Παρότι η Ιερά Μονή Καστρίτσης, είναι τόσο κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων, δεν θα είναι περισσότερες από δυο – τρεις οι φορές που την έχω επισκεφθεί εδώ και χρόνια!
Κι όμως, θα έπρεπε να την επισκέπτομαι συχνότερα, μετά από το πέρα από κάθε λογική συμβάν που βίωσα εκεί, μαζί με ορισμένους αξιωματικούς και χειριστές μηχανημάτων του Τάγματος Μηχανικού, στο οποίο εκείνη την περίοδο ήμουν διοικητής.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, κατακαλόκαιρο! Καθόμουν κοντά στο παράθυρο του γραφείου μου στο στρατόπεδο «Ιωάννου Βελισσαρίου» και παρατηρούσα τον έντονο κυματισμό που προκαλούσε ο δυνατός αέρας στις λαμαρίνες του υποστέγου του όρχου οχημάτων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν η αυστηρή φωνή του στρατηγού διοικητή της Μεραρχίας Πεζικού, ο οποίος μου έδωσε εντολή να μεταβώ αμέσως για αναγνώριση στο μοναστήρι της Καστρίτσας, καθώς είχε αναφερθεί αναζωπύρωση της φωτιάς που έκαιγε από την προηγουμένη στην περιοχή και κατευθυνόταν προς την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Όλες οι δυνάμεις της πυροσβεστικής είχαν εμπλακεί εκείνη τη στιγμή σε άλλες μεγάλες εστίες και δεν μπορούσαν να επέμβουν έγκαιρα. Μου παρεχώρησε μάλιστα την κατά την κρίση μου ανάληψη πρωτοβουλιών για μετακίνηση προσωπικού και μηχανημάτων, μετά από μια απλή ενημέρωσή του.
Η ευθύνη που σκαρφάλωσε στην πλάτη μου ήταν μεγάλη. Χωρίς καθυστέρηση, έδωσα οδηγίες να βρίσκεται σε ετοιμότητα το τμήμα πυρασφάλειας και να προωθηθούν για κέρδος χρόνου στη ανατολική πύλη του στρατοπέδου, δύο κατάλληλα για τη δημιουργία αντιπυρικής ζώνης μηχανήματα, με τους πιο έμπειρους χειριστές που διαθέταμε.
Παίρνοντας τον ανηφορικό προς το μοναστήρι δρόμο, που εκείνη την εποχή δεν είχε τις σημερινές βελτιώσεις, ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Με προβλημάτιζε έντονα η πιθανότητα εγκλωβισμού του προσωπικού και των μηχανημάτων σε κάποια απότομη στροφή κατά την ανάβαση.
Λίγα λεπτά αργότερα χτυπούσα τη βαριά πόρτα του μοναστηριού. Μέχρι να μου ανοίξουν, κοίταξα προς τη μεριά από την οποία έσπρωχνε ο άνεμος την κάπνα. Μου άνοιξε μια μοναχή. Όταν με είδε με τη στρατιωτική στολή, έδειξε να παραξενεύεται. Χωρίς ωστόσο να περιμένει να της δώσω περισσότερες εξηγήσεις για το λόγο της επίσκεψής μου, με παρακάλεσε να παραμείνω στην είσοδο και πήγε να ενημερώσει την ηγουμένη.
Η ανησυχία μου, φαίνεται πως άμβλυνε αρκετά την αίσθηση του χρόνου. Τα λίγα λεπτά που χρειάστηκαν να ενημερωθεί η ηγουμένη και να σπεύσει, μου φάνηκαν απελπιστικά πολλά και η ανησυχία μου μετατράπηκε σε ανυπομονησία. Αργούσε πολύ να φανεί.
Έκαναν την παρουσία τους τώρα στον κοντινό ορίζοντα, οι πρώτες πύρινες γλώσσες.
Ειδοποίησα με τον ασύρματο να έρθουν τα μηχανήματα και το προσωπικό στη διασταύρωση του δημόσιου δρόμου προς το μοναστήρι και παραβίασα τον… κανόνα! Έσπρωξα την τεράστια ξύλινη εξώπορτα του μοναστηριού και προχώρησα στον προαύλιο χώρο. Η γαλήνη και η αταραξία που επικρατούσε γύρω από το πεντακάθαρο και περιποιημένο πλακόστρωτο μου έδωσε την εντύπωση ότι μεταφέρθηκα κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο μέρος, ασφαλές! Ξαφνικά από ένα πέτρινο κτίριο που βρισκόταν στα δεξιά μου, εμφανίστηκαν κάποιες μοναχές που δεν έκρυψαν τη δυσφορία τους για την παρουσία μου στο χώρο. Με παρακάλεσαν να βγω έξω, τόσο επιτακτικά, όσο χρειαζόταν για να έρθω σε δύσκολη θέση. Υποχώρησα!
Μαζί με την ηγουμένη, εμφανίστηκαν και δύο από τους αξιωματικούς μου που είχα καλέσει εν τω μεταξύ να έρθουν με τους χειριστές των μηχανημάτων, προκειμένου να ακούσω τις απόψεις τους πριν πάρω την τελική απόφαση.
Η ηγουμένη, μια ηλικιωμένη γυναίκα, κρατούσε σφιχτά μπροστά στο στήθος της έναν ξύλινο σταυρό και τον έτριβε με τον αντίχειρά της. Νόμισα πως θα ματώσει. Ωστόσο στο πρόσωπό της φαινόταν πως διατηρούσε τον έλεγχό και την ψυχραιμία της. Αισθάνθηκα πως ήδη με είχε συγχωρέσει για το προηγούμενο ατόπημά μου να εισέλθω στη Μονή και να «σκανδαλίσω» τις μοναχές με την παρουσία μου.
«Εγώ τηλεφώνησα στον στρατηγό», είπε κοφτά. «Είμαι σίγουρη πως θα πράξετε το καθήκον σας με το παραπάνω».
Ο έμπειρος χειριστής, που πριν έρθει στο Τάγμα είχε οργώσει με τη ΜΟΜΑ τα βουνά της Ηπείρου, είχε αντίθετη άποψη.
«Θα καούμε ζωντανοί κύριε διοικητά, πριν προλάβουν να φτάσουν εδώ πάνω τα μηχανήματα».
Κοίταξα πάλι προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν η φωτιά μέσα από την πυκνή βλάστηση και τα δένδρα. Οι φλόγες τώρα είχαν μεγαλώσει υπερβολικά, ο αέρας έφερνε μαζί του κύματα καπνού που στροβιλιζόταν από πάνω μας, χωρίς ωστόσο να μας κόβει την ανάσα. Οι αξιωματικοί, περίμεναν ανήσυχοι τις οδηγίες μου. Έστρεψα το βλέμμα μου προς την ηγουμένη αναζητώντας μια διέξοδο.
«Είμαστε έτοιμες για την εκκένωση», είπε εκείνη και αμέσως συμπλήρωσε, «Αλλά η προσευχή μας είναι δυνατή»!
Πήρα μια βαθιά ανάσα και έδωσα εντολή τα μηχανήματα να αρχίσουν να ανεβαίνουν. Φτάνοντας στο πρώτο πλάτωμα στο μέσον περίπου της διαδρομής, να ασχοληθούν άμεσα με την επέκταση του πλατώματος και τη δημιουργία μιας πρώτης ζώνης αντιπυρικής προστασίας. Για το προσωπικό έδωσα εντολή να παραμείνει στη θέση του χαμηλά στον δρόμο, καθότι έκρινα ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ουσιαστική βοήθεια.
Ενημέρωσα εν συντομία τον μέραρχο για την κατάσταση και τις αποφάσεις μου. Αυτός μου είπε να μην ρισκάρω την σωματική ακεραιότητα του προσωπικού και να εξασφαλίσω τα μέσα και τα μηχανήματα. Με πληροφόρησε επίσης ότι καταφθάνουν σύντομα ο υποδιοικητής της μεραρχίας και τα πρώτα οχήματα της πυροσβεστικής.
Ο αέρας ερχόταν τώρα προς το μέρος μας πυρωμένος και μας κατάκαιγε τα χέρια και το πρόσωπο. Η φωτιά είχε πλησιάσει απειλητικά στα πενήντα περίπου μέτρα από την επάνω μεριά των κτισμάτων και φαινόταν ότι η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη. Σε μια στιγμή, νόμισα πως τα ρούχα μου θα άρπαζαν φωτιά. Τα χρειάστηκα!
Όταν οι πύρινες γλώσσες είχαν πλησιάσει στα είκοσι μέτρα. Ήμασταν έτοιμοι πλέον όλοι να εγκαταλείψουμε το μοναστήρι ακολουθώντας την άσφαλτο, που προς το παρόν παρείχε μια κάποια ασφάλεια.
Και τότε συνέβη κάτι το τελείως ανεξήγητο. Οι φλόγες που από τον αέρα είχαν σχεδόν οριζόντια κλίση προς τη μεριά του μοναστηριού, έγιναν ξάφνου κατακόρυφες. Τραβούσαν ίσα προς τον ουρανό, λες και υπάκουαν σε κάποιο κάλεσμα! Αυτό κράτησε για μερικά λεπτά, παρότι η κατεύθυνση και η ένταση του ανέμου δεν άλλαξε ούτε στιγμή και φυσικά εμείς ήμασταν ανίκανοι για οποιαδήποτε παρέμβαση. Όταν κάηκε ότι ήταν να καεί ως εκείνο το σημείο που είχε φτάσει η φωτιά, έσβησε μόνη της. Κατάκατσε!
Το έργο της πυροσβεστικής και των μηχανημάτων του Μηχανικού από εκεί και πέρα ήταν τελείως διαδικαστικό και προληπτικό.
Η ηγουμένη, έστεκε όλη την ώρα σαν άγαλμα στη θέση της. Η μόνη κίνηση που φανέρωνε πάνω της ζωή, ήταν αυτή του αντίχειρά της στον ξύλινο σταυρό, που εξακολουθούσε να κρατά σφιχτά πάνω στο στήθος της. Όταν αργότερα την πλησίασα για να την αποχαιρετήσω, διέκρινα στο πρόσωπό της ένα αμυδρό χαμόγελο. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτε. Όλα τα έλεγε η έκφρασή της. Ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον, Ποιον έπρεπε να ευχαριστήσει! Και αποσύρθηκε!
Αφορμή για να γράψω αυτό το περιστατικό όπως το ζήσαμε όσοι βρεθήκαμε εκείνη τη μέρα στο λόφο της Καστρίτσας, στάθηκε η σωτηρία του μοναστηριού του Αγίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη από την καταστρεπτική πυρκαγιά στην Βορειοανατολική Αττική που κατέκαυσε τις προηγούμενες μέρες τα πάντα γύρω του, αλλά το μοναστήρι έμεινε αλώβητο.
Αγναντεύοντας σήμερα προς τα πίσω στο χρόνο, μπορώ να πω με βεβαιότητα, πως όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα στον τόπο της Ιεράς Μονής Καστρίτσης, τα αποδέχθηκα την ίδια τη στιγμή ως απολύτως φυσιολογικά. Καθώς, τα αναγνώρισα μέσα από τα μάτια ενός πιστού, και όχι απλώς ενός ανθρώπου θρησκευόμενου!