατί έκλαιγα. Ένιωσα κάπως παράξενα, αμφιταλαντεύτηκα μα στο τέλος, ανέβηκα πάνω στο πεζούλι για να φτάσω το αριστερό της αυτί , – αυτό μόνο ξέρει ν’ ακούει τα μυστικά- και για να μην έχει τύψεις, «δεν φταίτε εσείς κυρία που τα γράμματα είναι μόνο είκοσι τέσσερα και οι λέξεις που φτιάχνουν έχουν μέτρημα, ενώ οι αριθμοί δεν τελειώνουν ποτέ, δεν φταίτε που υπάρχει αυτό, το αμέτρητο, το… » κόμπιασα, ούτε τι ήταν καταλάβαινα, ούτε ήθελα να το λέω.
«Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και είναι τόσο κακό ώστε να χαλάει τη ζαχαρένια σου;» Με ρώτησε κι εκείνη το ίδιο μυστικά στο αριστερό αυτί; «Αυτό το, το… , που μας είπατε στην αριθμητική την προηγούμενη ώρα, που δεν πειράζει κι αν δεν θα το θυμόμαστε αύριο, που θα το μάθουμε καλά όταν μεγαλώσουμε, που το ξέρει ο ξάδελφος μου ο Ζαχαρίας γιατί πηγαίνει στο γυμνάσιο, που το λένε… ». Κόμπιαζα να το πω, δεν ήμουν και σίγουρη ότι το θυμόμουν σωστά. Ξανάφερα την εικόνα της στο νου όταν έλεγε τους αριθμούς «ένα, δύο, τρία… οκτώ, είκοσι, εκατό, χίλια, χίλιες χιλιάδες και πιο πολλές χιλιάδες, όσες και οι τρίχες στα κεφάλια μας κι ακόμη πιο πολλές, οι αριθμοί δεν τελειώνουν όπως οι λέξεις, τους αρέσει να μπερδεύονται πιο πολύ μεταξύ τους και φτιάχνουν κι άλλους αριθμούς, καινούριους μέχρι το άπειρο, οι αριθμοί είναι περισσότεροι από τις λέξεις», μετά είχε πει κι άλλα πολλά, ακόμη πιο ακαταλαβίστικα, έτσι μού είχαν φανεί κι εκείνο το «περισσότεροι από τις λέξεις», μαχαιριά στην καρδιά. Ήθελα πολύ να φωνάξω βοήθεια! Το άπειρο είχε γίνει σκοτεινό, όπως το λευκό διπλό παραβάν που χώριζε στη μέση τις αίθουσες κι εκεί μέσα έκλεινε ο διευθυντής του σχολείου τα παιδιά που ήθελε να τιμωρήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, «το άπειρο κυρία…», αναστέναξα με παράπονο, «αυτό το άπειρο δεν το αγαπώ, το φοβάμαι, θέλω όλα να τελειώνουν κάπου… Όπως τελειώνει το βάζο με το γλυκό τού κουταλιού και το νερό στο ποτήρι, έτσι απλά να τελειώνουν και οι αριθμοί».
Χαμήλωσε και με κοίταξε. Γλυκό βλέμμα, γεμάτο καλοσύνη. Η ήρεμη ματιά της, είχε καταφέρει να νικήσει την αγωνία μου. Είχε καταλάβει η δασκάλα, όλα τα είχε καταλάβει. Έβγαλε τα γυαλιά και τα κράτησε στο χέρι της. Μηχανικά και μιμητικά έκανα το ίδιο με τα δικά μου γυαλιά. Κοιταχτήκαμε ξανά, μύτη με μύτη. Αστείες ήμασταν σίγουρα και οι δυο. Πήραμε μαζί ανάσα βαθιά και πιο βαθιά κι ακόμη πιο πολύ, όπως φουσκώνουν τα βατραχάκια την κοιλιά τους και μετά ξετρελαίνουν τον κόσμο με τις φωνές τους.
«Άκου τώρα, θα σού πω μια μικρή ιστορία και δεν θα σε απασχολήσει άλλο το άπειρο, μόνο όταν μεγαλώσεις και θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές», τα λόγια της χάδι στο πρόσωπο. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά, το ίδιο έκανα κι εγώ. Μετά από μια σύντομη παύση άρχισε να λέει: «Το άπειρο, μα το άπειρο είναι το μακρινό καταφύγιο της αγάπης. Εκεί την πηγαίνουν οι αριθμοί κι από εκεί την καλούν πίσω οι λέξεις, κάποιες λέξεις. Μη φοβάσαι κοριτσάκι. Το άπειρο, είναι ένα οκτώ που κάποτε γλίστρησε από τον ουρανό σ’ ένα περαστικό σύννεφο γεμάτο πανσέδες κι από τότε όλο ταξιδεύει, από ουρανό σε ουρανό για να μας φυλάει, γι’ αυτό και δεν θα κοιμηθεί ποτέ, ούτε στην αιωνιότητα. Κατάλαβες; Είναι μια άλλη αρχή Ζωή, στο άπειρο ξεκινούν όλα από την αρχή, εκεί γεννιέται και το φως. Όταν γίνεις μεγάλη, θα θέλεις κι εσύ να το ταξιδέψεις αυτό το άπειρο και θα το κάνεις με λέξεις, αύριο όμως, αύριο, όταν θα γίνεις μεγάλη γυναίκα είπαμε. Και τώρα γύρνα την πλάτη σου, να σού ζωγραφίσω στους ώμους δυο φτερά και να δεις που αύριο, αύριο θα φυτρώσουν γιατί υπάρχουν, να εδώ, εδώ… » Και μού ζωγράφισε στους ώμους ένα γερμένο οκτώ, σαν αυτό που είχε γλιστρήσει από τον ουρανό στο σύννεφο…
Γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό γυρνώντας την παλιά ανέμη της γιαγιάς όπως την άφησε, με τις άσπρες και τις κόκκινες κλωστές τού αργαλειού και το κουβάρι μισομαζεμένο. Η Ανατολή μού χαρίζει το ίδιο φιλί και η Όστρια διπλώνει τα όνειρα μέσα στα φύλλα τού αναγνωστικού, σελιδοδείκτες της μικρής Ζωής. Όταν η δασκάλα ρωτά γιατί είναι τόσο φουσκωμένη η σάκα μου, της απαντώ πάντα χαμογελώντας: «Έχει πολλά όνειρα κυρία, πολλά» και περιμένω να με κοιτάξει στα μάτια και να μού πει: «Τα όνειρα είναι βρόχινο νερό στις άνυδρες ψυχές». Δεν με νοιάζει που δεν καταλαβαίνω τη σημασία που έχουν τα λόγια της, μού φτάνει που την ακούω, που την αισθάνομαι, μού φτάνει που θα μού αφιερώσει λίγα λεπτά και θα με ρωτήσει με ενδιαφέρον: «Τι καινούριο λέει η γιαγιά Γαρυφαλλιά σήμερα;»
Συνεχίζεται…
















































