Βρέχει.
Το τώρα τυλιγμένο σε σταγόνες.
Το χτες το χέρι σου στην πλάτη μου.
Βρέχει, και μνημονεύω τις νύχτες που χαιρετάνε ολοφυρόμενες τις απουσίες. Οραματίζομαι τα δάχτυλά σου αποκομμένα από το σώμα. Μαζεύονται, απλώνονται, χορεύουν, σταχυολογούν αισθήσεις, φουσκώνουν, αδειάζουν. Σου φωνάζω: “Έλα! Γυμνώσου! Γύμνωσε κι εμένα! Βγάλε το δέρμα από το σώμα μου κι από το σώμα σου! Άφησε μόνο τις φλέβες για να βοά μέσα τους το αίμα!”.
Βρέχει. Ακόμη.
Επιστρέφω στο κορμί μου. Ένας λυγμός από τα νύχια ως την κορφή. Να κλείσω τα μάτια. Να νυχτώσω. Να νυχτώσω, χωρίς να νυχτώνει. Να νυχτώνω, χωρίς να ξημερώνω. Δεν θέλω να ξημερώνω. Γέννες οδυνηρές τα ξημερώματα. Δεν θέλω ξανά το αύριο που γίνεται τώρα κι αμέσως, χωρίς τίποτα να προλάβει, μνημονεύεται.
Βρέχει. Ακόμη. Τώρα.
Οι μηχανές έχουν ανάψει γκάζια στο βάθος του ονείρου. Ο εσταυρωμένος αποκαθηλώνεται, γιατί δεν έχει άλλο να προσφέρει. Το θέαμα λήγει. Το αίμα, όσο κύλισε, κύλισε, τώρα γίνεται πηκτή μάζα. Ηθοποιοί, μουσικοί, κομπάρσοι, κλειδούχοι και θεατές εγκαταλείπουν τη σκηνή. Η κουίντα κλείνει. Τα φώτα σβήνουν. Να νυχτώσω κι εγώ.
Βρέχει. Το αύριο καλπάζει.
Αύριο, είπαν στα ερτζιανά, ότι θα έρθει πάλι σκόνη από την Αφρική. Ότι μια σοπράνο θα τραγουδήσει την άλλη εκδοχή της σχέσης της Κλυταιμνήστρας με τον Ορέστη. Ότι ο γνωστός Φ.Μ., κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος, θα αναλύσει το πώς τα χέρια του δεν ήτανε δικά του. Επίσης, ότι μια πρωτόγνωρη ηλιακή καταιγίδα θα ντύσει όλα τα τεθνεώτα σώματα με πορφύρα.
Η βροχή διακριτικά αποσύρεται. Το πριν τυλιγμένο σε σταγόνες. Ένας ύπουλος νοτιάς τρυπά τα κόκαλα. Τώρα. Πριν από το τώρα. Τώρα, και αμέσως μετά το τώρα. Πριν, τώρα, μετά, έπειτα. Τι θα έλεγε ο χρόνος, αν μιλούσε;
Νύχτωσα για τα καλά.
Εισακούστηκα.
photo NickyPe / https://pixabay.com