Κάποτε ανθισμένο το σώμα,
σάρκα απαλή, ρόδινη,
τώρα, μια υγρή ομίχλη
διατρέχει το πρόσωπο
ο σπασμός
στη φλέβα του λαιμού
ειρωνικό πολύ, να καλεί,
έναν σταυρωμένο θεό ή έρωτα
σε τοπίο άνυδρο πια.
Τώρα, στην παραζάλη τού ονείρου,
χλευάζοντας η παπαρούνα
την πρώτη εκείνη όραση,
ρούχα δεσμά
κι όχι αιώνια φυλλώματα
τώρα, ένας μαύρος σταυρός
στην καρδιά απόμεινε
τώρα, έσχατη φορά,
με καινούργια μορφή απειλεί, ικετεύει,
παραδίνεται,
στη λιτανεία της βροχής
να διαλυθεί, πηλός,
δώρο στη γη.
Αγκυλωμένα χέρια, σκουριασμένα καρφιά,
Μεγαλοβδόμαδο,
τα μάτια σχισμές, οικτίρουν νυχτερίδες,
οι ίριδες
αρμέγουν από τις πληγές το φως
το στόμα απαγγέλει ονόματα,
κάποια δανεικά,
προσευχές, ξεχασμένα στιχάκια
λέξεις ξεκλείδωτες.
Θλιβερά τα βλέμματα
ακολουθούν
τα πρωινά φαντάσματα
πίσω από τις βαριές κουρτίνες,
όσο ο λυγμός παρασύρει την ψυχή
αφουγκράζεται εξαπτέρυγα κύματα,
θαρρείς προαισθάνεται
την αγία τέφρα
των ηφαιστείων του Αιγαίου,
θαρρείς μια υπόγεια θύελλα
ζεστή, την καλεί
στην εξουσία της νοσταλγίας
σε τιμή ευκαιρίας η ελπίδα.
Ακούγοντας
ξεπεσμένους αγγέλους να γελούν,
έξω, στον κήπο
με τα κυπαρίσσια και τις λεμονιές
εκεί που είχε εξορίσει τις αναμνήσεις της,
τώρα οι άτακτες σκέψεις
νιόβγαλτες ίριδες
σε ώρες σκοτεινές
αποκτούσαν δικαίωμα,
ανοιχτά στον κατήφορο,
κόντρα
στην τόσο τακτική ζωή της
με τη μεθυστική μονοτονία τής βρύσης
που στάζει παράπονα
πάνω στο άδειο φλυτζανάκι του καφέ
με τη στιλβωμένη χρυσή γραμμή
στο φινίρισμα
και τη ραγισματιά στο πλάι.
«Με-λί-μνει-α», ψιθύρισε το όνομά της,
σχεδόν συλλαβιστά,
μ’ ένα κόμπο στο λαιμό,
ως να το πρόφερε λάθος
ως να μην το γνώριζε,
εδώ, με τη μοσχοβολιά του λεμονανθού
και την αλισάχνη
να χτενίζει τα ματόκλαδα
τα κέρδη μιας ζωής, στο πεζοδρόμιο,
εδώ και η πέτρα η χιλιόχρονη
στο χείμαρρο του Άδη,
σε σχέση
αγαπητική με τον ορθάνοιχτο ουρανό,
μαύρα πουλιά,
σύμβολα από παλιές περγαμηνές
και πεταλούδες άχρωμες
στο τρέμισμα της Όστριας,
«Με- λί-μνει –α», ξανά και ξανά
συλλαβιστά, ασκλάβωτη η ομορφιά
εναντιώνεται, φρόνιμη και αγία,
εδώ, η εγκαρδιότητα
της ήμερης χαράς,
ανάγνωση με άλλους κανόνες
ζωή και θάνατος
πρόκαμες να μάθεις
παρηγοριές και συμφορές
σμιχτά με τις αλήθειες.
Γυρίζει η ανέμη στην εύθραυστη αρχή
τινάζοντας την πρόστυχη σκόνη
απ’ τα πέτα του καιρού,
μύρισε πάλι
το αρχαίο πεπρωμένο
λιβάνι μαρτζουβί κι ανάσταση.
Λαλίστατη η αγάπη
θνητή κι αθάνατη,
σελιδοδείχτης το Μεγαλοβδόμαδο,
εδώ, στη θωπεία του χρόνου,
μετράς τα τελευταία βήματα
με μια χαρμολύπη,
χρέος κι η θανή,
κι όμως,
με όλα τα πάθη, παράσημα,
αρμονισμένα
η φιλία ριζώνει με το φίλημα
στις κορφές Μελίμνεια,
στις κορφές
καινούργια Μοίρα τούτη η άνοιξη
προφητική, μυρτιές γεμάτη,
λύνει τους κάβους.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 14 Απρίλη του 2025
photo SpencerWing, https://pixabay.com