Φλωρεντία 25 Μαρτίου 1495 – Πρωτοχρονιά.
Η Beatrice, παρά την έννοια του ονόματός της (Ευτυχισμένη), την ευτυχία δεν κατόρθωσε να εντάξει στη μέχρι εκείνη τη στιγμή σύντομη ζήση της.
Κόρη πλούσιας οικογένειας Μεδίκων εμπόρων στη Φλωρεντίας του Μεσαίωνα, δεν της έλλειψε η αφθονία και η γενναιόδωρη παροχή υλικών αγαθών και κυρίως ειδών ένδυσης και υπόδησης, που εκείνη την εποχή τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ήταν ανώτερα των επερχόμενων εποχών. Πορφυρά μεταξωτά υφάσματα που αιωρούνταν στις μαρκίζες των καταστημάτων του εμπορικού κέντρου της πόλης- υλικά για την δημιουργία γυναικείων ενδυμάτων -, πολυτελή και με περίτεχνες λεπτομέρειες χειροποίητα υποδήματα που η προτεταμένη μύτη τους αναδείκνυε τη γυναίκεια σιλουέτα, δείχνοντάς τη ψηλόλιγνη και πλήθος άλλα εξαρτήματα για γυναικεία χρήση, βρίσκονταν στη διάθεσή της, ώστε μέσα απ’ ολ’ αυτά, να νιώθει όμορφη, επιθυμητή και ασφαλής.
Της έλλειψε όμως η απλότητα στην έκφραση, όπως και ο τρόπος που αυτή αποτυπωνόταν στην εικόνα της μέσω της ένδυσης. Κελεμπίες και ριχτοί χιτώνες σε γήινα χρώματα που ταίριαζαν απόλυτα στην χαμηλών τόνων ιδιοσυγκρασία της και της αρέσαν πολύ, ήταν απόλυτα και ρητά απαγορευμένες από το οικογενειακό της περιβάλλον, καθώς δεν ταίριαζαν με την κοινωνική του τάξη, βασική επιταγή της οποίας ήταν η μαξιμαλιστική ένδυση των νεαρών κοριτσιών, προκειμένου να προσδιορίζει επιδεικτικά την ταυτότητά τους και να αποτελεί μέσο μεταμόρφωσης, γοητείας και έλξης προς το ανδρικό φύλο, ακόμη κι αν αυτό κόστιζε την αποφυγή του εαυτού τους.
Κι εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν απέναντι από ένα κάτοπτρο υδράργυρου – πλαισιωμένο από αριστοτεχνικά σκαλισμένο χαλκό, έρμαιο δυο επιδέξιων γυναικών που απεγνωσμένα προσπαθούσαν να της εφαρμόσουν στο θώρακα ασφυκτικά σφιχτό στηθόδεσμο και κορσέ, ώστε να συρρικνώσουν το μπούστο της ανυψώνοντάς το στο επιθυμητό επίπεδο, να σφίξουν τη μέση της ώστε να φαίνεται κατά πολύ λεπτότερη από την περιφέρεια, και να τοποθετήσουν την ίδια, εντός πλουμιστού λευκού νυφικού ενδύματος τριών τεμαχίων που το αποκαλούσαν λάχανο, περίτεχνα διακοσμημένο με γαλαζοπράσινη γούνα, χρυσές κεντημένες λεπτομέρειες, πολυτίμους λίθους και ουρά τριών μέτρων, το βάρος του οποίου ξεπερνούσε τα πέντε κιλά.
Ναι, μέσα σ’ αυτό το ένδυμα θα έμοιαζε με μικρή θεά, άξια απόγονος της νεόπλουτης οικογένειάς της, θ’ αντανακλούσε τη δύναμη, την πρόσκαιρη κατοχή της αφθονίας, την εικόνα της γυναίκας που επιθυμούσε ο κοινωνικός της περίγυρος, αλλά και ο νεαρός άνδρας που θα της κρατούσε το χέρι σε λίγο, αλλά και σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Όχι, για τίποτα απ’ ολ’ αυτά, δε θα έχανε την υπόστασή της.
Ξαφνικά η Beatrice νιωθει ευτυχισμένη, καθώς το γυμνό της σώμα αιωρείται στην ατμόσφαιρα του ψηλοτάβανου δώματος και στη συνέχεια ίπταται και χάνεται πάνω απ’ τα πυκνά πρωινά γκρίζα σύννεφα του Άρνο ποταμού, σ’ ένα ταξίδι απέκδυσης, περιστοιχισμένο από τα στοργικά φτερά του αγγέλου που της άρπαξε την ψυχή.