Τ’ ακούσατε; Ακούσατε πως ο Χριστός γεννιέται
και μέσα από τη φάτνη Του σίγουρα αναρωτιέται,
μαθαίνοντας καθημερνά τα τελευταία νέα,
για κάποιους που περνούσανε θαυμάσια κι ωραία.
Εις του Στρασβούργου τα στενά, στων Βρυξελλών τις πίστες,
εκεί που αναδύονται οι πιο καλοί λομπίστες,
έφτασε μία καλλονή, μ’ Ευρωβουλής βελάδα
να εκπροσωπήσει τον λαό και την πτωχή Ελλάδα.
Εκείνη που Μνημόνια έτρωγε στο κεφάλι
κι ο λαουτζίκος βίωνε το μαύρο του το χάλι.
Μπήκε μ’ αέρα νικητή στα πιο ψηλά σαλόνια
και μύριζε άγριο θηλυκό και ακριβή κολόνια.
Εργατική, πανέξυπνη, κρατούσε αποστάσεις,
συγκέντρωνε παινέματα και θετικές συστάσεις.
Αλήθεια, ποιος να αρνηθεί χατίρι στην Ευάρα,
που χε πολλά χαρίσματα και προπαντός… κορμάρα.
Οι άντρες πέφτανε ξεροί σ’ ένα της μόνο βλέμμα
και οι γυναίκες έτρεχαν στο πρώτο της το νεύμα.
Έτσι περνούσε ο καιρός κι αυτή, με μαεστρία,
σκαρφάλωσε και έφτασε στην Αντιπροεδρία.
Στα υψηλότερα σκαλιά, που χε αέρα φρέσκο,
γοήτεψε και πλάνεψε τον δύσμοιρο Φραντζέσκο.
Νόμιζε την κατάχτησε σαν άλλος πλέι μπόι,
με το αθλητικό κορμί και το περίσσιο μπόι.
Εκείνη τα σχεδίασε να σφίξουνε οι σχέσεις,
γιατί χε χάρες ο μικρός, πολλές διασυνδέσεις,
και πρόσβαση σε κοσμικούς, ιδίως τον Παντσέρι,
που στους λομπίστες ήτανε το πιο λαμπρό αστέρι.
Δώρα πλουσιοπάροχα, κότερα και ταξίδια,
πανάκριβα ενδύματα και λούσα και στολίδια.
Ανάμεσα στα γεύματα κλίνανε τις δουλίτσες
κι ερχόντουσαν τα μετρητά σε τσάντες και βαλίτσες.
Ήγουν, τουτέστιν δηλαδή, περνούσανε ζωάρα,
ο φίλος μας ο Τζιόρτζιο, μαζί με την Ευάρα.
Ώσπου τον πιάσαν ξαφνικά σαν ποντικό στη φάκα
κι αντί για κανακέματα τον φώναζε μ@λάκα.
Εσύ τα φταις, του έλεγε, τα παθε το κορμί μας,
άραγες δεν εσκέφτηκες εμένα, το παιδί μας;
Κι ο Τζιόρτζι, ως την άκουσε τα πήρε όλα πάνω,
αφήστε τη γυναίκα μου κι όρκο βαρύ σας κάνω.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
κι η Εύα μας στη φυλακή καθημερνή και σκόλη.
Γιατί πολλά ταράχτηκε ο Βασιλεύς Ηρώδης,
τ’ άκουσε Βέλγος δικαστής κι έγινε θηριώδης.
Καθόλου δεν την πίστεψε την δόλια Ελληνίδα
και έταξε στη φυλακή να ναι θεραπαινίδα.