Η πρώτη επαφή με τον Θέμη Ανδρεάδη έγινε μέσα στην πιο ζεστή εβδομάδα του Ιουλίου, με το θερμόμετρο να φτάνει σε θερμοκρασίες-ρεκόρ για την Ελλάδα. Με έτρωγε ένα ερώτημα, παρακολουθώντας να εκτυλίσσονται τα γεγονότα γύρω μου, και ήθελα να μιλήσω με αυτόν: τον Θέμη Ανδρεάδη, που τα τραγούδια του -γεμάτα χιούμορ και υπονοούμενα- έχουν πει πολλά, μέσα στα χρόνια που πέρασαν. Και λένε ακόμα, καθώς οι άνθρωποι τα γνωρίζουν, τα θυμούνται και τα τραγουδούν. Σήμερα.
Η αφορμή για την συζήτησή μας, είναι ένα ερώτημα που έχω: Πώς βλέπει ένας άνθρωπος που έχει μιλήσει και τραγουδήσει με τόσο χιούμορ, την σημερινή κατάσταση; Αντέχει το χιούμορ; Ή έχει όρια;
Οι καταστάσεις -απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα- πολύ λίγο διαφέρουν.
Πώς το εννοούμε αυτό τώρα; Γιατί τα χρόνια τότε ήταν δύσκολα από άποψη εντάσεων, δράσης-αντίδρασης κ.λπ.
Μεγάλωσα στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, στην Καλλιθέα Αθηνών, σε μια προσφυγούπολη, με ανθρώπους Πόντιους και άλλους, που ήρθαν απ’ έξω και είχαν μια -θα έλεγα- αριστερή κατεύθυνση. Ήταν πάντα τα πράγματα έτσι. Βέβαια υπήρχε μια κεντρική εξουσία τελείως αντίθετη, γι’ αυτό δημιουργούσαν εντάσεις πολλές…
… διαφωνίες…
Ναι, και πολλά γεγονότα δυσάρεστα που δεν θα ήθελα να αναφερθώ. Παιδάκι, θυμάμαι, το παρακράτος να δολοφονεί ανθρώπους, π.χ. τον Γρηγόρη Λαμπράκη – εγώ ήμουν παιδάκι τότε. Και γενικά, το κράτος το κυρίαρχο, να κυνηγάει την αντίθετη άποψη. Ένα ΚΚΕ εκτός νόμου, κι όλα αυτά. Όμως, υπήρχε πάντα η διάθεση -όσο αφορά εμένα- να ξεφεύγω από την σκληρότητα της εποχής, και να δίνω πάντα σατιρική χροιά στην αντίληψή μου των πραγμάτων. Θυμάμαι άκουγα τραγούδια στο ραδιόφωνο -το μόνο μέσο που είχαμε τότε: «Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά»… κι έλεγα εγώ «… φορτωμένος με χιλιάδες προκηρύξεις»…. Είχα μια σαφή αντίληψη του χιούμορ, και μου άρεσε πολύ αυτό. Αυτό μετέπειτα εξελίχθηκε, από την στιγμή που άρχισα να τραγουδάω, αφήνοντας την κιθάρα από τα χέρια μου, όρθιος στην Σκηνή, όταν δεν ήξερα τί να κάνω τα χέρια και τα πόδια μου, και άρχισε να βγαίνει από μέσα μου ένα έντονο χιουμοριστικό στοιχείο – κι από την άλλη, μια διάθεση να διακωμωδώ σχεδόν τον εαυτό μου. Αυτό μου άρεσε πάντα.
Είχα μια συζήτηση πρόσφατα για την «δισκογραφία»…
Δεν υπάρχει πια. Μόνο ψηφιακά. Εγώ έχω ένα κανάλι στο youtube. Υπάρχουν 81 διαφορετικές πλατφόρμες παγκοσμίως. Θέλω πολλή ώρα να σου εξηγήσω πώς δουλεύει αυτό το σχέδιο και δεν θα καταλάβεις ίσως, γιατί ούτε κι εγώ δεν έχω καταλάβει. Έχω 220 τραγούδια και μια μεγάλη δισκογραφία, 27 μεγάλους δίσκους, και τα βίντεο στο youtube εγώ τα φτιάχνω, είναι δικά μου τραγούδια… Και δεν παίρνω ούτε σεντς. Πίσω από όλες τις πλατφόρμες είναι οι εταιρείες – τα χρήματα πάνε όλα στις εταιρείες. Και θα με ρωτήσεις «πώς ζείτε οι μουσικοί»; Κάνουμε δίσκους κι αν πετύχουν, από τα live ένα ποσοστό. Από τον καιρό που ξεκίνησαν οι ψηφιακές πλατφόρμες, με πρώτο-πρώτο το youtube, φρόντισαν οι εταιρείες και φτιάξανε αυτά τα μέτρα.
Τί έχεις να πεις για το μεγάλο κίνημα των καλλιτεχνών στο Χόλυγουντ, που ξεσπούν με απεργίες σεναριογράφων και ηθοποιών για τα δικαιώματά τους;
Για να συμβαίνει αυτό στην Αμερική, στο άντρο του καπιταλισμού και της αναξιοκρατίας, κάτι σημαίνει. Εδώ, για να υπάρξεις πάλι, πρέπει ο ίδιος να προστατεύσεις τον εαυτό σου, ή αν θέλεις κάποιος άλλος να σε προστατεύσει, θα πρέπει να τον πληρώσεις πολλά.
Προσφάτως μιλώντας με τον Δ. Καζαντζή, μάνατζερ μουσικών γκρουπ, άκουσα το εξής: «λάθος κάνεις που λες ότι η Ελλάδα είναι μικρή μουσική αγορά – είναι ανύπαρκτη». Και είμαστε σαν ένα μικρό χωριό που μαλώνει ο ένας με τον άλλο.
Πάντα έτσι ήταν. Για μένα, ήταν μπούμερανγκ αυτό που έκαναν οι εταιρείες να γυρίσουν στην ψηφιακή πραγματικότητα. Είχαμε καλές δουλειές. Μέχρι –άντε και την δεκαετία του `90- καταλύθηκαν τα πάντα. Και η πνευματική δημιουργία και οι καλές δουλειές, τελείωσαν όλα. Και φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για τράπερς, για τραπ – ό,τι πιο άθλιο υπάρχει παγκοσμίως… Για να γυρίσουμε σε αυτό που λέγαμε, εγώ τα πράγματα σήμερα με χιούμορ τα βλέπω, ή μάλλον κωμικοτραγικά. Εξ άλλου εγώ ήμουν και ο πρώτος διδάξας του είδους.
Είχα μια απορία πάντα: η σάτιρα πάντα ήταν δυνατό είδος, και στο θέατρο και στη μουσική. Οι Έλληνες είχαν πάντα μια σαφή τάση προς την σάτιρα. Το τελευταίο δείγμα ήταν η έκφραση του δημάρχου που δήλωσε πως σκάβοντας κάτω από την Ακαδημία του Πλάτωνα θα έβρισκε την χαμένη Πολιτεία του, και αυτό αμέσως έγινε σάτιρα παντού στο διαδίκτυο. Το θέμα είναι, η σάτιρα εφησυχάζει ή σπρώχνει προς την δράση;
Πάντα υπήρχε αυτό και πάντα θα υπάρχει. Σαν κοινό, εμένα προσωπικά, όταν ακούω κάποιον άλλο να κάνει σάτιρα, θα σου φανεί παράξενο, αλλά με λυπεί. Δηλαδή -κάτι που θυμάμαι- τον Θανάση Βέγγο όταν τον έβλεπα, μου ερχόταν μια βαθειά λύπη. Αντίθετα, όταν κάνω εγώ σάτιρα… να σου πω, μεγάλωσα σε μια εποχή που παρακολουθούσα τους κωμικούς ηθοποιούς στα θερινά θέατρα και τις επιθεωρήσεις… Όταν δεν είχανε καλό νούμερο, πιασάρικο, και το έβλεπαν αυτό -τί έκαναν; Έπιαναν κάποιον από κάτω, μυστήριο, περίεργο, και τον ξεφτίλιζαν. Αυτό με θύμωνε εμένα. Το κάνουν αυτό ακόμα.
Ναι το κάνουν αυτό και σήμερα.
Το κάνουν και μετά τον Χάρρυ Κλυνν, ναι, και κάποιοι άλλοι μικρότερου βεληνεκούς, δεν θέλω να πω. Δεν μου αρέσει. Εγώ θυμάμαι όταν ξεκίνησα, σε μια παρέα λέγανε για μένα: «τί είναι αυτό που κάνει αυτό το παλληκαράκι κι έχει μεγάλη επιτυχία»; Κι ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος και είπε «αυτός έχει επιτυχία, γιατί νομίζει αυτός που τον ακούει, ότι κοροϊδεύει τον διπλανό του». Δηλαδή, έπαιρνα τον εαυτό μου, τον μουτζούρωνα. Μουτζούρωνα την εικόνα μου.
Τσαλακωνόσουν.
Τσαλακωνόμουν. Μου άρεσε πολύ αυτό, και ακόμα και σήμερα αυτό κάνω. Για παράδειγμα, σήμερα τα τελευταία μου τραγούδια που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες, είναι μια σάτιρα κοινωνική και πολιτική -όχι κομματική- και είναι κάτι που δεν το έκανα παλαιότερα. Τότε είχα τραγούδια πιο ανάλαφρα, αν και είχα τραγούδια «δικτατορίες δεν σηκώνει ο λαός», «θα πάω στην ζούγκλα με τον Ταρζάν», «καλέ κυρα-Μαρία τί λες για όλα αυτά, μας πήραν τα λεφτά» τέτοια πράγματα. Τώρα νοιώθω αυτή την ανάγκη, δηλαδή, έχω φτιάξει με έναν φίλο μου εξαιρετικό, τον Άγγελο τον Τσέκερη, το θέμα του Κατάρ και της Καϊλή, και το έχουμε φτιάξει τόσο γλυκά και ευαίσθητα, που στο τέλος αυτοκοροϊδεύομαι σε πρώτο βαθμό…
Όπως ας πούμε το «ο κύριος με τα λεφτά και με το ρετιρέ, μπερδεύει το όνομά μου και με φωνάζει Ρε»…
Ναι, είδες πώς είναι; Η ουσία είναι ότι αυτοσαρκάζομαι, αυτή είναι η επιτυχία μου. Και δεν ντρέπομαι να το κάνω.
Μια παρένθεση εδώ τώρα, να πούμε για τους καλλιτέχνες της Αμερικής ή της Αγγλίας, ότι αυτοί κυρίως πραγματικά τσαλακώνονται. Δεν φοβούνται να βγουν από το εγώ τους για να σου δείξουν τον ρόλο. Εδώ στην Ελλάδα συνήθως υπάρχει ένα κράτημα.
Ναι. Εγώ δεν είχα πρότυπα τότε, γιατί στην εποχή μου δεν υπήρχε η πληροφορία για να ξέρω τί γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Όταν ήμουν νεαρός, άκουγα τους Μπητλς, δεν είχα ιδιαίτερες άλλες σχέσεις. Θυμάμαι όταν άρχισα να προχωράω στο θέμα, κάποιες φιλενάδες, φίλοι, μου λέγανε «έχεις ηθοποιίστικη αντίληψη για τα πράγματα, είσαι σαν μίμος – θα έπρεπε να πας στην σχολή του Μαρσέλ Μαρσώ» και το έδεσα. Αλλά μετά, ήρθε δυστυχώς η επιτυχία και με κράτησε στα δικά μου. Πολλά ήθελα να κάνω. Για παράδειγμα όταν ήμουν με τον Μαρκόπουλο, το `72-`73, δύο χρόνια, ερχόταν πολύ συχνά στην μπουάτ που τραγουδούσα με τον Νίκο Ξυλούρη, και με άκουγε ο Κάρολος Κουν με τον πρώτο τη τάξει άνθρωπο δικό του, τον Γιώργο Λαζάνη. Ερχόταν και καθόταν σε ένα θεωρείο και μας άκουγε, και μετά έστελνε τον Λαζάνη και μου έλεγε: (μιμείται) «Θέμη μου, ο Κάρολος, σε θέλει να πας στην Σχολή. Του αρέσεις πάρα πολύ». Πάω και το λέω στον Μαρκόπουλο και μου λέει «μην πας. Γιατί θα σε βάλει σε μια φόρμα, κι εσύ είσαι ελεύθερος και κάνεις ό,τι θέλεις».
Και οι δύο είχαν τα δίκηο τους, σωστά;
Από την 55χρονη και παραπάνω πορεία μου στο ελληνικό τραγούδι, αυτό που προσωπικά με χαρακτηρίζει είναι αυτό: επιτυχίες και πρότυπα τραγουδιστών υπάρχουν. Νταλάρας; Μετά βγήκανε τόσοι Νταλάρες. Στο ίδιο ύφος δηλαδή. Καζαντζίδης; Μετά βγήκανε 100 Καζαντζίδηδες. Μπιθικώτσης; Πάριος; Αλλά Ανδρεάδης μόνο ένας, γιατί ήμουν μια κατηγορία μόνος μου όπως λένε. «Να μην δεσμεύσεις αυτό που είσαι» μου είπε ο Μαρκόπουλος, «μην το περιορίσεις, άφησέ το ελεύθερο».
Μετά από 50 χρόνια και πριν φύγει ο Μαρκόπουλος μιλήσαμε στο τηλέφωνο, γιατί «είδα» ότι ήταν άσχημα και είπα ας τον πάρω τηλέφωνο. Με αντιμετώπισε με μεγάλη χαρά, του είπα «Γιάννη μου, είμαι ο Θέμης»… «Θέμη μου, πολύ χαίρομαι που σε ακούω. Ήσουν το πιο ταλαντούχο παιδί μου»!.. «Έλα βρε Γιάννη», του λέω, «τί έπαθες»; – Συγκινούμαι που το λέω… «Τριάντα προσπάθησαν να σε αντιγράψουν, κανείς δεν τα κατάφερε»!.. Του λέω «βρε Γιάννη, πενήντα χρόνια δεν μου το είπες αυτό, τώρα μου το λες»; Είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι τελείωνε και ήθελε να το πει… Μεγάλη σχολή.
Είχα στη ζωή μου μεγάλη τύχη στο συναπάντημά μου, ανοίγοντας το δρόμο για τον πύργο της μουσικής, συνάντησα δύο σημαντικούς ανθρώπους: τον Νότη Μαυρουδή, δάσκαλό μου στην κιθάρα, και τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Τί άλλο να πεις; Και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ανοίξω τον δρόμο σε ένα νέο είδος τραγουδιού. Μεγάλη υπόθεση. Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό. Δεν υπέπεσα στις ορέξεις άλλων, κράτησα όρθιο αυτό το όραμα που είχα.
Υπήρχαν μουσικές προτάσεις με τις οποίες θα μπορούσες να λοξοδρομήσεις; Να “υποπέσεις σε ορέξεις” άλλων προτάσεων δηλαδή;
Ναι, όσο ήμουν σε εταιρείες μου έκαναν προτάσεις, αλλά εγώ εκεί… Κι όταν αποφάσισα να σταματήσω τα σατιρικά τραγούδια και να γυρίσω σε πιο έντεχνα, και πάλι δεν άλλαξα ποτέ. Δεν πρόδωσα τον εαυτό μου. Και το σημαντικότερο, δεν πρόδωσα αυτούς που με υποστήριξαν. Φεύγοντας για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από τα μουσικά πράγματα, και μη κάνοντας τίποτα, εξαφανισμένος με απόλυτη σιωπή μέσα μου, το έκανα για έναν και μόνον λόγο: το είπα και στον άνθρωπο που μου φτιάχνει την βιβλιογραφία όταν με ρώτησε «γιατί σταμάτησες τη μουσική»; Και του είπα «για να προστατεύσω αυτούς που με στήριξαν».
Πώς το εννοείς αυτό;
Να μην με δουν να πέφτω. Από το `82 που αποφάσισα να κάνω άλλα πράγματα, γιατί με είχε κουράσει πολύ η αντίληψη των εταιρειών να πουλήσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, και να με χρησιμοποιούν εμένα σαν αναπτήρα και να με πετάνε στο τέλος, εγώ αντέδρασα. Είπα «σταματάω το σατιρικό τραγούδι γιατί έχει ξεφύγει το πράγμα από εμένα, και εγώ δεν μπορώ έτσι». Για δέκα χρόνια το πάλεψα πάρα πολύ…
… πολύ δύσκολη απόφαση…
… και βεβαίως είχα και οικογένεια και παιδιά, και είχα μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Και έρχεται κάποια στιγμή, κάποιος από τους μαέστρους που συνεργαζόμουν παλαιότερα και μου λέει «Θέμη, σε θέλει η τάδε τραγουδίστρια να πας να τραγουδήσεις κάπου στην Ιερά Οδό». Του λέω «τί δουλειά έχω εγώ»; Μου λέει «θα τραγουδάς μισή ώρα και θα φεύγεις».
Σαν μέρος ενός νυχτερινού προγράμματος.
Ναι. Του λέω «δεν θέλω να πάω». «Έλα ρε» μου λέει, «πόσα θες»; Λέω, θα του πω ένα μεγάλο ποσό, ήταν και για δύο μήνες, του λέω «πέντε εκατομμύρια». «Ε, εντάξει», μου λέει, «θα τα πάρεις». Και μου δώσανε και μια επιταγή κιόλας -πέτσινη θα’τανε, αλλά τέλος πάντων- και μου λέει «να έρθεις μια μέρα πριν ανοίξουμε, να κάνεις μια πρόβα και τέλος». Έρχεται η μέρα να πάω για πρόβα και βλέπω ένα σκυλάδικο, με λαμαρίνες, τί να σου πω; Έχεις δει το «Αυτή η νύχτα μένει»; Κάτι τέτοιο. Έχω φύγει από το σπίτι και λέω στην Άννα, «δώσε μου την επιταγή να την έχω μαζί μου». Φτάνω εκεί και με πιάνει η ψυχή μου. Είναι ένας τύπος απ’ έξω, με βλέπει και μου λέει: «Α, κύριε Ανδρεάδη, σας περιμέναμε για πρόβα». Μπαίνω μέσα, βρώμαγε ένα πράγμα… είχε και μπαλέτο -κάτι χοντρούλες, καμμιά σχέση με μπαλαρίνες, με σκισμένα καλσόν… Πάω, βρίσκω τον επιχειρηματία, του λέω «πάρε την επιταγή σου, εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Με απείλησε, φώναζε, έφυγα εγώ. Γυρίζω στο σπίτι, ανοίγω την πόρτα, κοιτάω την Άννα και της λέω «Άννα, σταματάω να τραγουδάω, οριστικά». Αυτό ήταν το `92 μέχρι το 2012, κάπου 20 χρόνια.
Δύσκολη απόφαση και δεν το εννοώ μόνο οικονομικά. Είναι δύσκολο να πνίξεις μέσα σου αυτό που θέλει να εκφραστεί.
Όταν είσαι ειδικά στην πρώτη γραμμή. Ο φίλος μου ο Φοίβος Δεληβοριάς έγραψε προχτές, που τραγουδήσαμε μαζί σε ένα βίντεο, κολακευτικά λόγια για μένα, και κάτι για όλα αυτά – και ανέφερε κι αυτό το γεγονός. Όχι ολόκληρο, αλλά την ουσία – για το πώς έφυγα για 20 χρόνια. Και εκεί που πίστευα πως ο κόσμος θα με έχει ξεχάσει, επιστρέφω – και πολλά δύσκολα βίωσα την δεκαετία από το 2011 μέχρι σήμερα, μέχρι ένα χρόνο πριν… Έφτασα τρεις φορές μετωπική με τον θάνατο, και μετά με μια βαρύτατη κατάθλιψη, και κατάφερα και σηκώθηκα και πάνε όλα καλά. Ο κόσμος με αγαπάει, κι εγώ τον αγαπάω. Ο κόσμος με σέβεται, κι εγώ τον σέβομαι.
Ο Γιουνγκ λέει πως αν δεν φτάσεις πολύ χαμηλά, δεν τινάζεσαι ψηλά.
Εγώ αυτό έκανα σε όλη μου την ζωή. Πριν φτάσω στον πάτο έδινα μία και πεταγόμουν πάνω. Κι εδώ δεν μιλάμε τώρα για ψυχολογία. Τρεις φορές συναντήθηκα με τον θάνατο.
Κάποιους θησαυρούς θα έχει εκείνο το σημείο συνάντησης.
Μπορεί.
Δεν ξέρω κανέναν καλλιτέχνη από αυτούς που «μιλούν» στον κόσμο, που ο κόσμος να ξέρει τα τραγούδια του, που να μην έχει περάσει από αυτό το στάδιο.
Έτσι. Εγώ μεγάλωσα μαζί με τα εγγόνια μου, 6 γενιές νέων ανθρώπων, που σήμερα είναι 50ρηδες και 55ρηδες και θυμούνται ακόμα την χαρά που τους έδινα.
Και τελικά ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα: η σάτιρα εφησυχάζει, ή σπρώχνει το κοινό σε δράση; Για παράδειγμα, στο χαζό λάθος του δημάρχου για την Πολιτεία του Πλάτωνα γελάσαμε. Γελάσαμε και με την σάτιρα που έγινε μετά, αλλά δεν αντιδράσαμε, να πούμε «σε μια τέτοια πόλη δεν είσαι για αυτή την θέση».
Εξαρτάται. Θα σου πω κάτι. Ο βασικός λόγος που σταμάτησα από το σατιρικό τραγούδι το `82, που είχα τεράστια επιτυχία, ήταν γιατί έρχεται η εταιρεία και μου λέει (τότε ήταν η εποχή που έκανε επιτυχία μεγάλη, χαμός, ο Χάρρυ Κλυνν), «βρε Θέμη, κάνε κάτι να χτυπήσουμε τον Χάρρυ Κλυνν». Και του έλεγα το εξής, «εγώ αυτά που λέω κι αυτά που θα λέω πάντα, προκαλούν χαμόγελο – όχι ένα εκτονωτικό γέλιο». Το δικό μου το χαμόγελο σου αφήνει την αίσθηση ότι κάτι πρέπει να κάνεις, κι αν θέλεις μικρο-διαμόρφωνε συνειδήσεις. Έχω ακόμη ανθρώπους που μου λένε, πάρα πολλούς, ότι αγάπησαν πράγματα, θεσμούς, οικογένεια, ανθρώπους, πολιτικές, μέσα από τα τραγούδια μου. Άφηνα πάντα υπονοούμενα, υποδόριες αλήθειες μέσα από τα χιουμοριστικά τραγούδια. Αυτά τα χοντροειδή αστεία του Χάρρυ Κλυνν και των σημερινών, ακόμα χειρότερων από αυτόν, λειτουργούν εκτονωτικά.
Η σάτιρα δηλαδή έχει επίπεδα;
Όχι, το αντίθετο, δεν έχει επίπεδα. Έχει αλήθεια. Και η αλήθεια ποια είναι; «αυτό, πρέπει να το κάνουμε κάτι». Όχι «χα-χα-χα» και μετά «όλα ωραία».
Πολύ μου αρέσει η απάντηση, μου απαντάει μια χαρά στο ερώτημα που είχα τόσο καιρό. Γιατί -έλεγε πχ ο Αριστοφάνης «ο τάδε πολιτικός έκανε αυτό», και γελάς. Και μετά πας στο σπίτι σου. Κανονικά, τότε είναι που ξεκινάει να δουλεύει η σάτιρα.
Ναι. Αυτό το χιούμορ το «εγγλέζικο» που σε σφάζει με το βαμβάκι, εμένα προσωπικά μου ταιριάζει.
Υπάρχει μια κοινότητα από αυτόχθονες κατοίκους του Περού, τους Qero, που ήταν εκεί από το 5000πΧ, και που σήμερα είναι οι μόνοι που δεν μιλούν ισπανικά όπως όλη η νότια Αμερική, αλλά την δική τους γλώσσα, φορούν τα δικά τους ρούχα, έχουν τα δικά τους έθιμα. Είμαστε οι Έλληνες μέσα στον κόσμο σαν αυτούς;
Μόνο που αυτοί οι Έλληνες που είμαστε τώρα, σήμερα, το 2023… χαμογελώ που τους σκέφτομαι… είναι ένα λυπητερό, θλιβερό ποσοστό, δεν υπερβαίνουν το 2%. Και το 90% αυτού του 2% είναι καλλιτέχνες.
Πολύ πικρό αυτό.
Αληθινό όμως.
Όταν ήμουν μικρή και έβλεπα ταινίες με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, έλεγα θυμάμαι «κρίμα που χάνεται στην Ελλάδα, ενώ στην Αμερική θα έκανε μεγάλη καριέρα». Έχουμε μεγάλους καλλιτέχνες, αλλά πάντα αυτή η αίσθηση, ότι στην Ελλάδα «χάνεσαι».
Δυστυχώς, αυτό το ερώτημα το έκανα και στον εαυτό μου. Έλεγα, π.χ., αν ήμουν στην Αμερική και έλεγα ένα τραγούδι, ένα, από τις εκατοντάδες επιτυχίες μου, ένα, το «Λούλα, Λούλα, πού είσαι Λούλα», θα έτρωγαν μέχρι και τα δισέγγονά μου. Και εδώ, έχω φτάσει στο σημείο να έχω μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Όταν βγαίνουν όμως οι Έλληνες στο εξωτερικό, χάνονται, ξέρεις γιατί; Ο ήλιος, ο αέρας, είναι αυτά που τους κάνουν αυτό που είναι. Όταν βγουν έξω από τον ήλιο, τον αέρα, εξαφανίζονται. Περιπτώσεις μόνο σαν την Νανά Μούσχουρη, τον Τζίμη Μακούλη, έτσι… Οι οποίοι δεν έχουν καμμία σχέση -είναι μηχανικά κατασκευάσματα, αυτορυθμιζόμενα, που ταιριάζουν σε άλλα πρότυπα.
Μήπως παίζει ρόλο και το ότι είμαστε πολύ καλοί στο να δημιουργούμε ωραία πνευματικά και καλλιτεχνικά έργα, αλλά μας λείπει η δράση;
Ξέρεις γιατί; Γιατί στην Ελλάδα -το συζητούσαμε με τον γιο μου που είναι ζωγράφος, και από τους σπουδαιότερους της γενιάς του, και αυτός αντιμετωπίζει προβλήματα, επιβίωσης- τί συμβαίνει; Εμείς οι Έλληνες το βλέπουμε τελείως προσωπικά, δεν λειτουργούμε συλλογικά. Γιατί ο καθ’ ένας θέλει την πίτα ολόκληρη για τον εαυτό του. Όσες φορές συνεργάστηκα ήμουν από τους πιο συνεργάσιμους, αλλά υποχρεώθηκα να είμαι μοναχικός λύκος. Από συνεργάτη στον οποίο φέρθηκα πολύ εντάξει- όταν ήρθε η ώρα, το πρώτο μαχαίρωμα ήταν από αυτόν. Μια πίτα είναι, και την θέλουν ολόκληρη δική τους. Είναι μέσα στο DNA των Ελλήνων αυτό, τα συλλογικά πράγματα δεν λειτουργούν. Αν παρ’ ελπίδα βρεθεί ένας συντονιστής να τους συντονίσει, πάνω από μια φορά επιτυχία δεν θα έχουν άλλη. Διαλύονται. Και αυτό γίνεται και σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά εκεί υπάρχουν τα οικονομικά συμφέροντα και μέτρα. Τα περισσότερα συγκροτήματα στην μουσική, τα μεγάλα, διαλύονται, χάνονται.
Στην σχολή Κινηματογράφου θυμάμαι μας λέγανε και το άλλο, ότι δεν αναδεικνύεται ως αριστούργημα κάποια ταινία σπουδαστή συνήθως, να «σπάσει το φεστιβάλ», γιατί όταν κάνει κάποιος μια ταινία, τα βάζει όλα μέσα, από τον φόβο μήπως δεν ξανακάνει, μήπως δεν του ξαναδοθεί η ευκαιρία να κάνει άλλη. Οπότε λέει τα πάντα, ταιριάζουν δεν ταιριάζουν. Τόση ανασφάλεια…
Έτσι ακριβώς. Εγώ κάθε φορά που κάνω κάτι λέω «θα είναι η τελευταία φορά». Τώρα πια είμαι και 73 και είναι δύσκολα… Με έχει πιάσει ένα άγχος, μήπως δεν προλάβω να κάνω αυτά που θέλω – μιλάω για καινούργιες παραγωγές, θέλω να προλάβω να τα κάνω, αλλά δεν ξέρω αν θα ζω αύριο. Κανείς δεν το ξέρει, αλλά εγώ είχα κι αυτές τις “συναντήσεις”…
Ο Γιώργος Οικονομίδης με τα ζωντανά ταλέντα του, τί σχέση είχε με τα σημερινά reality; Την ξέρω την απάντηση, αλλά πολύ θα’θελα να την ακούσω.
Ο Γιώργος Οικονομίδης ήταν αμφιλεγόμενο πρόσωπο, σχετικά με την ενασχόλησή του μέσα στην δικτατορία. Εγώ τον γνώρισα όταν με πήγε η αδελφή μου, γιατί τους ζάλιζα στο σπίτι. Με πήγε στα ταλέντα του, μια εκπομπή που ήταν μεγάλη πρωτοτυπία. Τότε πιανίστας ήταν ο Μίμης Πλέσσας, σαν συνεργάτης της εκπομπής. Κυρίαρχο στοιχείο ήταν η προσωπικότητα του Οικονομίδη, που είχε πολύ καλό λόγο, ήταν έξυπνος, έγραφε ωραία κείμενα, τραγουδούσε ωραία, ήταν αρτίστας υψηλής αξίας. Όμως είχε κι αυτό που σου είπα πριν, που είχαν κι οι κωμικοί που ξεφτίλιζαν κόσμο. «Χαρούμενα Ταλέντα» λεγόταν η εκπομπή του και κατά 80% πήγαιναν εκεί τα νούμερα της εποχής. Έβρισκε κάποιον από εκεί, τον έπαιρνε και «χα-χα-χα»… αστεία πράγματα. Με πάει η αδελφή μου. Με βλέπει με την κιθάρα και μου λέει «για ελάτε εδώ» -γαλλική ευγένεια. «Πώς λέγεστε»; – τάδε. Λέω, είμαι ο μαθητής του Νότη Μαυρουδή – είδα τότε τον Μίμη Πλέσσα που κοντοστάθηκε. Λέει «τί θα μας πείτε»; – λέω, θα σας πω ένα δικό μου τραγούδι. Και άρχισα να παίζω, και εκεί κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται. Μου έβαλαν και «echo», που μαλάκωσε την φωνή και τον ήχο, σε άνοιγε δηλαδή. Και το λέω το τραγούδι και γίνεται χαμός. Και πήρα την πρώτη μου επιβεβαίωση. Η εκπομπή αυτή ήταν την Κυριακή ζωντανή και την Δευτέρα ήρθε ο Νότης Μαυρουδής και μου λέει «σε άκουσε ο Νίκος Καζής», ένας ηθοποιός της εποχής, «και θέλει να τραγουδήσεις στην μπουάτ του». Την μπουάτ την λέγανε «Ταβάνια» και ήτανε στην Πλάκα, ήταν Σεπτέμβρης-Οκτώβρης, εκεί. Παίρνω το λεωφορείο την άλλη μέρα εγώ και πάω. Και μου λέει «μου αρέσεις πάρα πολύ, θέλω να έρθεις να τραγουδήσεις εδώ μαζί μου, στην μπουάτ. Θα σου δίνω 150 δραχμές». «Την μέρα»; τον ρώτησα. Και μου λέει «Τον μήνα»! Πήγα και τραγούδησα, 16 χρονών, μαζί με τους: μόλις είχε έρθει από το Παρίσι ο Γιάννης Σπανός. Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερός μου, 27 χρονών, σπουδαστής τότε, και ήταν η φίρμα τους, τραγουδούσε. Η Δέσποινα Γλέζου, μετέπειτα ρόκερ, ξεκινήσαμε μαζί. Και η Σοφία Σπυράτου, μετέπειτα χορογράφος, η οποία τραγουδούσε τότε. Κράτησε 3 μήνες αυτό, 4 – και έγινε η χούντα του `67 και τα έκλεισε όλα. Έτσι ήταν η συνέχειά μου μετά τον Οικονομίδη, άνοιξε ο δρόμος και άρχισα να τραγουδάω.
Σήμερα που υπάρχουν τα reality;
Δεν το συζητάω. Αυτά είναι άθλια. Γιατί δίνουν ελπίδες φρούδες στα παιδιά και δεν γίνεται τίποτα και καταστρέφονται και ψυχικά και σωματικά. Δεν δίνω καμμιά σημασία, δεν τα βλέπω κιόλας. Βλέπω μόνο δύο εκπομπές που ευτυχώς τις έχει το κρατικό κανάλι: η εκπομπή του Πορτοκάλογλου, που ήμουν κι εγώ καλεσμένος με μια τιμητική για μένα πρόσκληση, και έκανε εξαιρετική δουλειά (έλεγα πριν βγει αυτός, ότι η καλύτερη μουσική εκπομπή που είχε βγει ήταν την δεκαετία `85-`90 το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» του Σαββόπουλου – αλλά αυτή είναι καλύτερη) – και άλλη μια εκπομπή με πιο νεανικό χιούμορ αλλά καλή, έξυπνη, τα Νούμερα του Δεληβοριά.
Έχεις κάνει εμφανίσεις σε ΗΠΑ και Αυστραλία.
Στην Αμερική πήγα 3-4 φορές την δεκαετία `80, στη Νέα Υόρκη δύο φορές, μία στη Βοστώνη και μια στο Σικάγο. Με Ζαμπέτα, Πόλυ Πάνου, μετά μόνος μου. Στην Αυστραλία μετά ήταν εντελώς άλλος κόσμος, άλλη νοοτροπία.
Ποιο είναι το μήνυμά σου για την Ομογένεια;
Κρατάτε ψηλά το φρόνημα. Η Ελλάδα σας χρειάζεται. Μην αφήσετε να σας φάει ο αχόρταγος καπιταλισμός.