Ιωάννης Μεταξάς – Σπύρος Παξινός – Κωνσταντίνος Μανιαδάκης
Από τις εγγραφές στο «Ημερολόγιο» του μηνός Οκτωβρίου 1940 φαίνεται καθαρά, ότι ο Μεταξάς γνώριζε ότι επίκειται επίθεση των Ιταλών και την περίμενε. Πέραν από τις πληροφορίες των Ελληνικών Μυστικών Υπηρεσιών υπήρξε κάποιο συναρπαστικό γεγονός που εδραίωσε την πεποίθηση του Μεταξά ότι οι Ιταλοί θα επιτεθούν εναντίον μας μέσα στον Οκτώβριο.
Ο Σπύρος Παξινός ήταν Έλληνας αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων που υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους των μυστικών υπηρεσιών της Ελλάδος και διατέλεσε διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών από το 1936 έως το 1941.
Ο Παξινός το 1937 και στην Αθήνα τοποθετήθηκε επικεφαλής του νεοσύστατου Κέντρου Αλλοδαπών, που στην ουσία ήταν μία υπηρεσία Αντικατασκοπείας.
Ο Παξινός έδωσε διαταγή στον Μανιαδάκη αρχηγό τον μυστικών υπηρεσιών να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους Ιταλούς και τι σκοπεύουν να κάνουν.
Ο Μανιαδάκης ( Ήταν τότε Υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας ). προκειμένου να συγκεντρώση πληροφορίες επενόησε το ακόλουθο τέχνασμα. Παρακάλεσε την κοσμική κυρία Ρετσίνα, της μεγάλης βιομηχανίας υφασμάτων, να παραθέσει προς τιμήν του Ιταλού Πρεσβευτούν Γκράτσια δείπνο στο κέντρο «Μάξιμε» και να βάλει δίπλα στον Ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο να καθήση κάποιος Έλλην της κατασκοπείας.Πράγματι η κυρία Ρετσίνα ωργάνωσε στο «Μαξίμ» δεξίωσιν στην οποίαν προσεκλήθησαν οι Ιταλοί επίσημοι και πολύς κόσμος. Καθόρισε τις θέσεις στο τραπέζι έτσι όπως της εζήτησε ο Μανιαδάκης. Ο Παξινός (Δ/ντης κατασκοπείας) εκκάλεσε τον νεαρό υπαστυνόμο Ε. Σπηλιόπουλο, που ήξερε Ιταλικά, και τον διέταξε να πάρη για συνοδό του μία ωραία δεσποινίδα από νυκτερινό κέντρο, δήθεν ως μνηστή του, και να παρακολουθή προσεκτικά τις συζητήσεις μεταξύ των Ιταλών.Κατά την διάρκειαν του δείπνου η κυρία Ρετσίνα έκανε πρόποσιν υπέρ του Μουσσολίνι και της Ιταλίας κ.λπ. Μετά σηκώθηκε ο Ιταλός Πρεσβευτής Γκράτσι και με υψωμένο το ποτήρι ανταπέδωσε ευχόμενος ευτυχία στον Ελληνικό λαό. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος σκύβει δίπλα και λέγει χαμογελώντας στον βοηθό του. «Να δούμε τι θα πη ο Ελληνικός λαός τον Οκτώβριο».
Ο Σπηλιόπουλος, που φυσικά ουδείς εγνώριζε ότι ήτο αξιωματικός της κατασκοπείας, άκουσε όσα είπε ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος και, εύγε του, τα εθεώρησε άξια να αναφερθούν στους ανωτέρους του. Αργά την νύχτα τελείωσε η δεξίωση και αρχίζει μία κινηματογραφική περιπέτεια, που θα την αναφέρω χάριν του ενδιαφέροντός της. Ο νεαρός υπαστυνόμος, αφού πλήρωσε την δεσποινίδα για την συνεργασία θέλησε να συνεχίσουν την διασκέδαση. Εκείνη αρνήθηκε, λογόφεραν σφοδρά και ο νεαρός της έδωσε ένα χαστούκι. «Αυτό που έκανες θα μου το πλήρωσης. Θα δης ποιά είμαι εγώ», τον απείλησε και έφυγε.Η ώρα ήταν περασμένη. Ο Σπηλιόπουλος πηγαίνει στο γραφείο του, γράφει λεπτομερώς την αναφορά του, τι άκουσε δηλαδή να λέγη ο Ιταλός αξιωματικός, την αφήνει στο υπασπιστήριο του προϊσταμένου του και φεύγει να κοιμηθή όχι στην οικία του, αλλά στον πατέρα του.
Το πρωϊ ο προϊστάμενός του διαβάζει την αναφορά, εκτιμά την σοβαρότητά της και την παραδίδει στον Παξινό, ο οποίος με την σειρά του, δίχως καθυστέρηση, την πηγαίνει στον Μανιαδάκη. Ο δαιμόνιος Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζει ότι πρέπει να την μάθη ο Μεταξάς αμέσως. Ο Μεταξάς, διάβασε προσεκτικά την αναφορά του Σπηλιόπουλου. «Πρόκειται για σημαντική πληροφορία», σχολίασε. «Φέρτε μου τώρα τον Αξιωματικό που την συνέταξε, θέλω να μιλήσω μαζί του».Ο Μανιαδάκης τηλεφωνεί στον Παξινό και τον διατάσσει να έλθη στο γραφείο του μαζί με τον Σπηλιόπουλο, τον οποίον αναζητούν, αλλά δεν βρίσκουν διότι είχε όπως είπαμε κοιμηθη στον πατέρα του. Ο χρόνος περνά κι όλοι ανησυχούν. Κατά τις ένδεκα εμφανίζεται ανύποπτος ο Σπηλιόπουλος στην υπηρεσία του. Μόλις τον βλέπει ο προϊστάμενός του αρχίζει τις παρατητήσεις. «Που είσαι;», «Έλα, σε θέλει ο Διευθυντής, πρόκειται για τα χθεσινά». Ο Σπηλιόπουλος, μου διηγείται, ενόμισε ότι επρόκειτο για το χαστούκι που έδωσε στην δεσποινίδα και νόμιζε ακόμη ότι αυτή τον κατήγγειλε, ότι θα ’χε κάποιον ισχυρό γνωστό και ότι θα του ζητούσαν τον λόγο για την πράξι του.Μπαίνει στο γραφείο του Παξινού ο οποίος αμέσως σηκώνεται και του λέγει: «Πάμε γρήγορα, μας περιμένει ο Μανιαδάκης». Ο Σπηλιόπουλος τα έχασε. Ο Μανιαδάκης δεν ήταν μικρό πράγμα. Το ζήτημα λοιπόν έλαβε τέτοια έκταση. Εξακολουθεί να πιστεύη ότι ο Μανιαδάκης τον θέλει για το χαστούκι. Μέσα στο αυτοκίνητο σκέφτεται πόση δύναμη είχε εκείνη η γυναίκα για να φθάση μέχρι τον Μανιαδάκη. Προετοιμάζεται τι περίπου θα πη. Φθάνουν στο γραφείο του Μανιαδάκη. Στέκεται προσοχή μπροστά στον πανίσχυρο Υπουργό Ασφαλείας. «Κύριε Υπουργέ να σας αναφέρω ότι…», «Άστα, άστα», τον διακόπτει ο Μανιαδάκης, «θα τα πης στον Μεταξά, πάμε». Ο Σπηλιόπουλος κατέρρευσε. Στον Μεταξά! Πότε πρόλαβε η… Εξακολουθεί να νομίζη ότι πρόκειται για το χαστούκι.
Στο γραφείο του Μεταξά
Ο Εθνικός Κυβερνήτης τον χαιρέτησε, του έδειξε να καθήση. Στα χέρια του κρατούσε την αναφορά και τότε ο Σπηλιόπουλος κατάλαβε γιατί τον ήθελαν. «Εσύ έγραψες αυτό;» ρώτησε ο Μεταξάς. «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ». «Θέλω να θυμηθής ακριβώς τι συζήτησαν οι δύο Ιταλοί, πως ακριβώς το άκουσες στα Ιταλικά». Ο Σπηλιόπουλος αναφέρει λεπτομερώς τα λεχθέντα. Ο Μεταξάς τον πλησιάζει, του σφίγγει το χέρι: «Να ξέρης, παιδί μου, ότι προσέφερες μεγάλη υπηρεσία στην Πατρίδα». Προ ετών, όταν μου διηγείτο την σκηνή αυτή ο Σπηλιόπουλος έβλεπα δάκρυα στα μάτια του».
Ο Μεταξάς, ο μεγάλος αυτός Έλληνας, κατηγορήθηκε από αυτούς που υπονόμευσαν την Ελλάδα προς χάριν ξένων συμφερόντων ως «στυγνός δικτάτωρ». Κατηγορήθηκε και από άλλους, πραγματικούς δημοκράτες, οι οποίοι, όμως, αργότερα θα ανασκευάσουν την γνώμη τους γι’ αυτόν. Όμως ο Μεταξάς δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ενεργή για το καλό της πατρίδος του. Δεν έκλεψε, δεν ζούσε στην χλιδή, και κυρίως δικαιώθηκε από αυτούς που τον κατηγόρησαν. Το πως ζούσε το αναφέρει ο Γκράτσι στο βιβλίο του, όταν λέη «Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μία μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό»…
Η ανάλυση της ιστορικής στιγμής αλλά και της προσωπικότητος του Ιωάννου Μεταξά από τον ίδιο τον αντίπαλό του είναι δηλωτική της προσωπικότητος του μεγάλου Ανδρός.
Μου έσφιξε το χέρι, γράφει ο Γκράτσι, και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζη. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
“Alors c’ est la guerre” Λοιπόν, είναι πόλεμος.
Και κατέληξε: … “Vous êtes les plus forts” (είσθε οι πιο ισχυροί).
(Ο Μεταξάς όμως είχε προετοιμαστεί για τον επικείμενο πόλεμο κρυφίως)
Με την σειρά μου, γράφει ο Γκράτσι, δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μία τουλάχιστον φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στην μακράν σταδιοδρομίαν μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου, μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν, όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξη για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως.
Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του”.
Αλλά και αυτοί που τον κατηγόρησαν κάποτε, έγραψαν, προς τιμήν τους, μετά, ύμνους υπέρ του Μεταξά.
Την ίδια νύχτα
Την νύχτα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο Ιταλός πρέσβης ουσιαστικά κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, μετά την άρνηση του Έλληνα Πρωθυπουργού να επιτρέψει την είσοδο των Ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η Υπηρεσία Αλλοδαπών Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών και Κέρκυρας (Δηλαδή Η Υπηρεσία Ελληνικής Αντικατασκοπίας), ενήργησαν αστραπιαία και συνέλαβαν όλους ανεξαιρέτως τους Ιταλούς πράκτορες πληροφοριών, πριν ακόμα ξημερώσει και τους συγκέντρωσαν, σε ειδικό στρατόπεδο. Αυτό σημαίνει ότι του παρακολουθούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα
Ο σπουδαίος διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου» (σελ. 19) γράφει: Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Μεταξά, διότι είπε, ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός, το μέγα «Όχι».
Λέγουν, όσοι αντικρύζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της Ιστορίας, ότι το «Όχι» δεν το είπεν ο Μεταξάς· ότι το είπεν ο Ελληνικός Λαός. Ναι, το είπεν ο Ελληνικός Λαός, αλλά αφού το είχε είπη ο Μεταξάς.
Πηγές:
«Ψυχολογικός πόλεμος, κατασκοπεία αντικατασκοπεία» Νικολάου Αρχιμανδρίτου (1960)
«Αστυνομικά Χρονικά» Τόμος β’ 1954.
Μεταξάς: Το προσωπικό του Ημερολόγιο.4 Τόμοι. Αθήνα. Εκδόσεις Γκοβόστης