Μέσα στη λάσπη
και σε στάση οκλαδόν
έπλεκε ψάθινο κιβούρι.
Ίδιο με τη λάσπη
το χρώμα του προσώπου της,
σημάδι βαθύ στο μάγουλο,
το σώμα της, λιγοστεμένο.
Έπλεκε και τα μαλλιά της
με την ψάθα μαζί,
ένα γίνονταν σιγά σιγά,
ένα γινόταν.
Λογάριαζε. Απαριθμούσε.
Μέτραγε πόντους και τέρμινα.
Πίσω από τα βλέφαρα
όλα περνούσαν σαλεμένα﮲
μέσα σε ομίχλη.
Ερημίτισσα, τη φώναζαν.
Ερημίτισσα, ολόκληρη ζωή.
Αποδιοπομπαία.
Στο πυρ το εξώτερον επί της Γης.
Ίσιωσε το κορμί και ξάπλωσε στο τελειωμένο της κιβούρι.
Το σφράγισε επάνω της με λάσπη παχιά.
Μια παγωνιά απλώθηκε παντού της.
Άκουσε μια κόρνα από μακριά.
Της θύμισε δυο μάτια σερνικά σαν πίσσα.
Βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη
κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε εκειδά.
Έπειτα, σιώπησε.
Χαμήλωσαν τα φώτα, μέσα της.
Σαν παράσταση που τελειώνει.
Σαν νύχτα βαθιά.
Ήξερε ότι κανείς δεν θα την αναζητούσε.
Το ήξερε από τα πρώτα κλάματά της,
από την πρώτη κλωτσιά,
πριν ακόμη περπατήσει.
photo by jarmoluk, https://pixabay.com
















































