Το σπίτι χαμηλοτάβανο. Μάνα, πατέρας, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, γιαγιά και παππούς.
Όλοι κάτω από ενάμιση μέτρο ύψος. Φτιάχτηκαν έτσι για να χωράνε.
Δυό ράντζα στο δωμάτιο
δυό στρώματα στο άλλο
-απ΄ότι πρόλαβε να δει-
ένα νοβοπάν για τραπέζι
-μπορεί κάποιος να κοιμάται εδώ, σκέφτηκε-
κι άδειο παντού
-ψύχρα κάνει, είπε-
Το ζαβό αγόρι. Δεν γράφει το όνομα του, ούτ’ αυτό…Παντελής…ετών 12.
-θα τα καταφέρεις Παντελή…θα σε βοηθήσω..
Μια γκριμάτσα όλο συμφωνία και χαμόγελο ετούτος.
Το κορίτσι φευγάτο… λέγαν πως βγήκε σωστό – το λάθος είν’ τ’ άλλο…λέγαν…-
το στέλνει η μάνα στο χορό το κορίτσι, δωρεάν μαθήματα μετά το σχολείο κι απόψε έχει την παράσταση στο Γυμνάσιο.
- μας λένε σκλάβους, λέει.
Η μάνα δεν αφήνει πουθενά αποσιωπητικά.
Πρέπει εσύ δασκάλα γυναίκα, να το βοηθήσεις. Εγώ δεν ξέρω τα γράμματα.
Η νεαρή δασκάλα κρυώνει περισσότερο, τα χέρια ιδρωμένα περισσότερο.
Στο μέτωπο μικρές ρυτίδες στάζουν. Περισσότερο.
- Να τον δω…να φέρει τα βιβλία του.
Σίφουνας ο Παντελής μαζί με τα βιβλία να πέφτουνε στα πόδια της.
- Κάτσε, του λέει…ξεκινάμε με την πράξη της πρόσθεσης.
Δυό, τρία, τέσσερα κι άλλα νούμερα χορεύουν στο χαρτί. Το παιδί σαστίζει. Γράφει ένα κουλούρι στο πάνω μέρος της σελίδας.
- Πες μου…τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις…τι ονειρεύεσαι;
Φτιάχνει ένα μηδέν ολόκληρη σελίδα κι ύστερα μουτζουρώνει…μουτζουρώνει…
Πιάνει μια σιγανή βροχή έξω και δυναμώνει.