Αποκριά ονομάζεται η περίοδος των τριών εβδομάδων πριν την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής. Πρόκειται για το γνωστό Τριώδιο, γεμάτο γλέντια και ξεφαντώματα, που έχει ως σκοπό να χαλυβδώσει σωματικά και ψυχικά τους Χριστιανούς, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στη μακρά νηστεία φαγητού και διασκέδασης, κατά τη διάρκεια των επτά εβδομάδων της Σαρακοστής. Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά (αποχή από την κρεοφαγία) είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, Carnevale, από τις λέξεις carne=κρέας και vale=περνάει), αλλά και η κυπριακή λέξη Σήκωσες, σύμφωνα με τον Δημήτριο Λουκάτο. Η πρώτη εβδομάδα είναι η Προφωνή ή Απολυτή, γιατί προφωνούσαν (διαλαλούσαν) την αρχή της Αποκριάς, έτσι ώστε ο κάθε νοικοκύρης να φροντίσει για την επάρκεια των αγαθών του. Η βυζαντινή παροιμία συμβουλεύει: «προφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακίν σου πώλησον, την εορτήν διάβασον», ενώ η σύγχρονη ναξιώτικη παροιμία προτείνει κάτι πιο εύκολο: «προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι αν δεν έχεις ν’ αγοράσεις κλέψε». Η ονομασία Απολυτή προέρχεται από την πίστη του λαού, ότι οι ψυχές των νεκρών απολύονται αυτές τις ημέρες και βγαίνουν στον Απάνω Κόσμο. Η δεύτερη και η τρίτη εβδομάδα ονοματοδοτούνται από το είδος των φαγητών, που επιτρέπεται να καταναλώνονται κατά τη διάρκειά τους, ονομαζόμενες αντίστοιχα Κρεατινή και Τυρινή. Η τελευταία ονομάζεται και Μακαρονού, επειδή τα μακαρόνια με το τυρί αποτελούν το κύριο γαστρονομικό χαρακτηριστικό της.
Οι ρίζες των σύγχρονων αποκριάτικων εθίμων
Παρ’ όλα αυτά οι Αποκριές δεν έχουν χριστιανική προέλευση, αφού οι ρίζες τους ανάγονται στις Διονυσιακές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και στα Λουπερκάλια και τα Σατουρνάλια των Ρωμαίων. Οι σοφοί Πατέρες της εκκλησίας μας, μη μπορώντας να ξεκόψουν τους Χριστιανούς από τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν στις τρεις αυτές εβδομάδες όλα τα έθιμα, που τελούνταν τέλος του χειμώνα με αρχές της Άνοιξης, με σκοπό την καρποφορία της γης. Έτσι γεννήθηκαν οι Αποκριές. Ο Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία» αναφέρει: «Ισορροπήθηκε η γιορτή αυτή ανάμεσα στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου και την παλαιότερη του Μαρτίου». Πράγματι, η παγανιστική ελευθεριότητα της Αποκριάς ταυτίζεται με το Φλεβάρη, στις πιο παλιές ιστορικές πηγές που έχουν ανιχνευθεί. Αυτό το μήνα, τον Ανθεστηριώνα, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, γιόρταζαν τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου, του κατεξοχήν θεού του γλεντιού. Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν με πομπή, στην οποία οι συμμετέχοντες-ακόλουθοι του θεού, οι Σάτυροι, κρατούσαν άνθη, τραγουδούσαν και έκαναν περιπαικτικά και σατυρικά σχόλια, τα σκώμματα, φορώντας προσωπίδες. Αναλόγως γιόρταζαν οι Ρωμαίοι τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του Κρόνου. Το 217 π.Χ. η γιορτή καθιερώθηκε ως επίσημη αργία, με δημόσια συμπόσια. Υπήρχε ο “βασιλιάς” των μεταμφιεσμένων, κάτι σαν τον σημερινό Καρνάβαλο, που έμπαινε στην κορυφή της πομπής των συμποσιαστών. Τέλος, οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες, αντλώντας στοιχεία τόσο από τα Σατουρνάλια, όσο και από τα Λουπερκάλια, γιορτές προς τιμήν του Φαύνου, θεού-τράγου, προστάτη της γονιμότητας.
Θεωρητική τεκμηρίωση της σύγχρονης Αποκριάς
Η Λαογράφος – Εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου γράφει: «Tα λατρευτικά έθιμα έχουν εκπληκτική μακροβιότητα. Mε θαυμαστή πολυμορφία και προσαρμοστικότητα περνούν ανά τους αιώνες από θρησκεία σε θρησκεία, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο τον μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα, πίσω απ’ τον οποίο κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του. Aπό τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, πιο ανθεκτικές αποδείχθηκαν εκείνες που επιτελούνται στα επίφοβα γυρίσματα του κύκλου του χρόνου, στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου του ανθρώπινου βίου. Kαι είναι φυσικό, αφού η απαράβατη τέλεσή τους αφορά την ίδια τη συνέχιση της ζωής, καθώς καλούνται μαγικά οι υπερφυσικές δυνάμεις, επουράνιες ή καταχθόνιες, να εξασφαλίσουν την υγεία, τη γονιμότητα και την αφθονία στους ανθρώπους, στη γη και στα ζωντανά, ενιαία και αδιαχώριστα, όπως ακριβώς ομοούσια τα αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος των αγροτικών κοινωνιών». Ο Δημήτριος Λουκάτος ως κύρια στοιχεία της κοσμικής, όπως τη χαρακτηρίζει, Αποκριάς αναφέρει τα εξής: α) οι μεταμφιέσεις και παραστάσεις, που, όπως οι αρχαίες Διονυσιακές γορτές, έχουν σκοπό την βλάστηση και την καρποφορία, β) ο χορός, που τα κτυπήματά του στη γη έχουν επίσης καρποφοριακή σημασία, γ) τα φαγοπότια που αποτελούν ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης, δ) η θύμηση των νεκρών (τρία Ψυχοσάββατα), που πρέπει να εξευμενισθούν για να δώσουν καρπό στη γη και να επιτρέψουν το ξεφάντωμα στους ζωντανούς και ε) οι φωτιές, που ανάβονται στα τρίστρατα διαφόρων τόπων, με καθαρτήριο και μεταβατικό χαρακτήρα, από την χειμερινή περίοδο στην ανοιξιάτικη.
“Πολλά στοιχεία του σημερινού ελληνικού καρναβαλιού”, σύμφωνα με τον Καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ “προέρχονται από τις διαπομπεύσεις στο βυζαντινό ιπποδρόμιο: το μουντζούρωμα, η γαϊδουροκαβάλα με ίππευση ανάποδα πάνω σε ζώο ή «καμήλα», το κρέμασμα κουδουνιών, η μεταμφίεση σε γυναίκα, η ένδυση με κουρέλια, το πασάλειμμα με στάχτη, πίσσα και άλλα, βωμολοχίες και παντομιμικά υπονοούμενα, όλα αυτά ήταν ατιμωτικές πράξεις εις βάρος του καταδικασμένου που τον γύριζαν, πριν από την τιμωρία του, στο ιπποδρόμιο”. Από την άλλη πλευρά έχουμε τις θηριομορφικές μεταμφίεσεις: δαιμονικοί «αράπηδες», που πασαλείβονται με στάχτη και καπνιά, φοράνε μια προβιά ανάποδα ή ντύνονται με κουρέλια, κρεμάνε κουδούνια και πηγαίνουν έτσι από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας, πίνοντας, αισχρολογώντας και πειράζοντας τον κόσμο. Αυτά τα θέματα κυκλοφορούν με διάφορες ονομασίες, όπως «μασκαράδες», «κουδουνάτοι», «καρναβάλια», «μουτσούνες», «καμουζέλες», «καμήλες», «μπούλες», «σκυλαραίοι» κ.λπ.
Ακολουθούν ενδεικτικά αποκριάτικα έθιμα από την ελληνική επικράτεια.
- Γέροι, Κορέλες και Φράγκος: οι οικοδεσπότες της Σκυριανής Αποκριάς
Κεντρική μορφή της Σκυριανής Αποκριάς ο Γέρος, που ντυμένος με μια μαλλιαρή μαύρη κάπα και φορώντας μάσκα από δέρμα κατσικιού, τριγυρίζει στα δρομάκια του νησιού βροντοχτυπώντας τα κουδούνια κοπαδιού που έχει περασμένα σε ζώνη στη μέση του. Ο ήχος αυτός, ο τόσο μοναδικά αρχέγονος, ηχεί για εβδομάδες ολόκληρες στο νησί. Τον συνοδεύουν η Κορέλα (που είθισται να είναι νεαρός άνδρας ντυμένος με παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά) και ο Φράγκος, ο οποίος φοράει μάσκα και ένα μεγάλο κουδούνι στη μέση του και παίρνει το όνομά του από το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός χαρακτήρας της Σκυριανής Αποκριάς που δεν φοράει παραδοσιακά ενδύματα, αλλά σακάκι και παντελόνι, δηλαδή φράγκικα ρούχα, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Παρέες από μεταμφιεσμένους γυρίζουν στη Χώρα χορεύοντας και τραγουδώντας, ενώ το όλο κλίμα παραπέμπει σε διονυσιακή ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται με το δεύτερο σκέλος του Σκυριανού καρναβαλιού, το έθιμο της «Τράτας».
- Γενίτσαροι και Μπούλες
κεντρική φωτό, από το αρχείο του Δήμου Νάουσας
Μπούλες ή Γενίτσαροι και Μπούλες, ονομάζεται το αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας Ημαθίας, του οποίου οι ακριβείς ρίζες δεν είναι γνωστές, όμως όλα τα στοιχεία μας οδηγούν στην αρχαιότητα και πιθανότατα στην σχέση με τελετές φυλετικής μύησης, όπως η τελετή ενηλικίωσης κατά την οποία ο νέος, ντυμένος με γυναικεία ρούχα και οδηγούμενος από ανύπανδρους άντρες της φυλής, θα μυηθεί με τη σειρά του στα μυστικά της, θα αποβάλλει τη γυναικεία ενδυμασία και θα μεταμορφωθεί. Σήμερα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στη μακραίωνη ιστορία του το έθιμο μεταπλάθει και παράλληλα ενσωματώνει στα επί μέρους στοιχεία του, την τοπική παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας. Οι τελεστές ήταν και είναι πάντα νέοι άνδρες. Ο αριθμός τους τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται να ήταν από έξι μέχρι δώδεκα, ενώ σήμερα μπορεί να συμμετέχουν και περισσότεροι. Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου, όπως μας μεταφέρονται από μία πολύ αυστηρή προφορική παράδοση είναι:
α. Η συγκρότηση του μπουλουκιού, που προϋποθέτει την αυστηρή αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σ’ αυτό.
β. Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες.
γ. Τη γυναικεία μορφή (νύφη-μπούλα) την υποδύεται πάντα άνδρας.
δ. Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.
ε. Τα μουσικά όργανα, οι χοροί, το δρομολόγιο, είναι προκαθορισμένα από το τελετουργικό, που ακολουθείται αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.
- Κουδουνάτοι, οι κυρίαρχοι του Μεσοτοπίτικου Καρναβαλιού στη Λέσβο
Το Μεσοτοπίτικο Καρναβάλι είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα της Λέσβου χάρη, κυρίως, στους κουδουνάτους του αν και όχι μόνον. Με διονυσιακές καταβολές, όπως όλα τα αντίστοιχά του ανά την Ελλάδα, το έθιμο αυτό τηρείται πιστά και ευλαβικά από τους Μεσοτοπίτες, κάθε χρόνο κατά την περίοδο της Αποκριάς. Επισκέπτες από κάθε γωνιά του νησιού καταφθάνουν στο χωριό προκειμένου να παρακολουθήσουν τις ορδές -κατά κυριολεξία- των κουδουνάτων, που εμφανίζονται από παντού. Οι δρόμοι και τα σοκάκια του Μεσότοπου, στη Δυτική Λέσβο, πλημμυρίζουν με νέους και μεγαλύτερης ηλικίας άντρες, που ζωσμένοι με πολλές σειρές κουδουνιών σκορπούν παντού τον εκστασιαστικό ήχο τους. Όλοι οι παριστάμενοι συγκλονίζονται, τα κακά πνεύματα απομακρύνονται τρομαγμένα, η ευκαρπία και η καλοτυχία βασιλεύουν στο χωριό!
- Η «Νύχτα των Στοιχειών» ζωντανεύει κάθε Αποκριά στην Άμφισσα
Η «Νύχτα των Στοιχειών» αποτελεί μία δραματική αναπαράσταση, που ζωντανεύει τους θρύλους και τις παραδόσεις της Άμφισσας, με έναν τρόπο πραγματικά μοναδικό. Το τελευταίο Σαββατόβραδο της Αποκριάς, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην παλιά συνοικία των Ταμπάκηδων, την Χάρμαινα, το σημείο απ’ όπου ξεκινούν όλα. Στα σοκάκια της παλιάς πόλης περιφέρονται πλάσματα αλλόκοτα και υπερφυσικά. Ξωτικά, Νεράιδες, Ντεβέτσκες, Μποτσνάκηδες, Ξυλένιοι, Αχυρένιοι, Αράπηδες, καθώς το παρελθόν ξαναζεί στο παρόν σε μία ατμόσφαιρα συγκλονιστικά υποβλητική, την οποία δημιουργούν όχι μόνον τα αλλόκοσμα αυτά όντα, αλλά και τα ηχητικά και φωτιστικά εφέ, που πραγματικά «στήνουν» ένα εξωπραγματικό σκηνικό!
Το δρώμενο αυτό «γεννήθηκε» στην Άμφισσα το 1995 και αποτελεί την αναβίωση του μύθου του ταμπάκη Κωσταντή, ο οποίος στοίχειωσε στα Ταμπάκικα, κοντά στην πηγή της Χάρμαινας, όταν η αγαπημένη του Λενιώ έπεσε νεκρή από ένα φοβερό κεραυνό. Οι εκδηλώσεις ξεκινούν την Παρασκευή το βράδυ, στη Χάρμαινα, με το ξύπνημα του Κωνσταντή, που φυσικά συνοδεύεται από μουσική, φαγητό, ποτό και πολύ κέφι. Η κορύφωση όμως συντελείται το βράδυ του Σαββάτου, όταν το θρυλικό Στοιχειό της Χάρμαινας -ο προστάτης των Ταμπάκηδων κατά την παράδοση-, κατεβαίνει από τα γραφικά σκαλάκια του Αϊ-Νικόλα για να αναμετρηθεί μέχρις εσχάτων στην Πάνω Πλατεία με τα Στοιχειά άλλων πηγών, της Τέχολης και του Γκυριζιού! Οι εκδηλώσεις χρηματοδοτούνται από το Δήμο Δελφών και την Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας, διοργανώνονται όμως από το Εικαστικό Εργαστήρι Άμφισσας και το Πολιτιστικό Κέντρο Φωκίδας, με την συμμετοχή εκατοντάδων εθελοντών. Εντυπωσιακοί φωτισμοί, επαγγελματικού επιπέδου σκηνοθεσία, δεκάδες εθελοντές άψογα εκπαιδευμένοι, ο καθένας στο ρόλο που έχει αναλάβει δίπλα στα υπερμεγέθη, τρομακτικής εμφάνισης Στοιχειά, σε συνδυασμό με τα φοβερά και τρομερά ουρλιαχτά και τους υπόκωφους συνοδευτικούς ήχους, δημιουργούν ένα σκηνικό γιγαντομαχίας, σκεπάζοντας την πόλη με ένα πέπλο μυστηρίου!
- «Οι Αρχοντοχωριάτες και ο Γκαβόγιαννος» έρχονται στους αποκριάτικους Δελφούς
Στο Καστρί το καστρωμένο,
στο Δελφί το μαγεμένο,
τούτες τις Αποκριές
θα χαρούνε κι οι γριές.
Άη Νικόλας να ευλογάει
Διόνυσος να βοηθάει,
να ανθούν τα χτήματα
να ‘χουμε γεννήματα.
Χίλιοι μαύροι κατσιβέλοι
μας χαλάνε το αμπέλι,
μύρισε ο απήγανος
όξω ο Γκαβόγιαννος!
Αυτά αναφέρονται στο Αποκριάτικο τραγούδι των Δελφών δίνοντάς μας το στίγμα της ιστορίας, που πάνω της βασίζεται το δρώμενο “Οι Αρχοντοχωριάτες και ο Γκαβόγιαννος”. Το 1890 οι κάτοικοι του Καστριού -όπως ονομαζόταν τότε οι Δελφοί- βίωσαν ένα σοκ με την απομάκρυνσή τους από τις πατρογονικές εστίες τους, προκειμένου να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η μεγάλη ανασκαφή, που έφερε στο φως τα λαμπρά ευρήματα, που σήμερα θαυμάζουμε στον Αρχαιολογικό Χώρο των Δελφών. Το σοκ συνεχίστηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια, όταν η καθημερινότητά τους διαταρασσόταν συνεχώς από το πλήθος των επισκεπτών, που άρχισε να συρρέει για να θαυμάσει τις αποκαλυφθείσες αρχαιότητες. Το νέο αυτό δεδομένο υποχρέωσε τους Καστρινούς να στραφούν σε νέες επαγγελματικές ασχολίες και από μια φτωχή κοινωνία αγροτών και κτηνοτρόφων, να εξελιχθούν σταδιακά σε μια κοινωνία, που προσανατολίζεται επαγγελματικά προς την τουριστική επιχειρηματικότητα, με όλες τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις, που συνεπαγόταν η θεαματική αυτή αλλαγή. Αυτή ακριβώς η μετάλλαξη-μεταμόρφωση σατιρίζεται με το δρώμενο “Οι Αρχοντοχωριάτες και ο Γκαβόγιαννος”, όπου Γκαβόγιαννος είναι ο αντί-ήρωας ενός δελφιώτικου μύθου, που αδικημένος για την εργασία που προσέφερε και έχοντας απορριφθεί από τη νέα που αγάπησε, τη Μαριγώ, μαγεύει το χωριό καρφώνοντας πασσάλους στις τέσσερις άκρες του, με την κατάρα να μην δει ποτέ προκοπή. Εκτός εάν… οι κάτοικοι ανακαλύψουν τους πασσάλους και τους αφαιρέσουν!
6. Οι «Καμήλες» της Φολεγάνδρου
Οι Φολεγάνδριοι ανέμεναν την Αποκριά με μεγάλη ανυπομονησία, θεωρώντας την ως μία σπάνια περίοδο γλεντιού, κεφιού, πειραγμάτων και γενικά μια παρένθεση ευωχίας στην απλή, αλλά και δύσκολη ζωή τους. Κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής αυτών των ημερών, όπως και ολόκληρου του χειμώνα, με τα κρύα ατέλειωτα βράδια του, ήταν οι βεγγέρες. Μόλις ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του και άρχιζε να σουρουπώνει, η κάθε οικογένεια κλεινόταν στο σπίτι με τη συντροφιά λίγων φίλων και συγγενών. Τις καθημερινές το κάθε σπίτι έφτανε να μετρήσει έως και 80 καμήλες, όπως αποκαλούνται οι μασκαράδες στη φολεγανδρίτικη διάλεκτο, ενώ το Σαββατοκύριακο μπορούσε να ξεπεράσει ακόμα και τις 100. Οι καμήλες ξεκινούσαν την περιοδεία τους με το σκοτείνιασμα, επειδή όμως επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού ή τουλάχιστον τα φιλικά και συγγενικά τους -που σε τέτοιες μικρές κοινωνιές είναι πάρα πολλά-, έφταναν στα τελευταία γύρω στα μεσάνυχτα. Αν και δεν ήταν σπάνιο να κυκλοφορεί μία καμήλα μόνη της, το σύνηθες ήταν να κυκλοφορούν πολλές μαζί, όσο δε περισσότερες ήταν τόσο πιο εντυπωσιακό το αποτέλεσμα και μεγαλύτερη η ευχάριστη αναστάτωση, που προκαλούσαν στα σπίτια που επισκέπτονταν. Ανάλογα με τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταμφίεσής τους μπορούμε να διακρίνουμε τις φολεγανδρίτικες καμήλες στους εξής τύπους.
α.Οι χραμάτοι, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι χάρη στο κύριο στοιχείο της μεταμφίεσής τους που ήταν το χράμι, σκέπασμα για το κρεββάτι, υφασμένο στον αργαλειό με ντόπια νήματα. β.Οι κουρελιάρηδες ή μουτζωμένοι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, οι παλιάτσοι της φολεγανδρίτικης Αποκριάς. Φορούσαν ότι πιο παλιό και περίεργο μπορεί να φανταστεί κανείς. Σκισμένα και χιλιομπαλωμένα παλιόρουχα, προβιές ζώων που τις έριχναν στους ώμους και την πλάτη και στη μέση ζώνες από σχοινί, από τις οποίες κρέμονταν κουδούνια, κέρατα ζώων και άλλα ετερόκλητα αντικείμενα.γ.Πολύ συνηθισμένες ήταν και οι καμήλες που κυκλοφορούσαν κατά ομάδες, όπου ο κάθε μεταμφιεσμένος έπαιζε ένα συγκεκριμένο ρόλο, στο πλαίσιο μιας αυτοσχέδιας, επαναλαμβανόμενης παράστασης. Για παράδειγμα, ο σύζυγος και η έγκυος γυναίκα του, που συνοδεύονται από το γιατρό.
δ.Τέλος, οι στολιστικές καμήλες ήταν οι πιο όμορφες και εντυπωσιακές. Οι γυναίκες -που συνήθως αρέσκονταν σ’ αυτόν τον τύπο μεταμφίεσης- φορούσαν ρούχα φτιαγμένα από τραπεζομάντηλα, γύρους και πάντες (διακοσμητικά υφάσματα για την κρεββατοκάμαρα), με έντονα χρώματα και σχέδια.