Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες
ΜΕΡΟΣ 7
Σημείωμα της συγγραφέως: Οι απόψεις που εκφράζονται, καθώς και οι γεωργαφικές και ιστορικές αναφορές αντικατοπτρίζουν την προσωπική μνήμη και εμπειρία της αφηγήτριας ως παιδιού (γεννημένη το 1930-1932) και δεν αποτελούν ιστορική ανάλυση των γεγονότων ή μπορεί να διαφέρουν από επίσημες ιστορικές καταγραφές.
Προδότες και πατριώτες: Παιδικές αναμνήσεις της Κατοχής
Στην αυλή μας εκείνη την εποχή υπήρχε ένας ανόητος άνδρας. Ήταν νέος, όταν εγώ ήμουν παιδούλα αυτός ήτανε παλικάρι. Αυτός δούλευε στο αεροδρόμιο μας, το παλιό μας αεροδρόμιο που λεγόταν Χασάνι. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το αεροδρόμιο, αυτός που ήταν επιτήδειος, κατάφερε να βρει δουλειά εκεί και δούλευε. Οι άνθρωποι στη γειτονιά όμως τον υποπτεύονταν και τον χαρακτήρισαν δωσίλογο, έλεγαν ότι πρόδιδε τους αντιφρονούντες στους Γερμανούς, αν και δεν έκανε κάτι τέτοιο. Απλά ήταν τύπος φαφλατάς, πολυλογάς, ήθελε να επιδεικνύεται, να λέει ότι περνούσε καλά και να καυχιέται ότι έχει τα μέσα.
Μια μέρα είχε ένα ατύχημα και έσπασε τα γόνατά του και από τότε περπατούσε με πατερίτσες. Δεν ξέρω αν πράγματι ήταν ανάπηρος ή αν απλά τις χρησιμοποιούσε για το όφελός του, επειδή με τις πατερίτσες ήταν ο πρώτος που μπαινόβγαινε παντού και πηδούσε τις ουρές. Εξάλλου, κάποια πράγματα που οι άνθρωποι έκρυβαν, όπως τρόφιμα, ξαφνικά του αποκαλύπτονταν μόνο σε αυτόν από συμπόνια.
Όταν οι Γερμανοί έφυγαν και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ άρχισαν να καθαρίζουν τους προδότες, ήρθαν και για αυτόν γιατί τον κατηγόρησαν ως υποστηρικτή των Γερμανών και συνεργάτη. Εκείνη την εποχή ήμουν ακόμα πολύ μικρή και τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου δεν ήταν ακόμα ευρέως γνωστά. Τα “Δεκεμβριανά” είχαν συμβεί και αυτό ήταν το μόνο που γνωρίζαμε στη γειτονιά, διότι όλοι ζήσαμε τη μάχη του Μακρυγιάννη, το σύνταγμα κοντά στο σπίτι μου που οι αντάρτες συνάντησαν την τελική αντίσταση και έχασαν.
Για να σου εξηγήσω τι συνέβη με εκείνον τον άνθρωπο, πριν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ χάσουν, είχαν δικά τους παιδιά στους δρόμους, τα έβαζαν και κρατούσαν πόστο σε κάθε γωνία. Αυτά ήταν δεκαπέντε, δεκαέξι ή δεκαεφτά χρονών με όπλο στο χέρι. Αυτό δεν ήταν πολύ παράξενο, επειδή ακόμα κι εγώ που ήμουν μικρότερή από αυτούς, ήξερα για όλα τα γεγονότα στη γειτονιά και πήγαινα εθελοντικά. Είτε ήταν το ΕΠΟΝ, το νεανικό τμήμα του ΕΛΑΣ, είτε ήταν η ΕΔΕΣ, εγώ έτρεχα και χειροκροτούσα. Δεν ήξερα εγώ τη διαφορά, πάντα νόμιζα ότι ήταν όλοι αντάρτες εναντίον των Γερμανών. Αλλά δεν μπορούσαν να με εντάξουν πουθενά λόγω της μικρής μου ηλικίας, έπρεπε να περιμένω τρία χρόνια κι έτσι δεν μπήκα σε καμία οργάνωση.
Καθώς βρισκόμασταν στο δρόμο και παίζαμε μπάλα με τα παιδιά της ηλικίας μου, υπήρχε ένα από αυτά τα μεγαλύτερα παιδιά με τα όπλα στη γωνία. Φυλούσε καραούλι. Η μπάλα που παίζαμε, λοιπόν, έπεσε στα πόδια εκείνου του αγοριού που ήταν στη γωνία και εγώ πήγα να την πιάσω. Αυτά τα παιδιά ήταν πάντα παιδιά από τις μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου και πάντα κακοί μαθητές, προσωπικά δεν ήξερα κανέναν που να ήταν καλός μαθητής και να κάνει τόση κοπάνα από το σχολείο. Ίσως κάποιος από την οικογένειά τους να ήταν μέλος και των οργανώσεων των ενηλίκων και για αυτό να γράφονταν κι αυτά, αλλά δεν είναι απόλυτο. Για παράδιεγμα, εδώ στην αυλή μας είχαμε μια οικογένεια που ο πατέρας ήταν αληθινός κομμουνιστής -όχι ένας χαρακτηρισμένος, αλλά ένας αληθινός, ένας ιδεολόγος. Μα όταν μεγάλωσε ο γιος του, έγινε το αντίθετο, ενάντια του πατέρα του, έγινε ένας εθνικόφρων όπως τους έλεγαν. Ενώ είχαμε και το αντίθετο, τον πατέρα να είναι εθνικόφρονας και τον γιο να είναι κομμουνιστής.
Καθώς βρισκόμασταν στο δρόμο και παίζαμε μπάλα με τα παιδιά της ηλικίας μου, υπήρχε ένα από αυτά τα μεγαλύτερα παιδιά με τα όπλα στη γωνία. Φυλούσε καραούλι επειδή η γειτονιά μας άνηκε στον ΕΛΑΣ, είχαν καταλάβει τις φυλακές εδώ κοντά και είχαν σκοτώσει τον αστυνομικό φρουρό στη Φραντζή. Να το θυμάσαι ότι έβαζαν αυτά τα παιδαρέλια να κάνουν τη βρώμικη δουλειά – κάτι που τώρα που μεγάλωσα το θεωρώ απαράδεκτο και εγκληματικό για την παιδική ηλικία. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα παιδιά έπρεπε να κρατούν όπλα, ενώ οι μεγάλοι ήταν στα τοπικά τους γραφεία να τρώνε και να πίνουν. Γιατί και δεκαεπτά χρονών να είσαι, παιδί είσαι.
Τότε, το μόνο μέρος που δεν είχε καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ ήταν το ίδιο το κέντρο της Αθήνας. Το μόνο αστυνομικό τμήμα που κρατούσε ήταν του Μακρυγιάννη, που φύλαγε τη Βουλή και τους υπουργούς. Η Αθήνα ήταν πολύ μικρή, από την Ακρόπολη μέχρι το Σύνταγμα -φαντάσου τα Πατήσια ήταν έξω από την Αθήνα, ήταν ανθόκηποι. Ακόμα και το Γκάζι ήταν μια βιομηχανική ζώνη, χωρίς καθόλου κόσμο. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα οικόπεδο που άνηκε στην περιοχή του Μενιδίου. Όλα τα οικόπεδα βόρεια της Ομόνοιας ανήκαν στο Μενίδι, δηλαδή στις Αχαρνές. Αν ποτέ πας στην οδό Αιόλου, στα κεντρικά της Αγροτικής Τράπεζας, θα δεις ότι από κάτω βρήκαν αρχαία ερείπια που τα κάλυψαν γιατί αυτή ήταν η αρχαία Αχαρναϊκή οδός, αυτή που οδηγούσε στο Μενίδι. Η Αθήνα τελείωνε στην οδό Αιόλου.
Η μπάλα που παίζαμε, λοιπόν, έπεσε στα πόδια εκείνου του αγοριού που ήταν στη γωνία και εγώ πήγα να την πιάσω. Εκείνη τη στιγμή, ένας μεγάλος τύπος πλησίασε το παιδί και του είπε ότι σε πέντε λεπτά έπρεπε να πάει στο σπίτι στην οδό Θεοδώρου Γεωμέτρη τάδε και να συλλάβει τον Στέλιο Οικονόμου. Αυτό ήταν το σπίτι μου! Θα έρχονταν στην αυλή μας, εκεί που όλοι μαζί ζούσαμε και είχαμε παλέψει τόσο να επιβιώσουμε από την πείνα της Κατοχής. Θα έστελνε επίσης κάποιον άλλο μαζί του, σύνολο δύο παιδιά με όπλα, να τον φέρουν για ανάκριση απάνω στο 13, που ήταν ο τόπος εκτέλεσης στον Άγιο Γεώργιο.
Το άκουσα αυτό τώρα, εγώ ήμουν παιδί και δεν φοβήθηκα καθόλου -δεν σκέφτηκα καν τις συνέπειες, απλά ήξερα ότι έπρεπε να προστατεύσω έναν άνθρωπο της αυλής μας. Πήρα τη μπάλα από τα πόδια του, την έδωσα στη φιλενάδα μου που παίζαμε μαζί, δεν είπα τίποτα και πήγα αμέσως μέσα στην αυλή. Πήγα στο δωμάτιό του Οικονόμου, γιατί αυτός ο φαφλατάς ζούσε δίπλα από το δικό μας δωμάτιο και βρήκα την κυρά-Τασία, τη μητέρα του.
Της είπα: «Κυρά-Τασία, πάρε τον γιο σου κι εξαφανίσου γιατί θα έρθουν τώρα να τον πάρουνε δύο άνθρωποι με όπλα να τον πάνε στο 13 για ερωτήσεις». Δεν είχα χρόνο να της πω πώς το άκουσα. «Παρ’ το παιδί σου και φύγε!» Μα δεν προλάβανε. Αυτός καθόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, επειδή είχε γίνει τεμπελχανάς, μόνο η μητέρα του δούλευε. Τον σήκωσε, τον πήρε παραμάσχαλα, μα δεν κατάφεραν να φύγουν. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν, μπαίνουν δύο άντρες με όπλα και λένε: «Εσύ έλα μαζί μας για ανάκριση πάνω στο στρατηγείο».
Αλλά εκείνη, η μάνα, τους ακολούθησε και σε όλο το δρόμο φώναζε, ούρλιαζε έκλαιγε: «Πού το πάτε το παιδί μου; Φονιάδες! Θα τον σκοτώσετε! Φονιάδες!» Αυτοί προσπαθούσαν να την διώξουν: «Βούλωσ’ το» της έλεγαν «σκάσε». Μετά, ήρθαν περισσότερες ενισχύσεις και τον έσερναν προς τα κεντρικά. Αλλά εκείνη συνέχιζε να τους ακολουθεί. Τον φτάσανε μέσα στο Στρατηγείο πάνω και μπήκε μέσα και αυτή. Τους λέει: «Δώστε μου πίσω το παιδί μου, αλλιώς οτιδήποτε κάνετε σε αυτόν, πρέπει να το κάνετε και σε εμένα». Οι άνθρωποι βγήκαν έξω από τα σπίτια τους λόγω των ουρλιαχτών της και τους ακολούθησαν κι αυτοί, μαζεύτηκε μπουλούκι έξω. Αυτή η κατάσταση λοιπόν τους έφερε φόβο.
Τελικά, της τον παρέδωσαν χωρίς να τον ανακρίνουν. «Σκοτώστε εμένα, όχι αυτόν», φώναζε και έσκουζε και όλοι οι άνθρωποι ήθελαν να δουν τι θα συμβεί. Έτσι τον άφησαν ελεύθερο, με σχέδιο να τον πιάσουν κάποια άλλη στιγμή. Αλλά δεν μπόρεσαν να τον βρουν σε άλλη στιγμή, γιατί αμέσως που τον αφήσαν εκείνη τον εξαφάνισε. Κανείς δεν ξέρει πού τον πήρε, πρέπει να πήγε σε άλλο σπίτι. Τον έκρυψε για πολύ καιρό και εμφανίστηκε μετά από χρόνια που ηρέμησε η κατάσταση. Έτσι αυτό το παιδί σώθηκε και μεγάλωσε, έκανε οικογένεια, χώρισε, έζησε τη ζωή του. Βίος και πολιτεία.
Εγώ προσωπικά ένιωσα μεγαλύτερο φόβο μετά την Κατοχή, παρά κατά τη διάρκειά της. Αλλά υπήρξε ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια της Κατοχής που έκανε όλη μας την οικογένειά μας να αναστατωθεί. Στην οδό Βουλιαγμένης, στην ύψος του Νέου Κόσμου, οι αντάρτες σκότωσαν έναν Γερμανό στρατιώτη. Όπως περπατούσε ο Γερμανός, του είχαν στήσει καρτέρι και τον σκοτώσανε. Όταν οι Γερμανοί έχαναν έναν από τους στρατιώτες τους, μάζευαν όλους τους άντρες σε εκείνη την περιοχή σε μεγάλη ακτίνα και αυτή τη φορά η ακτίνα περιλάμβανε και το σπίτι μας. Πήγαν από σπίτι σε σπίτι και πήραν όποιον βρήκαν και δεν ξέρω πόσους άντρες έστησαν ενάντια στον τοίχο και τους σκότωσαν. Αθώες ψυχές.
Το ακούσαμε από στόμα σε στόμα. Τότε μόνο ο θείος μου δούλευε, ο πατέρας μου είχε πρόβλημα με την καρδιά του και είχε κλείσει το μαγαζί του στον Νέο Κόσμο. Ο θείος μου δεν μπορούσε να τα καταφέρει μόνος, έτσι βρήκε δουλειά ως υπάλληλος αρχικά σε ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι και μετά συνταξιοδοτήθηκε από άλλη δουλειά, σε μια εργοστασιακή μονάδα που κατασκεύαζε αθλητικά παπούτσια. Ο θείος μου ήταν αυτός που ζούσε την οικογένεια εκείνα τα χρόνια. Μόλις άκουσε ο θείος μου ότι οι Γερμανοί πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, πήρε τον πατέρα μου και εμάς τα παιδιά και άφησε τη μητέρα μου με το μικρό παιδί στο σπίτι. Μας πήγε με τα πόδια στο κατάστημα όπου δούλευε στο Μοναστηράκι επειδή είχε το κλειδί. Οι Γερμανοί δεν έπαιρναν τις γυναίκες και τα μωρά, αλλά φοβήθηκε ότι θα μας πάρουν κι εμάς, τα κορίτσια. Η μητέρα μας μάς έδωσε δύο κουβέρτες και πήγαμε στο κατάστημα όπου περάσαμε τη νύχτα χωρίς να κοιμηθούμε καθόλου από την ανησυχία μας. Και την επόμενη μέρα το μεσημέρι επιστρέψαμε.
― Μάθατε ότι τους σκότωσαν; ρώτησα τη γιαγιά μου γιατί προς στιγμή μου φάνηκε ότι θα ήταν επιπλέον τρομακτικό για τα παιδιά να επιβεβαίωσαν ότι αυτό που φοβόντουσαν συνέβη στα αλήθεια.
― Μάθαμε ότι πήραν εκατόν πενήντα ανθρώπους που δεν επέστρεψαν ποτέ. Όσους άντρες συγκέντρωσαν, κανείς δεν τους ξαναείδε. Αυτό ονομαζόταν αντίποινα. Μα… Δεν έφαγες τίποτα όσο σου μιλάω! Για εσένα τα έβγαλα όλα αυτά…
Θυμήθηκα αυτά που μου είπε για το πώς μάζευαν χόρτα στην Κατοχή και είδα την περηφάνεια στο βλέμμα της για όλα όσα μου είχε ετοιμάσει.
― Πώς να φάω… Εντάξει, λοιπόν, θα κάνουμε ένα διάλειμμα.
(συνεχίζεται)
photo by tes112, https://pixabay.com