EnglishGreek

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Σε εκείνους που σκέπτονται πως η Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σημασία ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Η σημερινή, όπως και η παλιά Ελλάδα, έχει υψίστη σημασία για οποιονδήποτε ψάχνει να βρει τον εαυτό του.

Χένρυ Μίλλερ, 1891-1980, Αμερικανός συγγραφέας

Η Ελληνική εφημερίδα και το Ελληνικό Ραδιόφωνο της Florida, με έδρα το Miami
The Greek News and Greek Radio in  FL

Subscribe to our newspaper
EnglishGreek

Σεβαστή η Επιμνήμων – Μερος 8

16 Sep, 2025
ΣΕΒΑΣΤΗ Η ΕΠΙΜΝΗΜΩΝ – ΜΕΡΟΣ 8

photo by ArtTower, www.pixabay.com

ΣΕΒΑΣΤΗ Η ΕΠΙΜΝΗΜΩΝ – ΜΕΡΟΣ 8

Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες

Ένα δέντρο μεγαλώνει κάτω απ’ την Ακρόπολη

 

 

― Θυμάσαι κάποιο άλλο  ιδιαίτερο περιστατικό από την Κατοχή; Κάτι που σου έκανε εντύπωση;

― Φυσικά και θυμάμαι γιατί ήμουν η πρωτότοκη στην οικογένεια και όπου ήθελε να πάει ο πατέρας μου, με έπαιρνε κι εμένα μαζί του. Μερικές βραδιές πηγαίναμε σε ένα σπίτι στη σημερινή Δάφνη, που τότε λεγόταν Κατσιπόδι, σε μια οικογένεια που ο πατέρας μου ήταν σαν αδελφός με τον πατέρα αυτής της οικογένειας. Είχαν δύο γιους, τον Γρηγόρη και τον Παύλο. Δυνατά αγόρια και τα δύο. Είχαν έρθει και αυτοί από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της επανάστασης εναντίον του Τσάρου.

Την εορτή του Αγίου Γρηγορίου ο μεγαλύτερος, ο Γρηγόρης ή ο Γκρίσας όπως τον λέγαμε, γιόρταζε και προσκάλεσε τον πατέρα μου να πάει επειδή είχαν ετοιμάσει γλέντι. Έτσι, με πήρε μαζί του και πήγαμε. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια μονοκατοικία και ο μικρότερος γιος ο Παύλος αγαπούσε πολύ τη μουσική και τότε έπαιζε πιάνο. Φυσικά, οι συγκεντρώσεις ήταν απαγορευμένες και υπήρχε συσκότιση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πράγμα που σήμαινε ότι τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με κόλλες μπλε ώστε να μην φαίνεται φως απ’ έξω. Αυτό ήταν για να μη μας βομβαρδίζουν.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Συμμαχικές δυνάμεις πλέον ερχόντουσαν συχνά πυκνά για να βομβαρδίσουν σημαντικούς στόχους όπως το Χασάνι, παρόλο που η Αθήνα θεωρούνταν ανοχύρωτη πόλη. Βομβαρδίζαν το αεροδρόμιο και το λιμάνι του Πειραιά. Δε μαθαίναμε βέβαια για τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών, αν σκοτωνόντουσαν κάποιοι ή όχι, επειδή δεν υπήρχαν μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τον Τύπο τον έλεγχαν οι Γερμανοί, οι εφημερίδες λογοκρίνονταν και υπήρχε περιορισμένη πληροφόρηση. Ακούγαμε μόνο τα αεροπλάνα να πλησιάζουν και τον ήχο των σειρήνων που υποδείκνυαν ότι έρχονταν τα αεροσκάφη των Συμμάχων. Παρόλα αυτά, η Ακρόπολη δε βομβαρδίστηκε ούτε από τους Γερμανούς ούτε από τους Συμμάχους. Σεβάστηκαν το μνημείο και δεν έχω ακούσει τίποτα για βόμβες να πέφτουν εκεί.

Καθίσαμε και φάγαμε. Υπήρχαν μόνο λίγοι άνθρωποι στο σπίτι, ο πατέρας μου και εγώ, αυτή η οικογένεια και ίσως δύο ακόμα άτομα. Δεν υπήρχε όριο στον αριθμό των ανθρώπων αλλά ούτως ή άλλως όλα γινόντουσαν με μεγάλη επιφύλαξη. Ύστερα, ήρθε η ώρα να φύγουμε και ήταν ήδη αργά. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, είπαμε τα αντίο μας και βγήκαμε έξω από το σπίτι. Όταν βγήκαμε έξω, ήταν εντελώς μαύρο σκοτάδι και δεν μπορούσαμε να δούμε πού πατούσαμε, τίποτα, δεν υπήρχαν φώτα στους δρόμους ούτε από τα σπίτια. Πήγαμε από μια φωταψία που υπήρχε μέσα στο σπίτι, στο απόλυτο σκοτάδι.

Την εποχή εκείνη οι δρόμοι της Αθήνας είχαν σκαφτεί και μετατραπεί σε χαντάκια. Επειδή κάθε φορά που ακούγαμε τις σειρήνες και ο εχθρός πλησίαζε, αν και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί δε βομβάρδιζαν την Αθήνα, οι άνθρωποι φοβόντουσαν και έπεφταν σε αυτά τα χαντάκια, τα λεγόμενα καταφύγια. Καθώς περπατούσαμε, δεν είδαμε ένα από αυτά τα χαντάκια και όταν ο πατέρας μου σήκωσε το πόδι του και έκανε ένα βήμα, έπεσε μέσα στο χαντάκι και χτύπησε. Κρατώντας το χέρι μου, με παρέσυρε μαζί του και έπεσα πάνω του. Ήταν μεγάλο βάθος αλλά δε χτύπησα· ήμουν παιδί και το σώμα μου ήταν λάστιχο. Αλλά ο πατέρας μου δεν μπορούσε να βγει, είχε χτυπήσει αρκετά και εγώ δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Βογγούσε και ζητούσε βοήθεια: «Βοήθεια, βοήθεια!» Φυσικά, δεν επιτρεπόταν να είμαστε έξω τέτοια ώρα, αλλά φώναζε βοήθεια, μήπως τον ακούσει κάποιος από τη γειτονιά και βγει να τον βοηθήσει. Εγώ, ως παιδί, τα κατάφερα κάπως να ανέβω και να βγω έξω από το χαντάκι, αλλά δεν μπορούσα να τον τραβήξω. Μα, αντί να ανοίξει κάποια πόρτα και να βγει κάποιος έξω να βοηθήσει δεν έγινε τίποτα γιατί οι όλοι φοβόντουσαν. Σταμάτησε ένας Ιταλός στρατιώτης με τη στολή, που συνοδευόταν από μια Ελληνίδα κοπέλα. Την εποχή εκείνη, πολλές Ελληνίδες γνώριζαν Ιταλούς στρατιώτες, τους παντρευόντουσαν και έφευγαν για την Ιταλία.

Μια από αυτές είναι και η αδερφή μια φίλης μου. Παντρεύτηκε έναν Ιταλό, έζησε εκεί στην Ιταλία,  έκανε παιδιά, την οικογένειά της. Προ ημερών μάλιστα ήρθε πίσω να δει την αδερφή της που ζει στο Χαλάνδρι. Παρευρεθήκαμε σε μια μνημόσυνη δέηση μαζί, η φίλη μου η Άννα, η αδερφή της η Αλίκη και εγώ. Μια τέτοια περίπτωση σαν της Αλίκης ήταν πολλές κοπέλες. Φυσικά, την εποχή εκείνη, ήταν κατακριτέες οι κοπέλες που πήραν Ιταλούς.

Αλλά για να σου πω την αλήθεια, όταν πρόσφατα, αφού πέθανε ο παππούς σου και άρχισα να κάνω τα πρώτα μου ταξίδια, ταξίδεψα με εκδρομή της εκκλησίας και διασχίσαμε την Ιταλία, ξεκινώντας από τη Βενετία, τη λάτρεψα τη χώρα αυτή τόσο πολύ! Τόσο μου άρεσε η χώρα και ο λαός που είπα ότι θα μπορούσα να ζήσω εκεί! Τι να σου κάνω, ήμουν μόνο δεκατεσσάρων χρονών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αν ήμουν δεκαοχτώ, βεβαίως θα παντρευόμουν Ιταλό.

Κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής, φυσικά τα κορίτσια δεν ήξεραν πώς ήταν οι Ιταλοί και η Ιταλία. Πολλές από αυτές τις κοπέλες απλά πεινούσαν και, αν είχαν έναν Ιταλό σύντροφο, θα λυνόταν το πρόβλημα της ασιτίας επειδή οι Ιταλοί είχαν άφθονα τα φαγητά· τις μπομπότες, τις κουραμάνες και τα μακαρόνια, τα οποία τα έδιναν στις κοπέλες τους. Αυτές μετά τα μοιράζονταν με την οικογένεια και τις φίλες τους. Ενώ υπήρχαν τέτοιες ιστορίες με Ιταλούς, υπήρχαν πολύ λίγες κοπέλες που έμπλεκαν με Γερμανούς, επειδή οι Γερμανοί θεωρούνταν ψυχρό έθνος που δεν πλησιαζόντουσαν εύκολα.  Και δεν τους άφηναν και οι διοικητές τους. Οι Ιταλοί, από την άλλη, ήταν θερμός λαός, ήταν λαός του έρωτα. Ίσως να ήταν οι Ιταλοί στρατιώτες που ενοχλούσαν τα κορίτσια. Όσο για μένα, ήμουν ένα καχεκτικό και αδύνατο παιδάκι, ποιος θα μου έδινε σημασία ανάμεσα στους Ιταλούς!

Βλέπω ένα κορίτσι να πλησιάζει, ένα από τα δικά μας. Τα μάτια μας πλέον είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι και μπορούσαμε να διακρίνουμε πρόσωπα και τα πάντα. Έρχεται κοντά η κοπέλα και λέει: «Τι συμβαίνει;» και της λέω: «Όπως βγήκαμε να χαιρετήσουμε έναν ανιψιό του πατέρα μου που γιόρταζε, βγήκαμε από το σπίτι μέσα στο σκοτάδι και δεν είδαμε  το χαντάκι. Ο πατέρας μου έπεσε μέσα και εγώ έπεσα πάνω του αλλά κατάφερα να βγω. Ο πατέρας μου έχει χτυπήσει και δεν μπορεί να βγει». Μίλησε, είπε στον Ιταλό τι συνέβαινε, αλλά ο Ιταλός είχε ενεργοποιηθεί αμέσως και προσπαθούσε να τον βγάλει, ήδη είχε μισοκατέβει και τον τράβαγε. Αφού έβγαλε τον πατέρα μου από το χαντάκι, τον πήρε στην πλάτη.

Από εκείνο το σημείο μέχρι το σπίτι, μέχρι που τον τοποθέτησε στο κρεβάτι, τον είχε στην πλάτη ο Ιταλός. Και τον ακολουθήσαμε εγώ και η κοπέλα από πίσω. Αυτό δε θα το ξεχάσω. Όταν πήγαμε εκεί τον παρέλαβε η μητέρα μου και ο πατέρας μου έμεινε στο κρεβάτι για δύο μήνες, τόσο πολύ είχε χτυπήσει. Δεν ξέρω αν είχε σπάσει κάτι, αλλά ήταν πολύ πονεμένος σε όλο του το σώμα. Και αν είχε σπάσει κάτι, θα έδεσε μόνο του επειδή… πού θα πηγαίναμε; Δεν υπήρχαν γιατροί και νοσοκομεία τότε. Κάναμε τα παραδοσιακά γιατροσόφια, έμπλαστρα, εντριβές, ό,τι ήξερε η μάνα μου το έκανε για τον πόνο. Η μητέρα μου τους ευχαρίστησε αλλά πέραν από αυτό, τους χάσαμε, δεν τους ξαναείδαμε, δεν ξέρουμε τι έγινε με την κοπέλα ή με τον Ιταλό. Αλλά αυτό το περιστατικό μου άφησε μια ανεξίτηλη εντύπωση και δε θα το ξεχάσω ποτέ ως ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μου. Ακόμα κι αν ήμουν μόνο ένα παιδί, μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Και όταν όλα αυτά τελείωσαν και το μέτωπο κατέρρευσε, κατέβηκε η σημαία η Γερμανική από την Ακρόπολη, γύρισε η κυβέρνηση η ελληνική από το Κάιρο και οι εορτασμοί κράτησαν μια ολόκληρη εβδομάδα. Τι γινόταν στην Πλατεία Συντάγματος, χαρές και πανηγύρια, δεν μπορώ ούτε καν να το περιγράψω… Και τότε, δεν ήμουν πια ένα κορίτσι· εγώ μεγάλωνα και τα αγόρια άρχισαν να με προσέχουν στο δρόμο. Είχα πλέον διαμορφωθεί σαν κοπέλα -ήμουν 17 χρονών, κοπέλα έτοιμη να γίνει γυναίκα και ήταν η σειρά μου.  Θυμάμαι όπου κι αν πέρναγα, τα αγόρια θα σφύριζαν, θα φλέρταραν. Όπως περπατούσα από το σπίτι μου προς το τρίτο γυμνάσιο θηλέων στην οδό Τσάμη Καρατάσου, θυμάμαι να συναντώ τα αγόρια από το έκτο γυμνάσιο αρρένων στη Φαλήρου και Πετμεζά και όλα τα αγόρια στηνόντουσαν εκεί περιμένοντας τις μαθήτριες του τρίτου γυμνασίου να περάσουν.

Πολλά ειδύλλια εξελίχθηκαν με αυτόν τον τρόπο, παρά το ότι τα σχολεία χωρίζονταν σε αρρένων και θηλέων. Αν τα αγόρια σε έβλεπαν στο δρόμο και κάνανε τα γλυκά μάτια και εσύ ανταποκρινόσουν, θα έβρισκαν τον τρόπο, περίμεναν κάπου να μιλήσουν μαζί σου και τα πράγματα θα εξελίσσονταν εύκολα. Είναι σαν το θέλει η νύφη και ο γαμπρός, τύφλα να’χει ο πεθερός!

Κι εγώ έζησα αυτή τη φάση, περνώντας από τους δρόμους  αλλά δεν είχα μυαλό για τέτοια πράγματα. Δεν ανταποκρινόμουν σε κανένα σφύριγμα, σε κανένα πείραγμα επειδή είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Ήμουν αφοσιωμένη στη μελέτη. Ήθελα αυτήν την  άμιλλα, την ευγενή άμιλλα να συνεχιστεί, να έχω την εύνοια και την αγάπη των καθηγητών μου. Αυτά μου γέμιζαν την ψυχή και τίποτα από τ’ άλλα δε με ενδιέφερε, δεν ανταπέδιδα, ούτε καν κοινωνικές επαφές και φιλίες δεν επιδίωκα.

Όσον αφορά στην αδερφή μου, εκείνη είχε μια διαφορετική ζωή. Έγινε μοδίστρα και έμεινε στο σπίτι. Παρά τη φτώχεια μας, ο πατέρας μου της αγόρασε μια ραπτομηχανή Σίνγκερ, αυτή που λειτουργεί με το πόδι, η οποία ήταν μια καλή μηχανή και άρχισε να ράβει. Την αγόρασε με δόσεις και εύκολους όρους πληρωμής και έτσι η αδερφή μου ξεκίνησε να ράβει για νοικοκυριά στη γειτονιά και εξελίχθηκε σε επιδέξια μοδίστρα.

Ωστόσο, είχα μια φιλενάδα αγαπημένη που ακόμα την θυμάμαι, επιστήθια φίλη ήταν, η οποία ζούσε άνετα, καθώς η οικογένειά της ήταν εύπορη. Είχαν χρήματα και μένανε σε μια ωραία μονοκατοικία. Η οικογένεια αποτελούταν από τη μητέρα και δύο μόνο κορίτσια επειδή ο πατέρας τους είχε πεθάνει και η μητέρα τους εργαζόταν σε ένα γνωστό κοσμηματοπωλείο,  διευθύντρια. Ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου ήταν ο κουμπάρος στον γάμο της και τις βοηθούσε οικονομικά.

Η μικρότερη, η Χρυσούλα, ήταν συμμαθήτριά μου και ήμασταν στην ίδια τάξη. Δεν ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Το σπίτι της βρισκόταν κάτω από τον δρόμο μου και πολλές φορές όταν έφευγα για το σχολείο, συναντιόμασταν συμπτωματικά στη γωνία και περπατούσαμε μαζί. Και όταν γυρίζαμε, περπατούσαμε μαζί ξανά και μετά χωριζόμασταν στη γωνία. Κάποια στιγμή, μου είπε από μόνη της: «Θες να έρχομαι καμιά φορά στο σπίτι σου για να διαβάσουμε μαζί;» επειδή είχε την ανάγκη μου. Εκείνη είχε βιβλία, είχε τα πάντα. Ενώ εγώ δεν είχα βιβλία· είχα χαρτιά και τις σημειώσεις που κρατούσα. Δεν είχαμε χρήματα για βιβλία και τα μάθαινα από την παράδοση. «Να διαβάζουμε»  της είπα. Έτσι, αυτή άρχισε να έρχεται στο σπίτι μου με τα βιβλία της. Μετά το σχολείο, χωριζόμασταν στη γωνία. Αυτή πήγαινε στο σπίτι της και έτρωγε ό,τι θα μπορούσες ποτέ να επιθυμήσεις -και του πουλιού το γάλα- και μετά ερχόταν σπίτι μου. Εν τω μεταξύ, εμείς τρώγαμε κάθε μέρα ένα τυρί φέτα, ψωμί με ρέγγα, που λέει ο λόγος και, αν θέλαμε τίποτα πιο ιδιαίτερο, φτιάχναμε σαλάτα.

Εγώ δεν είχα παρέες για να κάνω φλερτ, αλλά μου τύχανε πολλά και διάφορα. Υπήρχαν άτομα που μου ζητούσαν να βγούμε ραντεβού, όχι συμμαθητές από το γυμνάσιο, αλλά μεγαλύτεροι. Γνώρισα ανθρώπους από φιλικά σπίτια, που ήταν ήδη φοιτηταί, φοιτητές που σπούδαζαν να γίνουν γιατροί, στο Πολυτεχνείο ή και δικηγόροι. Παρά τις πολλές προτάσεις που έλαβα από ανθρώπους που γνώρισα σε αυτά τα φιλικά σπίτια, καμία δε δέχτηκα.

Ειδικά από αυτόν τον φοιτητή Ιατρικής από την Κάλυμνο… Καθώς όλα τα παιδιά που γνώριζα ήταν από την Κάλυμνο που είχαν έρθει εδώ για να σπουδάσουν. Η νονά του αδελφού μου, της οποίας ο σύζυγός της ήταν ένας επιφανής ιατρός, είχε αρκετά δωμάτια στο Νέο Κόσμο που εκμίσθωνε σε φοιτητές  που έρχονταν από την επαρχία. Μέσω της νονάς του αδελφού μου, συνέβη να συναντήσω πολλά από αυτά τα παιδιά. Ένας από αυτούς, ο Αριστείδης, ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο και επειδή και η φίλη μου η Χρυσούλα και εγώ είχαμε προβλήματα με τα μαθηματικά, πηγαίναμε εκεί για βοήθεια. Λέγαμε: «Πάμε στην νονά τη Φρόσω» δηλαδή την νονά του αδερφού μου «για να μας λύσει ο Αριστείδης το πρόβλημα» Αυτό το παιδί μου είχε κάνει πρόταση και είχαμε βγει ένα απόγευμα για να μιλήσει μαζί μου ιδιωτικά και να με ρωτήσει αν θέλω να μπω σε μια σχέση μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο και τα λοιπά, αλλά αρνήθηκα.

Δε μου άρεσε εκείνος ο συγκεκριμένος άνθρωπος και δε μου άρεσε ούτε ο άλλος ο φοιτητής Ιατρικής που σου είπα από την Κάλυμνο. Αυτός της Ιατρικής, από την άλλη, ήταν ερωτευμένος μαζί μου μέχρι το κόκκαλο. Ήρθε στη μητέρα μου και της έκανε πρόταση γάμου και η μητέρα μου του είπε: «Τι μπορώ να κάνω εγώ; Είναι μικρή, πηγαίνει σχολείο και εσύ είσαι ακόμα φοιτητής. Τι θες να μεσολαβήσω; Να τελειώσεις πρώτα τις σπουδές σου, ας τελειώσει κι αυτή το σχολείο και μετά μπορείτε να το ξανασυζητήσετε». Αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτα, έφτασε ακόμα μέχρι το σημείο που έκανε απεργία πείνας για δεκαπέντε ημέρες επειδή δεν του έδινα σημασία. Τελοσπάντων, ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά επειδή αυτά τα πράγματα δε σημαίνουν τίποτα για μένα πλέον. Δεν επηρεάζουν καθόλου τις ζωές μας.

Αλλά αυτό που ήθελα να σου πω ήταν για την εποχή της Κατοχής, όταν ένας φίλος του πατέρα μου συνήθιζε να έρχεται, ο οποίος είχε ένα ραδιόφωνο που δεν ήταν σφραγισμένο. Επειδή είχαν κατασχέσει τα ραδιόφωνα και δεν μπορούσες να ακούς ό,τι θέλεις. Ήμουν δώδεκα χρονών τότε και αυτός ο άνθρωπος ήταν τριάντα δύο. Υπήρχε μια διαφορά μεταξύ μας είκοσι ετών, ή ίσως και μεγαλύτερη, γιατί μπορεί να ήταν τριάντα τεσσάρων. Αυτός ήταν γιατρός φτασμένος, γαστρεντερολόγος σε νοσοκομείο.  Έτσι κάθε μέρα, αυτός ο άνθρωπος θα έπαιρνε τον πατέρα μου, κάθε μέρα το έκανε αυτό, και θα πηγαίνανε στο σπίτι του για ν’ ακούσουν αυτό το ραδιόφωνο.

Το ραδιόφωνο τότε ήταν σπάνιο, ήταν και είδος πολυτελείας. Αν κάποιος μάθαινε ότι το ραδιόφωνό του δεν ήταν σφραγισμένο, μπορεί και να τους τουφέκιζαν! Θα πέρναγαν από το δικαστήριο πλέον, το κατοχικό. Εν πάση περιπτώσει, αυτός το είχε κρύψει και ο πατέρας μου ήταν προσεκτικός, μετά τις ειδήσεις γύριζε αμέσως στο σπίτι.

Το σπίτι του γιατρού ήταν κάμποση απόσταση από το δικό μας, ένα πολυτελές αρχοντικό και ζούσε μόνος αφού δεν είχε παντρευτεί. Στο σπίτι του μέσα είχε και ένα πιάνο. Δεν είχε γονείς, αλλά είχε αδέλφια, κάποια ζούσαν στη Γαλλία και κάποια στην Αθήνα. Είχε διαφορά ηλικίας με τον πατέρα μου, αλλά τελικά δεν ήταν ότι τόσο πολύ τον αγαπούσε τον πατέρα μου ώστε να τον θεωρεί στενό φίλο. Αυτός είχε βάλει στο μάτι εμένα.

 

 

(συνεχίζεται)

 

 

 

 

 

 

photo by ArtTower, https://pixabay.com 

 

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.

Ακολουθήστε μας στο Facebook @grnewsradiofl

Ακολουθήστε μας στο Twitter @grnewsradiofl

 

Copyright 2021 Businessrise Group.  All rights reserved. Απαγορεύται ρητώς η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή αναδιανομή μέρους ή όλου του υλικού του ιστοχώρου χωρίς τις κάτωθι προυποθέσεις: Θα υπάρχει ενεργός σύνδεσμος προς το άρθρο ή την σελίδα. Ο ενεργός σύνδεσμος θα πρέπει να είναι do follow Όταν τα κείμενα υπογράφονται από συντάκτες, τότε θα πρέπει να περιλαμβάνεται το όνομα του συντάκτη και ο ενεργός σύνδεσμος που οδηγεί στο προφίλ του Το κείμενο δεν πρέπει να αλλοιώνεται σε καμία περίπτωση ή αν αυτό κρίνεται απαραίτητο να συμβεί, τότε θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στον αναγνώστη ποιο είναι το πρωτότυπο κείμενο και ποιες είναι οι προσθήκες ή οι αλλαγές. αν δεν πληρούνται αυτές οι προυποθέσεις, τότε το νομικό τμήμα μας θα προβεί σε καταγγελία DMCA, χωρίς ειδοποίηση, και θα προβεί σε όλες τις απαιτούμενες νομικές ενέργειες.

Άλλα Άρθρα

Culture Summit

Τελευταία Άρθρα

Πρωτοσέλιδα Εφημερίδων


King Power Tax

Pin It on Pinterest

Share This