της Λεωνής Π. Θανασούλα
Ιστορικού – Συμβούλου αυτοβιογραφίας και Πολιτισμού (Β.Α.-Μ.Α.)
Η ιστορία του μοναστηριού της Ιεράς Μονής Προυσού χάνεται στον χρόνο και στον μύθο. Βρίσκεται στα βάθη ενός φαραγγιού υποβλητικής, άγριας ομορφιάς ανάμεσα στα όρη Καλιακούδα, Χελιδόνα και Παναιτωλικό. Ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας στο Βυζάντιο, όταν με θαυματουργό τρόπο μεταφέρθηκε η εικόνα από την Προύσα της Βιθυνίας στα δυσπρόσιτα βουνά της Ευρυτανίας και αυτοαποκαλύφθηκε με έναν πυρσό στα βάθη του φαραγγιού υποδεικνύοντας το μέρος όπου έπρεπε να χτιστεί το μοναστήρι. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα ήταν ζωγραφισμένη από τον ευαγγελιστή Λουκά, η εικόνα όμως που διασώζεται σήμερα είναι το πιθανότερο φιλοτεχνημένη περίπου στα 1600, μετά από την πυρκαγιά του 1587 που κατέστρεψε το καθολικό. Είναι αξιοσημείωτη η ομοιότητα του τοπίου της Προύσας και της Ευρυτανίας, με το όρος Όλυμπο να δεσπόζει στις παρυφές της.
Η μονή αποτέλεσε σημαντικό πνευματικό και οικονομικό κόμβο στην περιοχή της ορεινής Αιτωλίας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και κατά την επανάσταση. Προεπαναστατικά ιδρύθηκε η περίφημη Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων όπου διδασκόταν η αρχαιοελληνική γραμματεία, τα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός και τα πατερικά κείμενα, ενώ υποστηριζόταν από σημαντική βιβλιοθήκη.
Το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας είναι αφιέρωμα του Γεωργίου Καραϊσκάκη ο οποίος είχε το στρατηγείο του στη μονή ως ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του από χρόνια ασθένεια. Πολλοί από τους θησαυρούς της μονής όπως σκεύη, χειρόγραφα και κειμήλια χάθηκαν κατά την πυρπόλησή της από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944. Σήμερα διασώζεται ένας σημαντικός αριθμός χειρογράφων κωδίκων, μέρος των οποίων εκτίθενται στο σκευοφυλάκιο της μονής μαζί με έργα εκκλησιαστικής τέχνης, όπως εικόνες, σκεύη, ιερά άμφια και κειμήλια της νεώτερης ιστορίας.
Η Ιερά Μονή Προυσού έως και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θεραπευτικά προσκυνήματα στην Ελλάδα και μαρτυρείται πλήθος θαυμάτων στα αρχεία της μονής όπως και στη λαϊκή παράδοση. Πιστοί κυρίως από τη Θεσσαλία και όλη τη Στερεά Ελλάδα είχαν ως τάμα και σκοπό ζωής ένα ταξίδι στη Χάρη της, το οποίο από μόνο του ήταν μία δοκιμασία μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Το ταξίδι διαρκούσε ημέρες, μέσα από δάση, κακοτράχαλα μονοπάτια, και σημεία δύσβατα και επικίνδυνα. Συχνά το τάμα περιελάμβανε και την ασφαλή μετάβαση και επιστροφή των προσκυνητών στην πατρίδα τους. Παραμονές της γιορτής του μοναστηριού, στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, οι πεζοπόροι προσκυνητές κατέκλυζαν τα γύρω βουνά. Στο τέλος του μόχθου, σαν τελείωναν οι εργασίες στον κάμπο, ειδικά του καπνού, στο απόκαμμα του καλοκαιριού, μάζευαν τις προσφορές τους κι έπαιρναν τον δρόμο της δέησης. Χρυσά, αργυρά, ξύλινα ή ταπεινά τα δώρα, στήριζαν την προσευχή. Εκτός από τις δυσκολίες της ανάβασης στο βουνό είχαν να αναμετρηθούν με τις αντοχές του σώματος, τον φόβο, την πνευματική αναμέτρηση με τον ίδιο τον εαυτό, τον αναστοχασμό, τη μετάνοια ώσπου να φτάσουν.
Διατηρώ ακόμη εναργές τις εικόνες εκείνων των προσκυνητών, σιωπηλές σκιές, απόμακρες, πώς ξεπρόβαλλαν ο ένας πίσω από τον άλλον και κατηφόριζαν στο ιερό σπήλαιο της ίασης. Ορισμένοι γονυπετείς, ξυπόλητοι με πληγωμένα πόδια ξεπερνούσαν τη σωματικότητα κι ήθελαν να αξιωθούν να βιώσουν το θαύμα που ζητούσαν. Πολλές φορές κάθε χρόνο το ίδιο, ξανά και ξανά, όχι μόνο ως ικεσία, αλλά ως ανταπόδοση.
Πρόσφεραν τα γεννήματα, τα ζώα τους για σφαγή –σκηνές από την αρχαιότητα– καθαρίζονταν στις κρήνες της υποδοχής, συμμετείχαν στο παζάρι και τη γιορτή που είχαν στηθεί ήταν έξω από το μοναστήρι. Μουσικά όργανα, πραματευτάδες, σούβλες, θυσία και μέθεξη. Για τον βραδινό τους ύπνο έστρωναν τα στρωσίδια τους για δύο και τρεις ημέρες στον δρόμο του μοναστηριού, όσο γίνονταν πιο κοντά στην εικόνα, που ανακαλούν στη μνήμη αντίστοιχες εικόνες αρχαίας εγκοίμησης στα Ασκληπιεία, όπου οι πιστοί με καθαρμούς, νηστεία και την καθοδήγηση του ιερέα ζητούσαν από τον θεό το όνειρο που θα τους θεραπεύσει.
Τι έχει μείνει από όλα αυτά σήμερα; Ένα κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και συνέχειας χάθηκε μαζί με τα αρχαία μονοπάτια, τα ζώα για τη θυσία, τη λαϊκή πίστη και την έκφρασή της, το χοροστάσι ως κέντρο της κοινότητας, της κορύφωσης της γιορτής, η πανήγυρις, η παραδοσιακή μουσική. Μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα επιβίωναν κοινωνικές δομές της προβιομηχανικής κοινωνίας, οι οποίες πλαισίωναν τη λατρεία αυτής της μορφής και σήμερα έχουν εκλείψει. Το βίωμα της πίστης είναι πλέον σχεδόν αποκλειστικά προσωπικό και όχι συλλογικό, όπως στις παραδοσιακές μορφές κοινωνίας. Για να κρατήσουμε το θαύμα, η καταγραφή, όπως και η δημιουργία μουσειακών χώρων για την άυλη πολιτιστική κληρονομία είναι επιτακτική.