EnglishGreek

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Σε εκείνους που σκέπτονται πως η Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σημασία ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Η σημερινή, όπως και η παλιά Ελλάδα, έχει υψίστη σημασία για οποιονδήποτε ψάχνει να βρει τον εαυτό του.

Χένρυ Μίλλερ, 1891-1980, Αμερικανός συγγραφέας

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Subscribe to our newspaper
EnglishGreek

Σεβαστή η Επιμνήμων – Μέρος 6

4 Aug, 2025
Σεβαστή η Επιμνήμων – Μέρος 6

photo by conner, www.pixabay.com

Σεβαστή η Επιμνήμων – Μέρος 6

Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες

 

ΜΕΡΟΣ 6

Πείνα και ελπίδα: παιδικές αναμνήσεις της κατοχής

 

Οταν οι Γερμανοι κατέλαβαν την Αθήνα, διόρισαν μια κυβέρνηση και έναν δήμαρχο σαν κατακτητές. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν, αλλά φαίνεται πως ήθελαν μια επίφαση κανονικότητας και συνέχισης της καθημερινής ζωής για τον λαό. Αυτή η προσπάθεια για τη διατήρηση μιας φαινομενικής τάξης αντικατοπτρίστηκε και στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη μαύρη αγορά που γρήγορα αναπτύχθηκε. Παρά τα μέτρα τους όμως, η καθημερινή ζωή άλλαξε δραματικά.

Αμέσως ξεκίνησαν οι πρακτικές της μαύρης αγοράς και οι κακόβουλοι και οι κερδοσκόποι άρχισαν να κρύβουν τα πάντα, να κρύβουν τα τρόφιμα, γιατί ήθελαν να τα πουλήσουν μετά στην αγορά σε εξωφρενικές τιμές. Τότε θα πήγαινες στην αγορά για να αγοράσεις μισή οκά -γιατί τότε χρησιμοποιούσαμε το τουρκικό σύστημα της οκάς για το βάρος των αγαθών, δεν είχαμε τότε τα κιλά- φασόλια και θα έδινες ένα ολόκληρο σπίτι γι’ αυτά. Θα πήγαινες να αγοράσεις ελαιόλαδο και θα έδινες άλλο ένα σπίτι. Ή τα κοσμήματά σου, ή οτιδήποτε είχες, ακόμα και ό,τι δεν είχες.

Κάθε φορά που οι Γερμανοί έπιαναν λαδέμπορους στη μαύρη αγορά, τους έδιναν την θανατική ποινή. Ξέρεις πού τους πήγαιναν; Τους κρεμούσαν στην πλατεία Συντάγματος από τις κρεμάλες και ήταν παράδειγμα για τους άλλους εμπόρους στη μαύρη αγορά. Οι άνθρωποι που έβλεπαν το θέαμα ήταν σοκαρισμένοι και αηδιασμένοι. Το είδα κι εγώ σαν παιδί. Αλλά από την άλλη, νομίζω ότι κάποιοι άνθρωποι είχαν και μια αίσθηση δικαίωσης, γιατί είχαν υποφέρει από τους μαυραγορίτες κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η μητέρα μου, για παράδειγμα, πούλησε όλα τα κοσμήματά της. Για να εξοικονομήσει λίγο λάδι, λίγα φασόλια, λίγο αλεύρι, λίγα ρεβύθια. Ό,τι μπορούσε να βρει, τα έδινε όλα τα κοσμήματά μας. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να βρουν όλους αυτούς τους ανθρώπους, μαθαίναμε για την ύπαρξή τους από στόμα σε στόμα. Η μητέρα μου άκουγε ότι κάποιος κάπου δίνει φασόλια και έβγαζε όλα τα δαχτυλίδια της.

Και εμείς, μικρά παιδάκια, πηγαίναμε κάθε μέρα, μα κάθε μέρα και, όχι μόνο εμείς, ολόκληρος ο πληθυσμός, πηγαίναμε στο Μπραχάμι. Αυτή η περιοχή που τώρα ονομάζεται Άγιος Δημήτριος και έχει γίνει πλέον πολιτεία και έχει ενωθεί με την Αθήνα, τότε ήταν ένα απέραντο χωράφι και κόβαμε χόρτα. Ζούσαμε με χόρτα. Ήμουν εγώ, η αδερφή μου και μια άλλη κοπέλα που πηγαίναμε εκεί, επειδή ο αδερφός μου ήταν μόλις τεσσάρων χρονών και δεν τον παίρναμε μαζί. Δεν μπορούσε να καταλάβει, ήταν απλά πεινασμένος και έκλαιγε μέρα και νύχτα.

Εμείς ήμασταν μεγαλύτερα, μπορούσαμε να καταλάβουμε και δεν κλαίγαμε, μπορούσαμε να κάνουμε υπομονή. «Δεν έχω, βρε παιδιά, τι να σας δώσω να φάτε» έλεγε η μητέρα μου με απελπισία. «Δεν έχω τίποτα». Κι εμείς κάναμε υπομονή. Κι αν βρίσκαμε ένα πορτοκάλι, το τρώγαμε με τη φλύδα για να χορτάσουμε, να νιώσουμε γεμάτοι, δεν πετάγαμε ούτε και αυτά τα κίτρινα μέρη που έχει. Και η μητέρα μας έπρεπε να βρει φαγητό για τον αδερφό μας, έβγαζε το φαγητό και του το έδινε από το στόμα της για να σταματήσει το κλάμα. Πολλές φορές παίρναμε μια σακούλα και ένα μαχαίρι και, μαζί με ένα κορίτσι που ήταν στην ίδια ηλικία και ζούσε στην αυλή μας, πηγαίναμε με την αδερφή μου στα χωράφια.

Αλλά μια φορά λοξοδρομήσαμε και χαθήκαμε. Χαθήκαμε για πολλή ώρα, περπατούσαμε μία ώρα ή δύο ώρες εκτός πορείας. Δεν μπορούσαμε να δούμε γνωστά μέρη ή κάποιο μεγάλο δρόμο, κανένα αυτοκίνητο, τίποτα.  Επειδή τότε υπήρχε μόνο ένας δρόμος που ξέραμε, ο δρόμος Βεΐκου στο Κουκάκι -όλα τα άλλα ήταν χωματόδρομοι. Φαντάσου ότι το τραμ στην οδό Δημητρακοπούλου είχε ράγες πάνω σε χωματόδρομο. Στη συνέχεια, περνούσε από το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού από το θέατρο και κατέβαινε προς το Θησείο. Αυτά τα έμαθα όταν μεγάλωσα και πήγα στο γυμνάσιο και περπάτησα την άλλη κατεύθυνση από το σπίτι μου, προς το κέντρο, όχι προς τα χωράφια και τότε είδα όλες τις ράγες του τραμ.

Όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο δεν περπατούσα πολύ, γιατί το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου. Όταν χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα, βγαίναμε έξω από το σχολείο, δεν υπήρχε κίνδυνος τότε. Έξω από το σχολείο υπήρχε ο κουλουράς που πούλαγε κουλουράκια με σουσάμι και ο καστανάς που πούλαγε κάστανα, αν βέβαια μπορούσες να του δώσεις δέκα δραχμές. Αλλά ο πατέρας μου δεν είχε ούτε αυτές τις δέκα δραχμές. Έτσι, βγαίνοντας από το σχολείο, έτρεχα κατευθείαν στο σπίτι μου και η μητέρα μου έκοβε ένα ψωμί, έριχνε λίγο νερό για να το μαλακώσει και έριχνε και ζάχαρη και το έτρωγα για κολατσιό. Πολύ ωραίο ήτανε αυτό το ψωμάκι. Όταν χτυπούσε ξανά το κουδούνι για τα μαθήματα, εγώ το άκουγα από το σπίτι μου και έτρεχα πίσω στο σχολείο.

Τη φορά λοιπόν που χαθήκαμε, φθάσαμε στο νεκροταφείο του Μπραχαμίου. Μπαίνουμε εμείς τρεις νεαρές κοπέλες στο νεκροταφείο και απάνω στους τάφους βρήκαμε κάτι τεράστια χόρτα. Με την παιδική μας αθωότητα και την απόγνωση της πείνας, είδαμε κάτι που φάνηκε σαν λύση – δεν καταλαβαίναμε τότε γιατί οι μεγάλοι απέφευγαν να μαζεύουν χόρτα από εκεί. Ήταν ψηλά, πλούσια χόρτα που φύτρωναν απευθείας πάνω στους τάφους. Τότε δεν είχαμε τάφους από μάρμαρο, ήταν απλά χώμα. Για πότε γέμισαν οι τσάντες μας δεν το πήραμε χαμπάρι! Και γυρίσαμε χρησιμοποιώντας τον ίδιο δρόμο που χαθήκαμε.

Ήμασταν αρκετά έξυπνες όμως να το σκεφτούμε και να συνεννοηθούμε να μην πούμε ότι τα βρήκαμε στο νεκροταφείο, αλλιώς οι μητέρες μας θα τα πετούσαν. Όταν γυρίσαμε σπίτι, η μητέρα μου και η άλλη μητέρα είπαν «Πω πω! Τι ωραία χόρτα είναι αυτά! Πού τα βρήκατε;» «Χάσαμε τον δρόμο μας και πήγαμε κάπως λοξά σε ένα χωράφι μέσα και τι να σου πω μαμά…»  της είπα. «Δεν τα είχε δει ο κόσμος φαίνεται… Γρήγορα τα γεμίσαμε και τα πήραμε». Το πίστεψαν. Τα βράσαμε και όλα ήταν εντάξει.

Και τώρα που το σκέπτομαι, μετά από τόσα χρόνια, τι είχαν αυτά τα χόρτα; Είναι απλά μια ιδέα. Ήταν καλοθρεμένα επειδή κανείς δεν τα έκοβε και μεγάλωναν όλο και περισσότερο. Όσον αφορά στον τάφο, ο τάφος είναι πολύ βαθύς, δεν υπάρχει τίποτα μέχρι να λιώσει η κάσα και πού να φτάσει η ρίζα εκεί κάτω, εκεί που έχει πέσει το χώμα σαν ένα μικρό βουνό; Εγώ ήμουν αυτή που τις παρότρυνα, τις είπα “Θα τα κόψουμε αυτά τα χόρτα, δεν έχουν τίποτα, τι έχουν; Δε φυτρώνουν πάνω στο σώμα του νεκρού. Μη μιλάτε καθόλου, απλά κόψτε τα για να γεμίσουμε τις τσάντες μας και να συνεχίσουμε το δρόμο μας”. Κανείς δε μας είδε επειδή κανείς δεν ήταν εκεί, επειδή όλες οι μεγάλες γυναίκες ήταν πολύ προληπτικές.

Πήγαμε μόνο μια φορά, επειδή οι μητέρες μας ανησύχησαν που χαθήκαμε και δε μας αφήνανε να κάνουμε ξανά τον ίδιο δρόμο. Μερικές φορές πηγαίναμε για χόρτα και με τις μητέρες μας, πηγαίναμε στα ίδια μέρη που πήγαιναν όλοι οι άνθρωποι και μετά από κάποιο διάστημα δεν είχε μείνει τίποτα στο χώμα. Αυτό ήταν επειδή οι ενήλικες δεν ήθελαν να απομακρυνθούμε από αυτά τα χωράφια που πήγαιναν όλοι πάντα.

Μια φορά όμως, δύο μητέρες, η δική μου και μια γειτόνισσα, ξεκίνησαν για χόρτα, και καθώς πήγαιναν, βρήκαν ένα δρόμο με άσφαλτο, επειδή σε όλες τις περιοχές υπήρχε ένας δρόμος με άσφαλτο ως κεντρική λεωφόρος. Από μακριά είδαν κάτι μαύρο να λάμπει πάνω του, όλη η άσφαλτος ήταν μαύρη και λαμπύριζε σε μερικά κομμάτια. Πίστεψαν ότι κάποιου είδους ζώα πέρασαν και άφησαν πατημασιές ή τελοσπάντων τα απορρίματά τους, επειδή υπήρχαν βοσκοί εκεί που περνούσαν με τα ζώα τους. Και όταν πήγαν εκεί, τι είδαν; Ήταν μαύρες σταφίδες! Πρέπει κάποιο κάρο να πέρασε και να του έπεσαν. Επειδή τότε τα κάρα ήταν ανοιχτά και φαίνεται ότι κάποιο σακί θα είχε σχιστεί κι ανοίξει. Τις μάζεψαν, γύρισαν πίσω και, αντί για χόρτα, έφεραν σταφίδες. Γέμισαν τις τσάντες, υπήρχε ένα σωρό. Εκείνην τη μέρα οι μητέρες γύρισαν χαρούμενες.

Έχω εικόνες από ανθρώπους που πέθαναν από την πείνα, κάθε μέρα τις έβλεπα αυτές τις εικόνες. Δεν πεθάναμε λόγω της μητέρας μου, η οποία ήταν ηρωίδα σε αυτή την περίπτωση. Έτρεχε να μας βρει φαγητό, παρά τον αναλφαβητισμό της, παρά το ότι όλη της τη ζωή ήταν ένα άτομο κλειστό, δεν έκανε φίλους και ήταν αφοσιωμένη μόνο στην οικογένειά της. Η ανάγκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής την ξύπνησε και την έκανε επιτήδεια.

Καταρχάς, ακόμα κι αν δεν ήταν δική της ιδέα -μια άλλη γυναίκα την μύησε σε αυτό- έκανε κάτι που μας έσωσε. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε ταυτότητες ή οτιδήποτε άλλο. Τα Κατοχικά στρατεύματα μας έδιναν ένα δελτίο για κάθε οικογένεια και κάθε μέρα μπορούσες να πάρεις φαγητό για όσα άτομα υπήρχαν στην οικογένειά σου. Αν υπήρχαν πέντε άτομα, πέντε φέτες ψωμί, έξι άτομα-έξι φέτες, δύο άτομα-δύο φέτες. Δόθηκε εντολή σε κάθε φούρνο να δηλώσει τις οικογένειες που εξυπηρετούσε, αλλά δεν υπήρχε έλεγχος. Η μητέρα μου δήλωσε έξι άτομα στον φούρνο με το επίθετο Καλυμνιός. Μια γειτόνισσα όμως της είπε: «Μπορείς να πας στον άλλο φούρνο όπου δε σε γνωρίζουν και να δηλώσεις άλλα έξι άτομα με το δικό σου επώνυμο». Έτσι πήγε και με το επώνυμο Ξυπολυτά και έτσι καθένας από εμάς έπαιρνε δύο φέτες ψωμί την ημέρα. Με αυτές τις φέτες επιβιώσαμε επειδή στον ένα φούρνο, έξι φέτες ψωμί κάνανε ένα καρβέλι και στον άλλο φούρνο κάνανε άλλο ένα καρβέλι, άρα είχαμε δύο καρβέλια ψωμί τη μέρα. Με αυτόν τον τρόπο, είχε λίγο περισσότερο ψωμί για να δίνει στον μικρό μου αδερφό και επίσης να φάει και μια μπουκιά η ίδια.

Οι μερίδες αφορούσαν μόνο το ψωμί, δεν υπήρχε τίποτα άλλο στα μαγαζιά. Υπήρχαν μερικά μικρά μαγαζιά τροφίμων άλλα όλοι οι μαγαζάτορες είχαν κρύψει τα τρόφιμά τους, έτσι οι μαυραγορίτες είχαν κάνει περιουσία. Μερικοί από αυτούς μπορεί και να είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς, αλλά οι περισσότεροι δεν ήταν ισχυροί και το εμπόριό τους το έκαναν μυστικά. Αυτοί που συνεργαζόντουσαν με Γερμανούς δεν ήταν κυρίως οι μικροί μαυραγορίτες, ήταν τα άτομα που συνεργάζονταν σε πολιτικό επίπεδο, αλλά αυτοί ονομάζονταν “δωσίλογοι” και η δουλειά τους ήταν να καταδίδουν συνανθρώπους τους στους Γερμανούς.

Οι μαυραγορίτες ήταν απλώς απατεώνες εμπόροι, άφηναν τους ανθρώπους να πεθάνουν από την πείνα αλλά δεν τους προδίδανε στους Γερμανούς και οι Γερμανοί δεν τους συμπαθούσαν ιδιαίτερα. Από την πρώτη μέρα της Κατοχής, μια καταστροφική και αποφράδα ημέρα, όλα τα αγαθά σπανίσαν και όλα τα τρόφιμα χάθηκαν. Την ημέρα όμως που έφυγαν οι Γερμανοί, οι έμποροι σταμάτησαν να κρύβουν τα τρόφιμα, στις 12 Οκτωβρίου 1943. Εκείνη τη μέρα ήταν σαν να φύτρωσαν αιφνιδίως τα πάντα και τα φαγητά εμφανίστηκαν παντού.

Η μητέρα μου είχε μια εξαδέλφη, που ζούσε στην Κυψέλη και ήταν παντρεμένη με έναν άντρα από τη Μακεδονία. Αυτός πήγαινε και γυρνούσε σε όλα τα χωριά της Μακεδονίας για να μαζέψει φαγητό. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ακόμα τη γη τους, μπορούσαν να σπείρουν και μπορούσαν να τρώνε φαγητό. Η ύπαιθρος δεν υπέστη τη συμφορά που υπέστη η Αθήνα. Εμείς στις μεγάλες πόλεις πεινάσαμε. Πού να σπείρουμε και πού να φυτέψουμε; Στα πλακάκια; Έτσι αυτός ο άνθρωπος πήγαινε και έφερνε τρόφιμα. Η μητέρα μου επομένως περπατούσε με τα πόδια, από τον Νέο Κόσμο ως την Κυψέλη και εκεί ακουμπούσε τα χρυσαφικά της για να παίρνει λίγα φασόλα, λίγα ρεβύθια.

Η μητέρα μου, Θεός σχωρέστηνε, ήταν ένας άνθρωπος πολύ πονόψυχος, ό,τι και να ‘παιρνε δεν το έτρωγε μόνη της, το μοιραζόταν με την αυλή. Έβαζε λίγο λάδι στο φλιτζανάκι του ελληνικού καφέ, το πήγαινε στη γειτόνισσα και της έλεγε: «Έλα, να βάλεις έστω και μια σταγόνα μες στο φαγητό σου». Ό,τι και να είχε, το μοιραζότανε. Έτσι επιβίωσε ολόκληρη η αυλή μας.

 

(συνεχίζεται)

 

 

 

photo by conner, https://pixabay.com 

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.

Ακολουθήστε μας στο Facebook @grnewsradiofl

Ακολουθήστε μας στο Twitter @grnewsradiofl

 

Copyright 2021 Businessrise Group.  All rights reserved. Απαγορεύται ρητώς η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή αναδιανομή μέρους ή όλου του υλικού του ιστοχώρου χωρίς τις κάτωθι προυποθέσεις: Θα υπάρχει ενεργός σύνδεσμος προς το άρθρο ή την σελίδα. Ο ενεργός σύνδεσμος θα πρέπει να είναι do follow Όταν τα κείμενα υπογράφονται από συντάκτες, τότε θα πρέπει να περιλαμβάνεται το όνομα του συντάκτη και ο ενεργός σύνδεσμος που οδηγεί στο προφίλ του Το κείμενο δεν πρέπει να αλλοιώνεται σε καμία περίπτωση ή αν αυτό κρίνεται απαραίτητο να συμβεί, τότε θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στον αναγνώστη ποιο είναι το πρωτότυπο κείμενο και ποιες είναι οι προσθήκες ή οι αλλαγές. αν δεν πληρούνται αυτές οι προυποθέσεις, τότε το νομικό τμήμα μας θα προβεί σε καταγγελία DMCA, χωρίς ειδοποίηση, και θα προβεί σε όλες τις απαιτούμενες νομικές ενέργειες.

Άλλα Άρθρα

Culture Summit

Τελευταία Άρθρα

Πρωτοσέλιδα Εφημερίδων


King Power Tax

Pin It on Pinterest

Share This