Κι οι δυό σκοτώθηκαν σ’ αυτοκινητιστικό. Κι η μάνα. Κι ο πατέρας.
Έμειναν πέντε ορφανά, να παλινδρομούν στο σπίτι της γειτόνισσας, στη γιαγιά, στην εκκλησία.
Τρέχαμε από δω κι από κει.
Εγώ κι ο Τρύφωνας, απ΄τα τελευταία. Δέκα χρονώ εγώ…δώδεκα ο Τρύφωνας.
Μια μέρα, μου λέει «φεύγουμε».
Μαζεύουμε πέντε μπογαλάκια και φεύγουμε για την Αθήνα. Με τα ποδαράκια μας. Με ωτοστοπ, λαθραία λεωφορεία, με μια νταλίκα, ένα ταξί που μετέφερε μια ξανθιά, φιλεύσπλαχνη κυρία. Μαρία, μάλλον τη λέγανε…
Από φαΐ, ότι έχει ο δρόμος. Αλλά και δυό φορές μπουκάραμε σε μποστάνι και βοσκάγαμε θαρρείς, χαρά και θρέψη.
Ωραία που ‘ναι η ζωή…μου φώναζε ο Τρύφωνας, μπουκωμένος πότε σταφύλια, πότε ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές…
Έσταζαν ζουμιά στη μπλούζα του κι αυτός κοκορευότανε. Την τύχη του τη μαύρη αντάλλαζε, λέω εγώ…κι έμπηγα δυνατά τα δόντια…ότι βρίσκαμε…
Και ξανά ο δρόμος…
Μια μέρα φτάσαμε Αθήνα και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησιά.
Ο Τρύφωνας έκανε το σταυρό του κι εγώ από πίσω τα ίδια.
Δεν ξέραμε που να πάμε.
Κάτσαμε σ ένα στασίδι κι ο Τρύφωνας βαριανάσαινε κι ήταν σε περισυλλογή. Εγώ αφουγκραζόμουνα. Έψαχνα φωνή να με φωνάξει, ένα νεύμα από χέρι, ένα χέρι…δυό χέρια, αυτά τα χέρια των Αγίων που’ βλεπα, ‘Αη Γιώργης και πιο δίπλα αρχάγγελοι…
-η Παναγιά μου έχει στα χέρια τον Ιησού,
αγκαλιά έψαχνα…μούσκεμα και βρώμαγα στον ιδρώτα.
Εκείνος σήκωσε το σοφό του κεφάλι, είπε:
– Θα πάμε θάλασσα. Στον Περαία. Στο λιμάνι. Πάμε! Φύγαμε!
Λέω από μέσα μου «πως τα βρίσκει;»
λέω από μέσα μου σα θαύμα
μας περίμενε η θάλασσα
μπορεί βαπόρι
μπορεί ταξίδι
μπορεί ολάκερος ο κόσμος στα πόδια μας.
Έκανα άλλο ένα σταυρό για τη μάνα και τον πατέρα που φύγαν…και τον ακολούθησα.
Στη θάλασσα.
Κυρά γαλάζια αδερφέ…
Μάνα…
Photo subhamshome, https://pixabay.com