Ήτανε όμορφη πολύ και την ελέγαν Άννα,
από πατέρα Γερμανό και Ελληνίδα μάνα.
Μεγαλωμένη όμορφα, σωστά αναθρεμμένη,
μια νεαρούλα σύγχρονη, ζεστή και μετρημένη.
Γλυκιά, κοσμοπολίτισσα, νέας κοπής κοπέλα,
με ανοιχτούς ορίζοντες, με μπότες και καπέλα.
Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, που ‘δειχνε καλοσύνη,
που είχε μάθει τι θα πει μπέσα κι εμπιστοσύνη.
Σε όλους ανοιγότανε χωρίς μα μου και νάιν,
φωτογραφία σπούδαζε, σχέδιο και ντιζάιν.
Νέα Υόρκη πιο μετά, με όνειρα μεγάλα,
κι είπε τη διπλωματική να κάνει στην Καβάλα.
Στον τόπο των παππούδων της, πολύ κοντά στη φύση,
να ζήσει μαγικές στιγμές π’ ο χρόνος δεν θα σβήσει.
Εκείνος ήτανε βοσκός, ένας κλειστός ξωμάχος,
μονόχνωτος, που τ’ άρεσε πάντα να ζει μονάχος.
Μ’ ένα φτενό χαμόγελο, κι εκείνο ζορισμένο,
με χαραχτήρα δύστροπο, τραχύ και ξινισμένο.
Στο διάβα του την πέτυχε, στις έρημες πλαγιές,
θαμπώθηκε απ’ τα κάλλη της κι άρχισε τις μαγκιές.
Φιγούρες με τα ζωντανά, τη βέργα, το σκυλί του,
ώσπου την εκατάφερε να πάει στο μαντρί του.
Η Άννα ζούσε τ’ όνειρο, ρουφούσε σαν σφουγγάρι,
την πλάνεψε το σούρουπο, η νύχτα, το φεγγάρι.
Όλη η ζωή της μια στιγμή, μιαν αστραπή, μια πλάνη,
μια αγκαλιά κι ένα φιλί, βαθιά μες το ρουμάνι.
Τον ερωτεύτηκε τρελά κι έγινε η σκιά του,
δούλα πιστή κι υπάκουη στα θέλει η αφεντιά του.
Στα εικοσπέντε της αυτή, πενήντα και εκείνος,
σκληρός, χωρίς αισθήματα, γελοίος, Αρλεκίνος.
Κι όμως έμενε δίπλα του, υπόμενε, πονούσε,
δεχότανε τις προσβολές, σώπαινε και γελούσε.
Η Άννα δούλευε γι αυτόν στην πόλη, στο μαντρί του,
στα πέντε χρόνια γέννησε τον γιο της, το παιδί του.
Όμως με τη μητρότητα κατάλαβε τι κάνει,
φοβήθηκε στα σοβαρά ότι θα την ξεκάνει,
και ξέκοψε δειλά- δειλά, πιο θαρρετά σε λίγο,
και του πε: “φτάνει ως εδώ, παράτα με θα φύγω.
Ξέσπασε σ’ άλλους την οργή, το μίσος, τη μανία,
παίρνω μαζί μου το παιδί, φεύγω στη Γερμανία.
Σ’ αγάπησα όσο κανείς, σου στάθηκα σα μάνα,
τώρα χρωστάω στο παιδί και πιο πολύ στην Άννα”.
Εκείνος έφυγε σκυφτός, έκρυψε τον θυμό του,
κι ανέβηκε στη στάνη του, στα ζώα, στο βουνό του.
Μέσα του πάλευαν ξανά χιλιώ λογιώ δαιμόνοι,
αδύνατο να το δεχτεί πως φεύγει η Άννα μόνη.
Λίγες ημέρες πέρασαν χωρίς να της μιλήσει
κι ύστερα την εκάλεσε για να τη χαιρετήσει.
Να πάρει, είπε, το παιδί, να ρθει κι αυτή μαζί του
και να τον βρούνε στο βουνό, στη στάνη, στο μαντρί του.
Τη σκότωσε πισώπλατα, μαζί με το παιδί του
κι ύστερα έπεσε κι αυτός νεκρός μες το μαντρί του.
Τα λόγια εστερέψανε και μπλιο δεν γράφω άλλα
για το μεγάλο φονικό που γινε στην Καβάλα.
photo: https://pixabay.com/el/