Τις καλοκαιρινές νύχτες, αυτή την πετρωμένη ώρα μεταξύ ζωής και άσπιλου θανάτου, απλώνω τις φτερούγες μου πάνω από τις χρυσές μνήμες. Πληγώνονται τα, άλλοτε, νεανικά δάχτυλα στο χοντρό γκρίζο γαρμπίλι καθώς διασχίζω άχαρα τις σιδηροτροχιές με λαστιχιένες σαγιονάρες. Το τρένο αγκομαχά και σφυρίζει πίσω μου αφήνοντας τον Γαλλικό σταθμό νευριασμένο, λες και ήθελε να συνεχίσει ατάραχο να τρέχει πάνω στις ράγες κι εγώ του δυσκόλεψα τη ζωή.
Πλησιάζω μια σειρά από ακίνητα βαγόνια. Έχουν ξεφτίσει τα ταξίδια στα μάτια τους. Έμειναν προδομένα στη βροχή, τον ήλιο και τον άνεμο του καλοκαιριού. Μοιάζουν τρομαγμένα. Φοβούνται πως ρίζωσαν αιώνια στη σκόνη, αφού τα δάκρυα, τα γέλια, οι αγκαλιές και τα μαντίλια των επιβατών απομακρύνονται με τον συρμό. Σκαρφαλώνω μ’ ένα σάλτο και περνώ μέσα από τις ορθάνοιχτες κοιλιές τους, για να βρεθώ πρώτος απέναντι, στην αμμουδιά. Μήπως προλάβω κι απλώσω την πετσέτα μου πλάι στην Ουρανία, που ο άντρας της δεν αγαπά το νερό.
Ένα τσούρμο από χαρούμενες φωνές κατρακυλά προς το γαλάζιο, σωσίβια πετάγονται αριστερά-δεξιά, ενώ κάποιοι σημαιοφόροι τρέχουν να καρφώσουν τις ομπρέλες τους όσο πιο κοντά μπορούν στο γυρογιάλι. «Δεν θα βουτήξω», δικαιολογείται εκείνη, «αφού του Νίκου μου κοκκινίζουν τα μάτια και δεν ήρθε μαζί μας». «Ούτε κι εγώ», συμπληρώνω, «είναι κρύο το νερό σήμερα». Προτιμώ τη μυρωδιά της καρύδας που αναδίδει το ολισθηρό της δέρμα, όπως εξατμίζεται το αντηλιακό από τον λάβρο ήλιο.
Ανάσκελα, με χέρια και πόδια κύματα να χώνονται στην άμμο, γαλήνια σαν τη θάλασσα που λιάζεται ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο, μου χαμογελά. Δυο παιδικά κάστρα ξεπροβάλλουν για στήθος κάτω από το λυμένο μαγιό, ενώ ο Γαρμπής μάταια πασχίζει τα ξέπλεκα μαύρα φύκια να της κλέψει στ’ άβαθα της ακρογιαλιάς. Για δευτερόλεπτα όπως λικνίζεται για να γυρίσει πλευρό, μ’ αφήνει να δω καθάρια πάνω απ’ τις κιτρινόπετρες τα κοχύλια της. Πόσο θά ‘θελα να ήμουν ένας κόκκος που τριζοβολά κάτω από το κορμί της, να έμενα για πάντα μπλεγμένος στα μαλλιά που ρίχνει ξοπίσω για δίχτυα!
Σήμερα, ακόμη μας ονειρεύομαι μαζί. Αυτή όπως το καλοκαίρι, το φως που νικά το σκοτάδι, να κάνει τη θάλασσα χαρούμενη, τα φρούτα ζουμερά, τα φύλλα της ελιάς να μοιάζουν ασημόψαρα. Να χαρίζει ραστώνη, να φυτρώνει ομπρέλες παντού, να αφήνει λευκά σημάδια στο σοκολατί και κόλλα γρανίτας σε δάχτυλα παιδικά. Κι εγώ, όταν ο ήλιος αντλεί την υγρασία από τα μάτια της, να ‘ρχομαι σαν το φθινόπωρο. Ένα γκρίζο πουλί που σκοτεινιάζει τ’ αψεγάδιαστο, να κιτρινίζω τη σκασμένη γη αφήνοντας μια γεύση από ξινό σταφύλι κι από μούστο. Μέσα από την παρακμή, υπόσχεση άνοιξης να της δίνω με τη δική τους υγρασία.
Πάντα μεσάνυχτα, σαν τον Μινώταυρο, ζυγώνει από το ταβάνι. Την ώρα που καίω τον τελευταίο δυναμίτη στα χείλη, το δέρμα της εκδύει αποτελεσματικά άρωμα καρύδας στην αγκαλιά μου και τη δροσιά της λεύκας έξω από τον Γαλλικό.
Photo catsfromspace / https://pixabay.com