Αναξυρίδα – Περισκελίδα (Περίδεσμος των σκελών, είδος βρακίου, πανταλόνι)
Έχουμε επίσης τις λέξεις Σκέλεα , ὀξαλὶς καὶ ὀξυλάπαθος, σαράβαρα
Η ιστορία του είναι μακρά, ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια. Οι πρώτες απεικονίσεις βρέθηκαν σε ελληνικούς αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ., όπου βλέπουμε τη Μήδεια, την πριγκίπισσα της αρχαίας Κολχίδας (σημερινή Γεωργία) και ερωμένη του γνωστού Αργοναύτη Ιάσωνα, να φορά παντελόνι και πουκάμισο με μακριά μανίκια.
Αμαζόνα με παντελόνι και ασπίδα, αττικό
Αλάβαστρο, περίπου 470 π.χ., Βρετανικό Μουσείο
Σύμφωνα με την ιστορία του Ελλάνικου (5ος αιώνας π.Χ.), η επινόηση του παντελονιού αποδίδεται σε τρείς θρυλικές Ασσύριες βασίλισσες των Περσών: στην Άτοσσα, τη Ροδόγυνη και τη Σεμίραμις.
Αυτές φαίνεται να σχεδίασαν το συγκεκριμένο ρούχο, το οποίο φορούσαν άντρες και γυναίκες ανεξαιρέτως. Μάλιστα, σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται οι φυσικές διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών.Η περιβολή αυτή, που ήταν κατάλληλη για τοξότες και ιππείς, υιοθετήθηκε επίσης από τους νομαδικούς λαούς. Ο πρακτικός σκοπός του σχεδιασμού του παντελονιού ήταν η προστασία από τα στοιχεία της φύσης, η μείωση των εκδορών και της τριβής∙ καθώς και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα άτομα περνούσαν τον περισσότερο χρόνο έφιπποι/ες. Παρόμοια περιβολή φορούσαν οι βαρβαρικές φυλές, που κινούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Βορειοδυτικής Κίνας.
Σύμφωνα με τους Έλληνες συγγραφείς (Ηρόδοτος και Αρριανός),οι Σκύθες, οι Κέλτες, οι Πέρσες, οι Φρύγες και άλλοι λαοί προτιμούσαν τη συγκεκριμένη περιβολή∙ οι Έλληνες ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένοι από ανθρώπους που φορούσαν παντελόνια.
Τι κοινό είχαν μεταξύ τους αυτοί οι λαοί; Επικρατούσε ισότητα μεταξύ των δύο φύλων μέσα στις κοινωνίες που είχαν «χτίσει».
Στον αντίποδα, λοιπόν, βρίσκονταν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, που έβρισκαν το παντελόνι γελοίο και «θηλυπρεπές», και προτιμούσαν το κοντό με πτυχώσεις χιτώνα, χωρίς μανίκια. Οι δε γυναίκες φορούσαν στρώσεις από το ίδιο ύφασμα στο ύψος του αστραγάλου.
Στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε ένα νέο είδος παντελονιού, πιο στενό που κάλυπτε και τα πόδια∙ το φορούσαν οι ιππότες κάτω από την πανοπλία. Το 1500 μ.Χ. οι αναλογίες άλλαξαν, το παντελόνι έγινε πιο ογκώδες και έμοιαζε με μπαλόνι. Σταδιακά το παντελόνι απέκτησε πιο στενή ίσια γραμμή και το φορούσαν οι άνθρωποι που ανήκαν στην εργατική τάξη. Κυρίως κατά τη διάρκεια το 19ου αιώνα το παντελόνι θεωρήθηκε ως ένα ρούχο που μπορεί να φορεθεί στην καθημερινότητα μόνο από τους άντρες.
Προέλευση της λέξης Παντελόνι
Το Pantaloons (είδος καλσόν, παντελόνι) προέρχεται από το γαλλικό pantalon από το όνομα του Pantaleone ήρωα της comedia dell’arte (16ος αιώνας), ο οποίος συνήθιζε να φοράει τέτοια παντελόνια. Το όνομα Πανταλέων είναι ελληνικό και σημαίνει «πάντα λιοντάρι, σε όλα τα πράγματα σαν λιοντάρι» [Πάντα- (πάντα, όλα τα πράγματα) + –λέων (λιοντάρι)].
Παραδοξογράφοι Άπαντα 4. Εκδόσεις Κάκτος, Αθηνα,2016 – σελ. 85-86
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΝ ΠΟΛΕΜΙΚΟΙΣ ΣΥΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΙΑΙ.
Anonymi Paradoxographι: Tractatus de mulieribus
Αρχαίον Κείμενον
῎Ατοσσα. Ταύτην φησὶν ῾Ελλάνικος ὑπὸ τοῦ
πατρὸς ᾿Αριάσπου ὡς ἄρρενα τραφεῖσαν διαδέξασθαι τὴν
βασιλείαν. κρυβοῦσαν δὲ τὴν τῶν γυναίων ἐπίνοιαν τιάραν πρώτην φορέσαι, πρώτην δὲ καὶ ἀναξυρίδας καὶ τὴν τῶν εὐνούχων ὑπουργίαν εὑρεῖν καὶ διὰ βίβλων τὰς ἀποκρίσεις ποιεῖσθαι. πολλὰ δὲ ὑποτάξασα ἔθνη πολεμικωτάτη καὶ ἀνδρειοτάτη ἐν παντὶ ἔργῳ ἐγένετο.
Απόδοση στα νέα Ελληνικά
Άτοσσα. Ο Ελλάνικος λέει ότι αυτή, αφού ανατράφηκε από τον πατέρα της, τον Αριάσπη, σαν αγόρι, τον διαδέχθηκε στη βασιλεία. Και προσπαθώντας να αποκρύψει την εικόνα της γυναικείας αδυναμίας, φόρεσε πρώτη τιάρα, πρώτη και παντελόνια ,και ανακάλυψε την υπηρεσία των ευνούχων και έδινε τις απαντήσεις με γραπτά. Κι αφού υπέταξε πολλά έθνη, υπήρξε πάρα πολύ μαχητική και γενναία σε κάθε πράξη.
Ελλάνικος ο Λέσβιος
Ο Ελλάνικος (490 π.Χ. – 405 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας λογογράφος ιστορικός, που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και αναφέρεται ότι έζησε 85 χρόνια. Το κύριο έργο του είναι η Αττική ξυγγραφή (Ατθίς), που έχει ως θέμα της την ιστορία των Αθηνών από τους αρχαιότατους χρόνους (683 π.Χ.) μέχρι τις ημέρες του. Αναφέρει ακόμη και τη Ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.). Κατά το Λεξικό της Σούδας, ο Ελλάνικος έζησε ένα μέρος της ζωής του στη Μακεδονική βασιλική αυλή και πέθανε στην απέναντι της Λέσβου μικρασιατική ακτή. Η επίδρασή του στην αθηναϊκή ιστοριογραφία ήταν σημαντική και διήρκεσε μέχρι την εποχή του Ερατοσθένους (3ος αιώνας π.Χ.).Ο Θουκυδίδης αναφέρει τον Ελλάνικο (1.97) και τον κατηγορεί για έλλειψη ακρίβειας στις χρονολογίες. Είναι σημαντικό ωστόσο ότι ο Ελλάνικος διακρίνει ανάμεσα σε ό,τι κατά τη γνώμη του ήταν μυθολογία και στα ιστορικά γεγονότα ενώ προσπάθησε να θέσει και τα θεμέλια μιας επιστημονικής χρονολογήσεως βασισμένος κυρίως στον κατάλογο των ιερειών της Ήρας και λιγότερο σε γενεαλογίες, στους άρχοντες των Αθηνών κλπ. αλλά το υλικό του για κάτι τέτοιο ήταν ανεπαρκές ώστε αναγκαζόταν να καταφεύγει και σε παλιότερες μεθόδους. Ο Ελλάνικος είχε συγγράψει και άλλα τριάντα περίπου έργα, με θέματα τοπικής ιστορίας και γεωγραφίας, μυθολογικά, όπως και καταλόγους ιερειών και νικητών σε πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Υπερέβη τα στενά τοπικά πλαίσια των παλαιότερων λογογράφων και δεν ήταν ικανοποιημένος με το να επαναλαμβάνει απλώς τις παραδόσεις που είχαν γίνει ευρύτερα αποδεκτές εξαιτίας των έργων των ποιητών. Επειδή ωστόσο απέκλινε από τις παραδοσιακές μεθόδους ιστορικής συγγραφής, ο Ελλάνικος αναφέρεται συχνά από τους ίδιους τους αρχαίους ως «αναξιόπιστος» συγγραφέας. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας τον ψέγει για το ότι διατάσσει την ιστορία του όχι κατά τη φυσική σύνδεση των γεγονότων, αλλά κατά τη γεωγραφική θέση του έθνους που περιγράφει. Το ύφος του Ελλανίκου, όπως και των παλαιότερων λογογράφων, είναι ξηρό και απότομο.Το έργο του Ελλανίκου περιέχει την αρχαιότερη αναφορά στη μυθική ίδρυση της Ρώμης από τους Τρώες: γράφει ότι ο Αινείας ίδρυσε την πόλη όταν συνόδευε τον Οδυσσέα σε ταξίδια ανά το Λάτιο. Επίσης πίστευε ότι οι Ετρούσκοι σχετιζόταν με τους Πελασγούς. Συνέγραψε και ένα χαμένο σήμερα έργο, το Ατλαντίς ή Ατλαντιάς για την κόρη του Άτλαντα, βασισμένο πάνω σε ένα αρχαιότερο ομώνυμο έργο που βρέθηκε σε τεμάχια παπύρου (P.Oxy. 1359. Βλ. Carl Robert: «Eine epische Atlantias», Hermes τόμος 52, σσ. 477-79, 1917).
TLG ( Thesaurus Linguae Graecae)
Diodorus Siculus Hist., Bibliotheca historica (lib. 1–20) (0060: 001)
“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer, K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)
Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890; 3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.
Book 5, chapter 30, section 1, line 3
ἐσθῆσι δὲ χρῶνται καταπληκτικαῖς, χιτῶσι
μὲν βαπτοῖς χρώμασι παντοδαποῖς διηνθισμένοις
καὶ ἀναξυρίςιν, ἃς ἐκεῖνοι βράκας προσαγορεύου-
σιν· ἐπιπορποῦνται δὲ σάγους ῥαβδωτοὺς ἐν μὲν
τοῖς χειμῶσι δασεῖς, κατὰ δὲ τὸ θέρος ψιλούς, πλιν-
θίοις πυκνοῖς καὶ πολυανθέσι διειλημμένους.
Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia vetera et recentiora)
Vita-scholion 838-845, line 8
ἡ δὲ
ὀξαλὶς καὶ ὀξυλάπαθος ἡ αὐτὴ καὶ ἀναξυρὶς καλεῖται.
Critias Eleg., Phil., Trag., Fragmenta
Fragment 38, line 1
ϝιι 59 τὰς δὲ ἀναξυρίδας καὶ <σκελέας>
καλοῦσιν· τὸ μὲν ὄνομα καὶ παρὰ Κριτίαι ἔστιν <ἐν ταῖς Πολιτείαις.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω)
Alphabetic letter sigma, Page 500, line 5
.
<Σαράβαρα>: ἐσθὴς Περσική· ἔνιοι δὲ λέγουσι βρακία.
Πηγές
Ιστορίαι (Ηροδότου)/ Μελπομένη 4, 116
Αρριανός – Βιβλίον Έβδομον:Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (7.13.2-7.14.7)
Carl Müller: Fragmenta historicorum Graecorum, i και iv.
Ludwig Preller: De Hellanico Lesbio historico (1840)
Lehmann-Haupt: Hellanikos, Herodot, Thukydides, Klio vi 127 κ.ε. (1906)
J.B. Bury: Ancient Greek Historians (1909), σ. 27 κ.ε.
Ιωάννη Κακαβούλια: Ελληνική Γραμματολογία (αρχαία και βυζαντινή), εκδ. Νικόδημος, Αθήνα
TLG
photos https://el.wikipedia.org, https://badasschicksofhistory.blogspot.com/ – danielsampaioneto / https://pixabay.com