Ο δικός μου πατέρας, δεν είχε φωνή. Άκουγα τη φωνή του σαν ακατάστατο παιδικό κρεβάτι, μόνο όταν έπαιζε πρέφα. Μόνο τότε χτυπούσε με αποφασιστικότητα το χέρι στο τραπέζι κάνοντας φανερό πως αυτό ήταν που τον αφορούσε, τα χαρτιά, το παιχνίδι, ο τζόγος… Ορφανός από μάνα. Και από παιχνίδια… Ποιος ξέρει τι άμυνες χτίστηκαν γύρω από τα βρεφικά μάτια, τείχη που έμειναν και στην ενήλικη ζωή κι άπλωσαν τα πλοκάμια τους μέσα στο χωροχρόνο. Παρασιτικά φυτά που ξεκίνησαν ντροπαλά από το χώμα και σε μερικούς μήνες θέριεψαν κι έγιναν η γιγάντια φασολιά του Τζακ.
Μέσα από το πυκνό φύλλωμά τους, ήλιος δεν μπαίνει μήτε φωνή μπορεί να ακουστεί. Μόνη ελπίδα το τσεκούρι. Τι χέρια όμως να σηκώσουν το βάρος της κοφτερής λεπίδας; Δεν είναι χέρια άντρα, είναι τα αδύναμα χεράκια παιδιού. Ενός αγοριού που δεν βρήκε, ούτε έψαξε, τον δρόμο προς την ενηλικίωση, που τώρα πια – στα γεράματα – γυρνά στους δρόμους της γειτονιάς και ψάχνει – για τι ακριβώς; – μέσα σε κάδους ανακύκλωσης και σκουπιδιών.
Από την άλλη, η φωνή της μάνας. Πάντα τσιριχτή, απόλυτη, κατσαρή σαν να τη διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα, απωθητική, μαινόμενη κι αμυνόμενη. Κοφτερή όπως το στομωμένο μαχαίρι της κουζίνας που έχει ξεμείνει στο συρτάρι. Μα είναι αλήθεια, τα στομωμένα μαχαίρια πονάνε πιο πολύ όταν προσπαθείς να μπήξεις βαθιά τη λεπίδα τους στη σάρκα.
Να σου όμως, καθώς οδεύεις προς την έξοδο από το μαρμαρωμένο δάσος, ανοίγεις το στόμα να μιλήσεις και αίφνης δεν αναγνωρίζεις τη δική σου φωνή, να που ξεπετάγεται πάλι μια ξένη φωνή, αυτή του μεγάλου αδελφού. Πετάγεται επιτακτικά, να επιβάλλει και να επαναφέρει στην τάξη, πριν καν ξεμυτίσει η πρώτη νότα από τη δική σου μελωδία. Μαλώνεις τον εαυτό σου για μια ακόμη φορά, το έχεις μάθει καλά αυτό, α βέβαια, είναι γερά καλουπωμένο στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή σου, άντε να βγάλεις τώρα μία προς μία τις ατσαλόπροκες , πού να βρεις τα κατάλληλα εργαλεία, πιο εύκολο είναι να τα αφήσεις στη θέση τους και να συνεχίσεις αυτό που τόσα χρόνια έκανες: να σε αγνοείς. Περίεργα και βροντερά ηχεί αυτή η φωνή… Δεν είναι καθόλου τυχαίος άλλωστε ο ρόλος που του έχει ανατεθεί από τους γονείς-σκηνοθέτες: ανελέητος συμπρωταγωνιστής, δεύτερος πατέρας, δεύτερη μητέρα, «βασιλικότερος του βασιλέως» ώστε να συνθλιβεί όποιο περιθώριο διαφυγής από τη φυλακή της μικροαστικής ή μεγαλοαστικής οικίας. Βig brother ή Βig sister, με ερπύστριες!
Έρχεται στην επιφάνεια αυτή η φωνή, εσύ την ανασύρεις από το βυθό που είχε κατακαθίσει βολεμένη, την αναγνωρίζεις όμως ως μη δική σου πια, ως ξένη, αυτή η φωνή δεν χωράει άλλο μέσα σου. Έχει μεγαλώσει η ψυχή σου, δεν χωράει στο στενό δυαράκι που την στρίμωξαν, τα όνειρά της διεκδικούν το ρετιρέ, τον ουρανό με τ’ άστρα, γιατί όχι, αρκετά δεν έζησε στα υγρά και γεμάτα δυσοσμία υπόγεια; Tώρα έμαθες να μιλάς τη δική σου γλώσσα, ας πάνε στο καλό οι άλλες φωνές, ας επιστρέψουν ζαρωμένες στον αποδέκτη τους, εσύ έχεις το δικό σου καράβι να πλοηγήσεις, τις θάλασσες που περίμενες να αρμενίσεις τόσο καιρό…
Τώρα καταλαβαίνεις το λόγο που σε συγκινεί η ποίηση του Καββαδία. Κομμάτια δικά σου βρίσκεις στους στίχους, κρυφά κι ανομολόγητα, καταχωνιασμένα σε γωνιές λησμονημένες, σε μπαούλα με σκουριασμένες κλειδαριές. Έρχεται αργά ή γρήγορα όμως το αβίαστο αεράκι της ποίησης, να διευρύνει τις χαραμάδες για να φύγει η οσμή της μούχλας, να δροσιστούν σαν λευκά πουκάμισα οι πληγές και να απολυμανθούν, να στεγνώσει το πύον από τον θαλασσινό αέρα, το ιώδιο και το αλάτι…
photo by jarmoluk, https://pixabay.com