Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες
ΜΕΡΟΣ 1
Επιστροφή στην πατρίδα
Τα δύο αδέρφια ήταν πολύ μικρά για έναν τόσο μεγάλο ταξίδι, από την Κάλυμνο προς τη Ρωσία. Ο μεγαλύτερος είχε μόνο μια τάξη ακόμα για να τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο, αλλά ο μικρότερος μόλις είχε βγει από το δημοτικό σχολείο. Δεν υπήρχε όμως άλλη επιλογή, η μητέρα τους είχε χηρέψει και δεν είχε τα μέσα να τους θρέφει και έπρεπε να φτάσουν στον μεγάλο τους αδελφό τους στο εξωτερικό, πριν τελειώσουν τα χρήματα.
Δεν μπορεί κάποιος να φανταστεί τις δυσκολίες αυτού του ταξιδιού. Ήταν δύο ανήλικοι, Έλληνες μα με Ιταλικό διαβατήριο λόγω της κατοχής των Δωδεκανήσων, που ταξίδεψαν μέσα από τα ταραγμένα νερά της Τουρκίας και της Ελλάδας, από την εχθρική Βουλγαρία ως την κρύα αγκαλιά του λιμανιού της Οδησσού. Δεν είναι γνωστό τι είδους έγγραφα, τι είδους επαφές και τι είδους πληρωμές χρειάστηκαν. Αλλά είναι γνωστό ότι το ταξίδι ήταν επιτυχημένο και οι δύο αδελφοί έφτασαν στον μεγάλο αδελφό, ο οποίος τους έμαθε την τέχνη της κατασκευής υποδημάτων -την τέχνη της παντόφλας.
Κατασκεύαζαν παντόφλες, όχι αυτές που συνήθως φορούν οι άνθρωποι μέσα στο σπίτι στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά αυτές που ήταν κατάλληλες για εξωτερικές εργασίες και για χιόνι. Παντόφλες με γούνα μέσα, σαν αγροτικά παπούτσια. Τα μικρά τα παιδιά δουλεύανε και ό,τι βγάζανε το ακουμπούσανε στον μεγάλο και αυτός μάζευε λεφτά. Αυτό κράτησε όσο ζούσε ο Τσάρος.
Όταν οι ξένοι εκδιώχθηκαν από τη Ρωσία, το 1918, αφού οι Μπολσεβίκοι ανέλαβαν την εξουσία και σκότωσαν τον Τσάρο, όλοι οι αδελφοί επέστρεψαν. Τα μικρά πήγαν στην Αθήνα, στην Ελλάδα, όπως λέγανε τότε, επειδή τα νησιά δεν είχαν ενωθεί ακόμα με την Ελλάδα. Είχαν μεγάλη λαχτάρα να ζήσουν στην πατρίδα τους, την Ελλάδα, είχαν μια νοσταλγία για αυτό το μέρος που δεν είχαν γνωρίσει.
Ωστόσο, ο μεγάλος αδελφός επιθυμούσε να επιστρέψει στην Κάλυμνο, να δει τη σύζυγο και τα παιδιά του. Εκείνη την εποχή, οι άνδρες έφευγαν από το νησί μόνοι τους, δεν πήγαιναν μαζί με τις οικογένειές τους, απλά τους έστελναν χρήματα. Παρόλα αυτά, τις επόμενες δεκαετίες και τα τρία παιδιά του μεγάλου αδελφού δε θα απέφευγαν το κάλεσμα της Αθήνας, αφού ήταν η κύρια πόλη που συγκέντρωνε Έλληνες και τους υποσχόταν εκπαίδευση, εργασία και μέλλον. Ίσως ο μεγάλος να μπόρεσε και να το προέβλεψε αυτό και γι’ αυτό αγόρασε ένα σπίτι στην Αθήνα με τα χρήματα που είχε κερδίσει, ένα ποσό που δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Είπε στα μικρότερα αδέλφια του να ζήσουν στο ένα δωμάτιο του σπιτιού, να νοικιάσουν το άλλο δωμάτιο και να του στέλνουν τα χρήματα στο νησί.
Εγκαταστάθηκαν κάπου που μπορούσαν να βλέπουν την Ακρόπολη, στον Νέο Κόσμο. Ήταν κοντά στην Πλάκα, το μέρος που μάζευε όλους τους νησιώτες, οι οποίες έχτιζαν λευκά σπιτάκια με μεγάλα πλακόστρωτα σοκάκια που τους θύμιζαν τα μακρινά τους σπίτια στα νησιά. Στο κέντρο της Αθήνας θα μπορούσαν όλοι να κάνουν το εμπόριό τους και να εξασφαλίσουν τον βιό τους. Εγκαταστάθηκαν στη μεγάλη πόλη, στην καρδιά της Ελλάδας, της για τόσο καιρό ποθητής πατρίδας τους, αυτή για την οποία διδάσκονταν στο σχολείο και συζητούσαν με τις οικογένειές τους όταν τρώγανε μαζί.
Τα μικρά είχαν φτάσει στην Αθήνα με τις τσέπες τους σχεδόν άδειες. Είχαν μεν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, αλλά πολύ λίγα κέρδη από την εργασία τους μαζί τους. Τα χρήματά τους ήταν ρούβλια, που πλέον δεν γίνονταν δεκτά. Μετά τις επαναστάσεις, η αξία των ρουβλίων είχε πέσει, η ρωσική νομισματική μονάδα είχε εξευτελιστεί. Με αυτά τα λεφτά όμως, άνοιξαν ένα κατάστημα και ξεκίνησαν να εργάζονται μαζί, κάνοντας την τέχνη τους. Μόνο που την τροποποίησαν λίγο και την έκαναν πιο εξευγενισμένη. Αφαίρεσαν τη γούνα από τις παντόφλες, άλλαξαν τον σχεδιασμό και μετουσίωσαν την τέχνη του αγροτικού παπουτσιού σε ένα παπούτσι που οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να φορέσουν. Αυτό το κατάστημα τους επέτρεψε να ταΐσουν την οικογένειά τους. Έκλεισε μόνο μετά τον Βꞌ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ασθένειες και τα γηρατειά έκαναν αδύνατη την εργασία.
Η εκλεπτυσμένη τέχνη της κατασκευής υποδημάτων τους έφερε πελατεία από την ανώτερη κοινωνία, την αριστοκρατία που άρχισε να διαμορφώνεται στις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα στην Αθήνα. Επιπλέον, επειδή λίγες χώρες ήταν τόσο νικηφόρες όσο η Ελλάδα μετά τον Αꞌ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ευφορία που έφεραν οι πρώτες νίκες και οι νέες προσθήκες εδαφών ήταν περισσότερο από ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις του Γιώργου και του Στέφανου.
Όταν φτάσανε στην Ελλάδα, ο μεγαλύτερος, ο Γιώργος, ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και θα έπρεπε να βρει μια σύζυγο. Γι’ αυτό ήταν έτοιμος να κάνει ξανά το μακρύ και δύσκολο ταξίδι πίσω στο νησί του, για να επιλέξει μια νύφη από τον τόπο του και να ξαναδεί και τη μητέρα του. Ωστόσο, όπως τα έφερε η μοίρα, το 1922 η Ελλάδα κήρυξε πόλεμο στην Τουρκία, με την ελπίδα να προσαρτήσει τη Μικρά Ασία, μια ελπίδα που είχε τραφεί για αιώνες και διετηρείτο ζεστή με οργή και πατριωτικούς μύθους.
Ο Γιώργος ήταν κάτι περισσότερο από πατριώτης. Είχε πλέον γυρίσει τον κόσμο, είχε ζήσει τη ζωή του με Ιταλούς στρατιώτες, είχε επισκεφθεί ρωσικές εκκλησίες και είχε αποκτήσει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι ο τόπος όπου όλα ξεκίνησαν. Τα ελληνικά, η γλώσσα του, όπως και η πίστη του στον Ορθόδοξο Θεό θα τον προστάτευαν. Ίσως ήταν επίσης σαφές για αυτόν ότι μόνο η Ελλάδα θα του επέτρεπε να ζήσει ως ελεύθερος πολίτης. Άμεσα πήρε την ελληνική υπηκοότητα και προσφέρθηκε εθελοντικά να πολεμήσει σε αυτόν τον πόλεμο. Τον έστειλαν σε ένα άγνωστο μέρος για να βοηθήσει ανθρώπους σαν κι αυτόν. Να τους βοηθήσει να αισθανθούν ότι ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο, ότι δεν είναι μετανάστες ή πολίτες δεύτερης κατηγορίας στα χωριά που γεννήθηκαν.
Η Τουρκία μπορεί να είχε χάσει στον Αꞌ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το θέμα της Μικράς Ασίας δεν είχε λήξει καθόλου. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν αυτό το μέρος πατρίδα για γενιές επίσης, θυμωμένοι που έβλεπαν τους αγρότες τους να σφαγιάζονται από ένα άπιστο πλήθος. Καθώς το δράμα κατευθυνόταν προς μια πολύ οικεία τραγωδία, τη Μικρασιατική καταστροφή, ήταν στη Μάχη του Σαγγάριου, όπου ο Γιώργος πυροβολήθηκε κοντά στην καρδιά και έπρεπε να επιστρέψει. Βρήκε τον αδελφό του να εργάζεται ακόμα στο μαγαζί και και οι δύο ανανέωσαν τον όρκο τους να ζουν ο ένας για τον άλλο. Η δέσμευση των μικρότερων στους μεγαλύτερους σε αυτές τις οικογένειες ήταν ένας όρκος αίματος, ήταν δύο ζωές που είχαν ραφτεί μαζί, χωρίς την υπόνοια προσωπικών ανησυχιών ή φιλοδοξιών.
Ο μικρότερος, ο Στέφανος, δεν είχε σκοπό να βρει νύφη, οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν τόσο ευνοϊκές για δύο οικογένειες. Εκτός αυτού, ο Στέφανος ήταν αφοσιωμένος στον Θεό του, προσευχόταν για τον αδελφό του και απολάμβανε τις πνευματικές απολαύσεις που του επέτρεπε η εκπαίδευσή του. Είχε τελικώς εκπαιδευτεί πηγαίνοντας στην εκκλησία, ήταν κοντά στα θρησκευτικά βιβλία, τα βιβλία των Αγίων πατέρων της ορθοδοξίας.
Έτσι, ο Γιώργος παρακολουθούσε προσεκτικά τις αδυναμίες της Ιταλίας και το 1929 κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα με μυστικότητα, παίρνοντας μια ψαρόβαρκα από ένα παραθαλάσσιο λιμάνι στην Αθήνα, από τη Βουλιαγμένη. Ήταν πλέον 38 ή 39 χρονών. Πολύ μεγάλος πια για να είναι ένας περιζήτητος γαμπρός. Άφησε τον αδελφό του μόνο και του υποσχέθηκε να επιστρέψει με μια νύφη από το χωριό τους. Βρήκε τη μητέρα του ζωντανή, έμεινε στο σπίτι της και της είπε όλες τις περιπέτειες των παιδιών της. Είχαν καιρό να μάθουν τα νέα τους επειδή τότε το να στέλνεις γράμματα δεν ήταν εύκολο. Ήταν προφανές ότι η Ελλάδα ετοιμαζόταν να εισέλθει σε ένα νέο πόλεμο, αυτή τη φορά με την Ιταλία, υπό την κατοχή της οποίας ήταν ακόμα η Δωδεκάνησος. Επιπλέον, η μητέρα τους δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει, οπότε τα νέα ήταν αραιά, με χρόνια ολόκληρα να περνούν ανάμεσα στα μηνύματα. Όπως όλοι οι Έλληνες, απλώς γνώριζαν ότι μοιράζονταν την ίδια θάλασσα και ήταν η θέα των κυμάτων που τους έφερνε αναμνήσεις.
Ο Γιώργος είχε ήδη επικοινωνήσει με έναν φίλο της παιδικής του ηλικίας που γνώριζε τον πατέρα του και αυτός του είπε ότι με χαρά θα οργάνωνε τις σχετικές συναντήσεις για προξενιό στο νησί για λογαριασμό του. Αυτός ο φίλος είχε ήδη στο μυαλό του μια κοπέλα που δεν ήταν παντρεμένη, αλλά αυτή η κοπέλα ήταν ήδη πολύ μεγάλη, 29 ετών. Ο πατέρας της κοπέλας, ο Αντωνάκης, ήταν εμποροράφτης, έραβε κοστούμια, δηλαδή είχε μια εξευγενισμένη τέχνη για την εποχή στα χέρια του. Η τέχνη αυτή του επέτρεπε να έχει επαφές με την καλύτερη κοινωνία του νησιού. Έτσι, γνώριζε κι αυτός αυτόν τον φίλο, τον άνθρωπο που είχε τις διασυνδέσεις με την Ελλάδα.
Όταν ο Γιώργος έφτασε στο νησί, ο φίλος του πήγε στον Αντωνάκη και του είπε ότι ένας άντρας από την Ελλάδα είχε φτάσει και ψάχνει για μια νύφη να πάρει μαζί του. «Τι λες, μαστρ’ Αντώνη; Η κόρη σου είναι πια μεγάλη και όχι στα καλύτερά της. Σκέψου αυτήν την προσφορά. Διαφορετικά, μπορεί να πρέπει να την κρατήσεις στο σπίτι. Και τώρα μπορεί να σε βοηθάει στις δουλειές σου, αλλά όταν πεθάνεις, θα γίνει βάρος στ’ αδέλφια της».
Η Μαρία είχε δύο αδέλφια. Έναν αδερφό μικρότερο ανύπαντρο που ζούσε στο νησί και έναν μεγαλύτερο αδελφό, που είχε πάει στην Αργεντινή, παντρεύτηκε εκεί και κανείς δεν τον ξαναείδε. Η Αργεντινή ήταν πιο μακριά και ήταν δύσκολο να πάει να βρει κι αυτή τον μεγαλύτερο αδερφό της, όπως είχε κάνει ο Γιώργος για τον δικό του. Όσο για τον γαμπρό από την Ελλάδα, παρόλο που ήταν γεροκομένος και ταλαιπωρημένος από τους πολέμους, ήταν εμφανίσιμος, ήταν μόνο μια θάλασσα μακριά και μπορούσε και να την κάνει Ελληνίδα υπήκοο.
Η Μαρία δεν είχε παντρευτεί ακόμα γιατί ήταν μια αγαπημένη μοναχοκόρη και οι γονείς της ήθελαν να την παντρέψουν μόνο με τον καλύτερο γαμπρό. Έτσι πέρασαν τα χρόνια της. Πώς θα μπορούσαν όμως οι γονείς να ξέρουν αν ο Γιώργος ήταν καλός άνθρωπος, μια καλή περίπτωση; Όπως λέμε, ήταν γουρούνι στο σακί. Ήρθε από την Ελλάδα, άρα ίσως αυτή ήταν η τύχη που περίμεναν για την κόρη τους. Έτσι βασίστηκαν πολύ στα καλά λόγια του κοινού φίλου. Ίσως να ήταν μια ευκαιρία, λοιπόν, αλλά φυσικά δε θα είχαν τον τρόπο να μάθουν αν η κόρη τους θα εγκατασταθεί σε ένα παλάτι ή σε μια καλύβα στην Αθήνα.
Η Μαρία ήταν κι αυτή όμορφη, αλλά πολύ εσωστρεφής, κλειστός άνθρωπος. Δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει, οι γυναίκες δε μαθαίνανε αυτά τα πράγματα τότε, θεωρούνταν περιττά. Ήταν μια πολύ καλή νοικοκυρά. Έκανε συνεχώς δουλειές και, ως νησιώτισσα, κάθε εβδομάδα άσπριζε τον δρόμο μπροστά από το σπίτι της. Χρησιμοποιούσε ασβέστη για να ασπρίσει το σπίτι της και συνέχισε αυτήν τη συνήθεια στο νέο της σπίτι στην Αθήνα. Άσπριζε και ολόκληρη την αυλή της. Γιατί τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες στην Αθήνα, οι οικογένειες συνήθιζαν να ζουν σε δωμάτια που είχαν μια αυλή ως κοινόχρηστο χώρο. Πέντε οικογένειες ζούσαν στα δωμάτια γύρω από την αυλή όπου ο Γιώργος και η Μαρία μεγάλωναν την οικογένειά τους. Όλοι είχαν δύο ή τρία παιδιά και η αυλή ήταν σαν παιδικός σταθμός. Οι νοικοκυρές έβαζαν χαμηλά τραπέζια, που τα λέγανε σοφράσια και σκαμπό στην αυλή και κάθε φορά που ψήνανε πατάτες καλούσαν όλα τα παιδιά της αυλής για να τα ταΐσουν.
Κάθε Σάββατο, όταν πια η Μαρία έκανε οικογένεια, έστελνε τις κόρες της στη μάντρα και τους έδινε δύο δραχμές για να αγοράσουν έναν κουβά ασβέστη. Αυτό ήταν, δεν υπήρχαν άλλες σκέψεις για τον χαρακτήρα της. Με τη γυναίκα αυτή ο Γιώργος ήταν τρισευτυχισμένος. Όσο για τη Μαρία, αφού ο πατέρας της ήταν ευχαριστημένος με τον γαμπρό, δε χρειάζονταν άλλες σκέψεις από μέρους της.
Αλλά ο πατέρας της Μαρίας την κράτησε κοντά του την ημέρα που ο γαμπρός την επισκέφθηκε.
(συνεχίζεται)
photo jatocreate, https://pixabay.com