Καλοκαίρι.
Τριγύρω μου ένας κόσμος νέος. Αμφιλεγόμενος. Ασυνήθιστος. Κι εγώ σίγουρη. Σταθερή. Γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ωσάν δεν υπήρξα ποτέ πρωτύτερα. Οι φίλοι στο πλευρό μου. Παρά την απόσταση ανάμεσό μας. Η σεβαστή μου μητέρα. Ο μαύρος πατέρας μου. Καταρρακωμένος. Κουρασμένος. Όσο κι αν με πλήγωσε, δεν το ‘κανε εσκεμμένα. Σήμερα θα ‘θελα να εξανεμίσω τις έγνοιες του. Ίσως κάποτε το επιτύχω. Ξέφυγα απ’ το παρελθόν. Ποτέ δεν πίστευα πως θα τα κατάφερνα. Η ζωή μου όπως την ονειρευόμουν πάντα.
Φθινόπωρο.
Εκείνος – πάντα μαζί μου.
Ουρανοξύστες, γέφυρες, αυτοκινητόδρομοι, υψηλές τεχνολογίες. Πολιτείες σύγχρονες και σύννεφα σε ασημί μεταλλικό στους καστανούς πλανήτες των ματιών του. Άνθρωπός μου κι αδερφός από την απαρχή των πάντων – από το χωροχρόνο πριν τη δική του γένεση και τη δική μου, ως το θάνατο κι αν γίνεται, πέρα κι απ’ αυτόν. Καβάλα στην άσπρη φοράδα με τα κόκκινα χαλινάρια καλπάζει στο σύμπαν, τιθασεύει την ορμή του κεραυνού, με το σιδερωμένο του σπαθί σχίζει τη σκοτεινή νύχτα – η λάμψη του φλόγα πύρινη – τ’ αρχικά του στη λαβή, δίπλα μου με την ταχύτητα του φωτός, όπου κι αν είμαι, μ’ αγκαλιάζει προστατευτικά, με κρατάει απ’ το χέρι όλα μας τα χρόνια, σβήνει το δάκρυ, πολεμάει τους φόβους, τα τέρατα που με στοιχειώνουν, εξαϋλώνει την κάθε απειλή.
Πίσω μου η Αλεξάνδρ(ει)α που φεύγει.
Χαιρετιόμαστε «… με το κεφάλι ψηλά (…) σαν που ταιριάζει μάς που αξιωθήκαμε μια τέτοια φιλία». Την Αλεξάνδρ(ει)α που έζησα μαζί σου, σού λέω κι εγώ, δεν μπορεί κανείς να μου την πάρει. Δυνατές όσο ποτέ κοιτιόμαστε στα μάτια. Περήφανες η μία για την άλλη. Δίχως μετάνοια. Για τίποτα.
Χειμώνας.
Θαρρώ πως λησμονώ τα Ελληνικά μου. Το λεξιλόγιο. Τη σύνταξη. Μα σε μια στιγμή μέσα η ασάλευτη κυτταρική μνήμη ενός εφηβικού κορμιού με (καθ)οδηγεί – στιγμές ονείρου, σταγόνες θύμησης υπερνικούν τη λήθη, σταλακτίτες στη θέα των ματιών μου – παρά ‘θιν αλός. Αέρηδες φυσούν τα μαλλιά μου προς τα πίσω. Η αυγουστιάτικη υγρασία μέσα στον καύσωνα της Μακεδονίας. Ακίνητος ο Άγιος Γέροντάς μου ακούει την εξομολόγησή μου. Άγγελος από εικόνα βυζαντινή ταπεινά ψάλλει την ευχή. Το πετραχήλι στο κεφάλι μου, η ευωδιά του θυμιατού, το μεγαλείο του Θεού και η ευλογημένη αγκαλιά της Παρθένου Μητέρας Του. Το χρυσό βασίλειό Του μέσα σε πέτρες ρωμαϊκές. Κι η πόλη μου – μάγισσα παντοτινή και Μούσα του Βασίλη Τσιτσάνη – η Θεσσαλῶν νίκη. Πλησιάζει. Ένα βήμα να κάνω, την ψηλαφίζω.
Άνοιξη.
Η λευκή αρκούδα στέκεται στην κορυφή του παγόβουνου. Το αγέρωχο, φωτεινό πράσινο βλέμμα της παρατηρεί τον περίγυρο. Περίεργο, ευφυές. Άραγε είναι σχέση αυτή; Κι αν ναι, τί είδους; Κι εκείνη αλλάζει. Βλέπει τον κόσμο με μάτια διαφορετικά. Φιλώ την υγρή μύτη της και την αγκαλιάζω σφιχτά. Χαϊδεύω το απαλό τρίχωμά της. Γνωρίζοντας το άπειρο της τελειότητάς της. (Ανα)γνωρίζοντας την πολύτιμη αξία της.
Πλάι μου ο Σπύρος πάντα. Τα λόγια του γεμάτα σοφία. Με ακρίβεια περιγράφει τα ένδοθέν μας. Χάρισμα σπάνιο και πολυσύνθετο. Κάρτες από Βελιγράδι, από Βιέννη και Κωνστάντζα αγάπη γιομάτες. Χρυσή συλλογή φωτογραφιών Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Μηνύματα στο κινητό απ’ το υπερπέραν. Κατανόηση για τα συναισθήματά μου όλα.
Καλοκαίρι.
«Κάματε καλά όσοι αφήσατε τα ξένα σήμερα, για να έρθετε στην Ελλάδα».
Welcome home (Olympics).
«Για σένα τα ‘βαλαν αυτά».