Η σκουριά μαδάει τα σεντόνια·
Τα μύδια που ζουν μια Πλειστόκαινο
σε ένα αστικό λεωφορείο
μυρίζουν
τη θάλασσα που μεταφέρουν
τις αποικίες στη Νέα Πέραμο
ένα κορίτσι που ίδρωσε για πρώτη φορά·
το κορμί της έπειτα από χρόνια
προτού τη νεκροπλύνουν.
Ένας διάδρομος φορτοεκφόρτωσης
λαμαρίνα στραντζαριστή
εργατάκια
παλιοπάπουτσα στραβοπατημένα
λίπος πηχτό
που κολλούσε στη θάλασσα
αδένες ελαφιού
σπρώχναμε εκεί τα βαρέλια προς τις λάντζες
όπως σπρώχναμε τη ζωή
όπως σπρώχναμε
μέχρι να μας βγει το λάδι
τώρα που περνάω απ’ τη μαρίνα
βλέπω
πριν να ανεβούν στο ντεκ
βγάζουν τα λόουφερς.
Ο Θόδωρος καθώς έβηχε με τα Όσκαρ
έλεγε για τη μάνα του
πως την είχε δαγκώσει ένα μουλάρι
όταν ήταν έγκυος στη Μυρτώ,
μόλις που είχαν δώσει τον μικρό για παραπαίδι·
σχεδόν μεσήλικες
εργάτες γης
δίχως στον ήλιο μοίρα·
η μάνα του
ακόμη
βγαίνει μέσα από τα χέρια του
τις νύχτες
και τον χτενίζει·
ξημερώνει
τρύγος και πουλί
και στα πεύκα σφίγγει το ρετσίνι·
μέχρι να βρεθούμε
μεγαλώνουμε ανάποδα
σαν σταγόνες
που ανεβαίνουν
και με την τριβή
ξεφορτώνονται το νέφτι τους._
















































