Στο Ντινάν μια κόρη βεδουίνων με μάτια ανυπόληπτα
δούλευε χρόνια εισπράκτορας στα τρένα
μα μόλις την άγγιζε τ’ αστρόφως λίγωνε
καθώς το δέρμα της την έρημο αλυχτούσε.
Δεν διψώ το κορμί της πια ή τα χέρια της
θύελλες της άμμου, χρώματα ανυπέρθετα,
της σαύρας και του ανέμου κεραμίδια
ούτε διψώ τις μπύρες της,
του δροσερού αφαλού της την τραχύτητα
ή τα σκληρά σφυρά της·
μα νοσταλγώ την κάτω κοίλη φλέβα της
εκεί όπου βράζει
μια κούπα τσάι γεμάτο κάρδαμο, φλισκούνι κι αγριόμελο
που εκβάλλει στη χαράδρα της
στης ήβης της το νέφος
καθώς
ενώ ο πάππος της πέθανε υπέργηρος
σ’ ένα ιμπν αμμ βορείως του Ευφράτη
εκείνη τρώει πάντοτε μονάχη της σε μια καντίνα στο ποτάμι
κρύβοντας σιωπηλά κάτω από τη φούστα της
τις θίνες που συλλέγονται
απ’ τους πόθους και τα χρόνια.
photo created by Canva, https://pixabay.com
















































