Ποίημα του Δημήτρη Συμεωνίδη
Στη Σαλαμίνα, όπου η θάλασσα θρηνεί,
κι ο αέρας ψιθυρίζει αρχαίες τραγωδίες,
ζούσε μια κόρη, σκληρή σαν το χειμώνα,
η Αναξαρέτη — λευκή, ψηλή, αλύγιστη,
μα τα μάτια της και την καρδιά κρύα σαν
ατσάλι.
Κι ο Ίφις, νέος φτωχός, με καρδιά φλογισμένη,
την αγάπησε σαν μάργαρο, σαν θεά,
μα η κόρη γέλασε, κι έσμιξε τα χείλη,
«Μη τολμάς, φτωχέ, να ελπίζεις σε μένα!»
Έγραψε επιστολές με δάκρυα και φωτιά,
στέλνοντας τες με χέρια δούλων κρυφά,
μα η απάντηση της ήταν σιωπή —
σιωπή βαριά σαν πέτρα στο στήθος του.
Μια νύχτα, μ’ ένα σχοινί και μία δοκό,
έκλεισε το μάτι του κι έφυγε σαν ομίχλη,
χτυπώντας η πόρτα της με το νεκρό του σώμα,
σαν να λέει: «Δες με τώρα, αν τολμάς!»
Κι όταν άνοιξαν, η φρίκη ξετυλίχτηκε,
μα η Αναξαρέτη, αψηφώντας τον θάνατο,
ανέβηκε ψηλά να δει τον εχθρό της νεκρό —
μα οι θεοί δεν γελούν με τέτοια περηφάνια.
Τα μάτια της πάγωσαν, το αίμα της έγινε πέτρα,
και η καρδιά της, που ποτέ δεν χτύπησε,
τώρα είναι άγαλμα — μαρμάρινο, ακίνητο,
να θυμίζει στον κόσμο τι κάνει η σκληρότητα.
Κι ο Ίφις; Αυτός κοιμάται στη μνήμη των ανέμων,
ενώ η Αφροδίτη, σε ναό της Σαλαμίνας,
κρατάει ακόμα το πρόσωπο της κόρης πέτρινο,
για να ρωτούν οι περαστικοί: «Γιατί έγινε έτσι;»
Μια ιστορία παλιά, μα πάντα καινούργια —
γιατί η αγάπη, όταν σκοτώνεις την,
γυρίζει σαν σκιά, σαν φάντασμα, σαν μνήμη,
και η πέτρα που σφίγγεις, στο τέλος, θα σε πνίξει.
Ο Μύθος
Νέα ευγενικής καταγωγής, απόγονος του Τεύκρου, από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Σύμφωνα με το μύθο, την αγάπησε παράφορα ο Ίφις, ένας νέος ταπεινής καταγωγής κι επειδή εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, ο νέος αυτοκτόνησε έξω από την πόρτα της. Η θεά του έρωτα Αφροδίτη τιμώρησε την Αναξαρέτη, όταν η τελευταία έσκυψε από το παράθυρό της για να χλευάσει το νεκρό νέο την ώρα της κηδείας του, μετατρέποντάς την σε πέτρινο άγαλμα. Ο Οβίδιος, στις Μεταμορφώσεις του (XIV, 698 κ.ε.) αναφέρει το μύθο και προσθέτει ότι στο ναό της Σαλαμινίας Αφροδίτης υπήρχε το άγαλμα της «Αφροδίτης Παρακυπτούσης» (Venus Prospiciens) που είχε σχέση με αυτό το μύθο. Σχετικές παραλλαγές του μύθου αναφέρονται και από τους Ερμησιάνακτα (παρ’ Αντ. Λιβερ. 39) και Πλούταρχο (Ερωτ. 20).