EnglishGreek

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Σε εκείνους που σκέπτονται πως η Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σημασία ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Η σημερινή, όπως και η παλιά Ελλάδα, έχει υψίστη σημασία για οποιονδήποτε ψάχνει να βρει τον εαυτό του.

Χένρυ Μίλλερ, 1891-1980, Αμερικανός συγγραφέας

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Subscribe to our newspaper
EnglishGreek

Σεβαστή η Επιμνήμων – Μερος 2

10 Jun, 2025
Σεβαστή η Επιμνήμων – Μερος 2

beststudio, Image license by freepik.com

Σεβαστή η Επιμνήμων – Μερος 2

Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες

 ΜΕΡΟΣ 2

Επιστροφή στην πατρίδα 2

 

Ο πατέρας της Μαρίας την κράτησε κοντά του την ημέρα που ο γαμπρός την επισκέφθηκε. Το σπίτι είχε την κουζίνα και το κατάστημα στο ισόγειο και τα υπόλοιπα δωμάτια στον επάνω όροφο. Της Μαρίας της ζήτησαν να περιμένει στην κουζίνα που χωρίζοταν από το κατάστημα με ξύλο, όχι με τοίχο. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της χτύπησε τον τοίχο με τα χέρια του και είπε: «Μαρία, φέρε δύο κεράσματα», κάτι που συνηθιζόταν όταν πήγαινε πελάτης «και έλα από εδώ». Τότε τα μόνα γλυκά ήταν του κουταλιού. Η Μαρία έβαλε το γλυκό σε δύο πιατάκια, έβαλε και δύο ποτήρια και βγήκε από τη μία πόρτα και μπήκε από την άλλη.

Καθώς η Μαρία έμπαινε μέσα κρατώντας τον δίσκο, ο πατέρας της είπε: «Μαρία, ο κύριος από εδώ» και έδειξε τον Γιώργο «θα γίνει ο άντρας σου». Η Μαρία μόνο που δε λιποθύμησε, μόνο που δεν της έπεσε ο δίσκος από τα χέρια, αλλά κράτησε χαμηλά το κεφάλι της και δε γύρισε ούτε να κοιτάξει.  Σε λίγο, σε κλάσμα δευτερολέπτων, ο πατέρας της χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και της λέει: «Θα περιμένουμε πολλή ώρα να πεις το ναι;» και τότε η Μαρία έκανε νόημα με το κεφάλι της.

Ήταν η μέρα Τρίτη. Την Κυριακή γινόταν ο γάμος, γιατί ο Γιώργος έπρεπε να φύγει. Εάν τον πιάναν οι Ιταλοί, θα τον βάζαν φυλακή επειδή ήταν Έλληνας και γι’ αυτό έπρεπε να φύγει από τον ίδιο δρόμο που ήρθε, κρυφά. Μέσα σε μια εβδομάδα, από την Τρίτη ως το Σάββατο έγιναν όλες οι προετοιμασίες του γάμου.

Ο γάμος ήταν μεγαλοπρεπέστατος, επειδή ο Αντωνάκης είχε μεγάλη υπόληψη στην Καλυμνιακή κοινωνία την εποχή εκείνη. Προσκάλεσε ολόκληρη την αριστοκρατία, τους πελάτες του από το κατάστημά του. Μετά τον υπέροχο γάμο και το μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού, άρχισε μια φοβερή βροχή. Ήταν η 10η Φεβρουαρίου 1929. Η βροχή δε σταμάτησε για μια ολόκληρη εβδομάδα, ήταν συνεχόμενη βροχή και καταρρακτώδης. Το ζευγάρι ανέβηκε στον επάνω όροφο και περίμενε να σταματήσει η βροχή, ώστε ο Γιώργος να μπορέσει να πάρει το καράβι πίσω στην Ελλάδα μόνος του, αφού η Μαρία δεν είχε κανένα έγγραφο ακόμα που θα της επέτρεπε να ταξιδέψει και να χτίσει μια νέα ζωή. Όλο αυτό το διάστημα δε βγήκαν από το σπίτι τους ούτε μια φορά. Μετά από οχτώ μέρες από τον γάμο και μια ημέρα μετά την αναχώρηση του Γιώργου από το νησί, πήγε ο Ιταλός διοικητής στο χωριό με έναν διερμηνέα και τον γύρεψε. Χτύπησε την πόρτα για να βρει τον Γιώργο, γιατί  ήθελε να τον συλλάβει. Η οικογένεια της Μαρίας εξήγησε ότι αυτός είχε ήδη φύγει. Ο διοικητής κοίταξε τη Μαρία, τη γυναίκα του Έλληνα: «Τότε θα φύγεις κι εσύ», της είπε με τον διερμηνέα. «Και να έρθεις αύριο στο διοικητήριο να ετοιμάσουμε τα χαρτιά σου».

Η οικογένεια της Μαρίας γιόρτασε τα νέα και προετοίμασε την επίσημη μετάβαση της κόρης τους στην Ελλάδα. Σαράντα μέρες μετά τον γάμο, η Μαρία, πολύ τυπικά και νόμιμα, επιβιβάστηκε στο καράβι για την Ελλάδα. Κατάφερε ακόμα και να έχει την πεθερά της, την κυρά-Ελένη ως κηδεμόνα. Ο Γιώργος της είχε πει: «Δε θα πάρεις τίποτα μαζί σου, ρούχα, ασημικά και γυαλικά, θα στα πάρω όλα από την Αθήνα». Η Μαρία ήταν μοναχοκόρη, σχεδόν τριάντα χρονών, οπότε η προίκα που άφησε πίσω ήταν αξιόλογη, ποσοτικά και ποιοτικά. Ρουχισμός και γυαλικά, όλα ήταν πρώτης ποιότητας, γιατί όπως και όλα στο νησί και αυτά ερχόντουσαν από την Ιταλία. Πορσελάνη υψηλής ποιότητας, γυαλιά από τη Βοημία, όλα αφέθηκαν πίσω.

Όταν ο Γiώργος επέστρεψε στην Αθήνα παντρεμένος, ο αδελφός του ο Στέφανος έφυγε από το δωμάτιό τους. Έβαλε ένα κρεβάτι στο κατάστημα υποδημάτων τους και άρχισε να ζει εκεί. Ζούσε εκεί σαν κοσμοκαλόγερος, του έλειπε πρακτικά μόνο το ράσο της εκκλησίας. Τηρούσε τις νηστείες, ποτέ δεν έχανε την εκκλησία, διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, συμμετείχε σε πνευματικές εκδηλώσεις. Ήταν μια υπέροχη και καλλιεργημένη ψυχή.

Οι γυναίκες και ο Γιώργος ζούσαν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο. Η Μαρία μαγείρευε μεσημεριανό για όλους, οι άνδρες εργάζονταν μαζί στο κατάστημα και το βράδυ χωρίζονταν για να κοιμηθούν. Η μητέρα του Γιώργου επέστρεψε στο νησί της μόνο όταν η Μαρία γέννησε και βάφτισε το πρώτο της παιδί, ένα κορίτσι. Η πεθερά βοήθησε τόσο πολύ που η μητέρα της Μαρίας ζήτησε το πρώτο παιδί να μην πάρει το δικό της όνομα, αλλά το όνομα της πεθεράς της, Ελένη. Μα αυτό ήταν ανήκουστο, το έθιμο στο νησί ήταν ότι το όνομα του πρώτου κοριτσιού ανήκει στην οικογένεια της μητέρας. Ειδικά επειδή αυτό το όνομα “δεν είχε ακουστεί”, δηλαδή κανένα άλλο από τα παιδιά της δεν είχε δώσει το όνομα αυτό στα δικά του παιδιά. Εάν υπήρχε κάτι που κρατούσε τους Έλληνες στον δρόμο τους, είναι ότι έκαναν το καθήκον τους και τηρούσαν την παράδοση. Επομένως, το όνομα του πρώτου κοριτσιού ήταν Σεβαστή, το όνομα της μητέρας της Μαρίας. Μια παράδοση που δεν έσπασε τότε, ακόμα κι αν όλα τα μέρη συμφωνούσαν ότι θα την έσπαγαν πολύ ευχαρίστως.

Η μικρή Σεβαστή δε συνάντησε τη γιαγιά της μέχρι να γίνει δεκαπέντε ετών. Ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που η Μαρία επιθύμησε να πάει στο νησί της, για να μάθει ποιοι είχαν επιζήσει και ποιοι είχαν πεθάνει. Δεν είχε δει τους γονείς της και την οικογένειά της από τότε που απελάθηκε από το νησί, αν και είχε έρθει στην Ελλάδα γιορτάζοντας. Δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει και οι γονείς της δεν ήξεραν επίσης. Καμιά φορά, κάποιος χωριανός θα τους έψαχνε για να τους μεταφέρει νέα, αλλά δεν υπήρχε άμεση επαφή.

Η Μαρία ποτέ δεν άφησε ούτε έναν αναστεναγμό μπροστά στα παιδιά της. Κανείς δεν ξέρει αν αυτή η γυναίκα ένιωσε χαρά, αγάπη ή θλίψη. Ποτέ δε μίλησε για την οικογένειά της ή το παρελθόν της. Το σπίτι ήταν πάντα καθαρό, τα γεύματα ήταν πάντα μαγειρεμένα και έτοιμα και έζησε τη ζωή της για τα τρία παιδιά της. Τη Σεβαστή, τη μεγαλύτερη· την Ελένη, τη δεύτερη κόρη, ένα χρόνο νεότερη· και τον Νικόλα, το στερνοπαίδι της, δέκα χρόνια νεότερος από τις αδελφές του.

Όταν τελείωσε ο Βꞌ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κάλυμνος πέρασε στα χέρια των Βρετανών. Η Μαρία πίστευε ότι αν οι Βρετανοί την εντόπιζαν, δε θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα, αφού ήταν Ελληνίδα, σύμμαχος, εκδιωγμένη από τους Ιταλούς. Θα πρόσεχε όμως. Δε μιλούσε ιδιαίτερα ούτε για τις επιθυμίες της ούτε για τα σχέδιά της, δεν έβλεπε πολύ νόημα στο να εκφράζεται, ούτε ακόμα και στο να έχει συναισθήματα. Μια μέρα σκόπευε να πάρει το μικρό της αγόρι, μαζί με τη μεγαλύτερη κόρη που έφερε το όνομα της μητέρας της και θα πήγαινε να τους βρει. Θα άφηνε τη δεύτερη κόρη πίσω στην Αθήνα να φροντίζει τους άνδρες.

Φυσικά, τότε δεν υπήρχε καράβι που να συνδέει την Αθήνα με την Κάλυμνο. Ο νονός της ωστόσο, ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος που είχε έρθει επίσης στην Αθήνα. Είχε καΐκι και τότε αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση. Τότε ένα καΐκι να είχες, ήσουν εφοπλιστής. Ήταν καπετάνιος και έκανε τα λεγόμενα “κρυφά δρομολόγια”. Είχε επίσης ένα μεγάλο σπίτι, μια ανεξάρτητη μονοκατοικία, με πολλά δωμάτια. Ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικής σειράς. Μια μέρα ο νονός πρότεινε στη βαφτισιμιά του να πάρει αυτός το παιδί, τη Σεβαστούλα, υπό την προστασία του σε μια από τις διαδρομές του και να την πάει στο νησί. Η Μαρία και το αγοράκι θα ερχόντουσαν με ένα άλλο ψαροκάικο. Αυτό ήταν ένα λάθος. Διότι το καΐκι του χρειάστηκε δεκαεπτά μέρες για να φτάσει στην Κάλυμνο. Η Σεβαστή ήταν σε αυτό το καράβι με αυτόν τον νονό και τη σύζυγό του τόσες μέρες, χαμένη στη θάλασσα. Έφταναν σε διάφορα νησιά αλλά δεν μπορούσαν να πάνε κατευθείαν στην Κάλυμνο. Μία η μηχανή χαλούσε, έτρεχαν να βρουν κοντινό νησί για τη φτιάξουν. Φτιάχνανε τη μηχανή, περιμένανε να φυσήξει άνεμος να φύγουνε με πανιά. Χάθηκαν τόσο πολύ που τα σφουγγαράδικα, που ήταν η επίσημη γραμμή για την επικοινωνία και τη σύνδεση με τα νησιά του Αιγαίου, δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν.

Η Μαρία πήγαινε στη Βουλιαγμένη και ρώταγε τους ψαράδες από τα ψαροκάικα αν είχαν δει το καΐκι του Καραμπέτσου. Κανείς δεν το είχε δει και μετά από δύο εβδομάδες, όλοι πίστευαν ότι η Σεβαστή και ο νονός είχαν πνιγεί. Τη δέκατη έβδομη μέρα, μετά από πολλά βάσανα, βρήκαν τον δρόμο τους και έστειλαν και τα νέα στην Αθήνα. Αμέσως η Μαρία μπήκε σε ένα άλλο ψαροκάικο για να φτάσει στο νησί και να βρει την κόρη της. Αυτής της πήρε μόνο εννιά μέρες να φτάσει. Δεκαεπτά μέρες και εννιά μέρες, σχεδόν τελείωσαν οι σχολικές διακοπές και ίσα που είχαν χρόνο να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ώστε κανείς να μην υποψιαστεί ότι έκαναν αυτές τις πρώτες  επικίνδυνες και απαγορευμένες διακοπές στο νησί.

Τον πατέρα της Μαρίας δεν τον βρήκαν, είχε πεθάνει. Ο μικρότερος αδελφός της ήταν πια παντρεμένος και είχε ένα μοναχοπαίδι. Η Σεβαστή, η γιαγιά, ήταν ακόμα ζωντανή και μπορούσε να ρίξει μια ματιά στην εγγονή της που είχε το ίδιο όνομα.

Η Σεβαστούλα ήταν σε απελπιστική κατάσταση. Δεκαεπτά μέρες υπέφερε από ναυτία. Παρ’ όλο που ήταν η νεότερη του πληρώματος, η νονά της την πρόσεξε τόσο πολύ που της έδωσε το μοναδικό κρεβάτι, την κουκέτα του καπετάνιου και δεν την άφησε να κοιμάται στο κατάστρωμα ή στις παραλίες όπως οι άλλοι. Παρόλα αυτά κατάφερε να πιάσει ψείρες, να χάσει βάρος και να αρρωστήσει τόσο που ένιωθε ότι χρειαζόταν να πάει στο νοσοκομείο. Αλλά όταν φτάσανε στο νησί ήταν νύχτα και η νονά την πήρε κατευθείαν στο δικό της σπίτι, περιμένοντας τους δικούς της να έρθουν να την πάρουν. Έμεινε εκεί την νύχτα με μια άλλη κοπέλα από το καράβι, αυτή λίγο μεγαλύτερη, που περίμενε και αυτή τους συγγενείς της.

Την επόμενη μέρα το πρωί, ο νονός βγήκε από το σπίτι για να ενημερώσει τους υπόλοιπους της οικογένειάς της ότι είναι εκεί. Ως νονός το ήξερε το σπίτι της οικογένειας -γιατί τότε δεν υπήρχαν δρόμοι με ονόματα- και πήγε αμέσως. Όσο λιγότεροι άνθρωποι γνώριζαν, τόσο καλύτερα. Διότι οι Βρετανοί δεν ήταν καλύτεροι από τους Ιταλούς, κατά κάποιο τρόπο ήταν χειρότεροι. Ακολουθούσαν τα εγχειρίδια τους κατά γράμμα κι αν μέσα σε αυτά έγραφε ότι έπρεπε να πάνε φυλακή, δε θα εξετάζαν καν το επιχείρημα της απέλασης της Μαρίας από τους Ιταλούς. Μόλις οι ειδήσεις φτάσανε στα σωστά αυτιά, ο μικρότερος αδελφός της Μαρίας, ο θείος της Σεβαστής, μπήκε στο σπίτι της νονάς για να πάρει τη νεαρή συγγενή του.

Ήταν νωρίς το πρωί και η Σεβαστή μόλις είχε ξυπνήσει. Όταν μπήκε ο θείος, είδε δύο κορίτσια. «Ποια είναι η ανιψιά μου;» ρώτησε. Ο νονός είπε: «Α! Θα την βρεις μόνος σου, δε θα στο υποδείξω!» η Σεβαστή ήταν ατημέλητη και άρρωστη, αλλά είχε πάρει τα χαρακτηριστικά της μητέρας της. Ο θείος πήρε τον χρόνο του να κοιτάξει πιο προσεκτικά: «Αυτή!» είπε και διάλεξε τη σωστή. Η Σεβαστή ήταν όμορφη, όπως και η μητέρα της.

Η μητέρα της ποτέ δεν έβγαζε το τσεμπέρι, παρά μόνο για να πλύνει τα μαλλιά της, αλλά όλοι μπορούσαν να αναγνωρίσουν την ομορφιά της. Ήταν μια γυναίκα που φορούσε πάντα τα χρυσά της κοσμήματα πάνω από τα σεμνά της ρούχα και έναν εκπληκτικό χρυσό σταυρό στο λαιμό της.

Η Σεβαστή είχε επιστρέψει σπίτι για πρώτη φορά. Ένα σπίτι που όπως πολλοί Έλληνες στις δικές τους ιστορίες της ζωής τους, δε γνώριζε τίποτα εκτός από παραμύθια. Παρόλο που ένιωθε πολύ ευπρόσδεκτη, αφού αυτό ήταν το μέρος απ’ όπου όλα ξεκίνησαν, ήξερε ότι ήταν ένα μέρος ορισμένο να στέλνει τους ανθρώπους του μακριά και να κρατά μόνο τις αναμνήσεις τους.

 

 

(συνεχίζεται)

 

 

 

 

 

 

photo beststudio, Image license by freepik.com 

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.

Ακολουθήστε μας στο Facebook @grnewsradiofl

Ακολουθήστε μας στο Twitter @grnewsradiofl

 

Copyright 2021 Businessrise Group.  All rights reserved. Απαγορεύται ρητώς η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή αναδιανομή μέρους ή όλου του υλικού του ιστοχώρου χωρίς τις κάτωθι προυποθέσεις: Θα υπάρχει ενεργός σύνδεσμος προς το άρθρο ή την σελίδα. Ο ενεργός σύνδεσμος θα πρέπει να είναι do follow Όταν τα κείμενα υπογράφονται από συντάκτες, τότε θα πρέπει να περιλαμβάνεται το όνομα του συντάκτη και ο ενεργός σύνδεσμος που οδηγεί στο προφίλ του Το κείμενο δεν πρέπει να αλλοιώνεται σε καμία περίπτωση ή αν αυτό κρίνεται απαραίτητο να συμβεί, τότε θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στον αναγνώστη ποιο είναι το πρωτότυπο κείμενο και ποιες είναι οι προσθήκες ή οι αλλαγές. αν δεν πληρούνται αυτές οι προυποθέσεις, τότε το νομικό τμήμα μας θα προβεί σε καταγγελία DMCA, χωρίς ειδοποίηση, και θα προβεί σε όλες τις απαιτούμενες νομικές ενέργειες.

Άλλα Άρθρα

Culture Summit

Τελευταία Άρθρα

Πρωτοσέλιδα Εφημερίδων


King Power Tax

Pin It on Pinterest

Share This