Συνήθως, εκθέτω τις εικόνες μου. Τις ασπρόμαυρες ή τις έγχρωμες. Τις επίπεδες ή τις ανάγλυφες. Τις κατασκευές ή τις εγκαταστάσεις μου. Τις λέξεις και τις εικόνες μου.
Αυτές που με βοηθούν να παίζω το παιχνίδι της ανασύνθεσης των αναμνήσεών μου.
Αγκυροβολώ στις λέξεις όπως και στις εικόνες μου, σαν τους μετανάστες, δημιουργώντας αμυντικούς συσχετισμούς, εννοιολογικού χαρακτήρα και βιωματικών εμπειριών.
Υπακούω, στα συναισθήματα των στιγμών, και στα κατ ανάγκην οπτικοακουστικά και όχι μόνο ερεθίσματα.
Καλλιεργώ τον τόπο μου, λιπαίνοντας, σκαλίζοντας και ποτίζοντας συνειδητό και ασυνείδητο.
Κάνω τόπο στο χωράφι μου, να σταθούν οι μετανάστες μου ορθοί με ψηλά το ανάστημα. Για να έχουν που την κεφαλή κλίνε.
Να νιώσω τις οσμές τους, τις κραυγές, τους ψιθύρους, τις σιωπές, τις ανάσες τους, τις σκέψεις της μουσικής τους.
Ακούω και υπακούω και στοχάζομαι τους αφορισμούς πολεμώντας το άδικο κατ επανάληψη.
Ταξινομώ τα αινίγματα που εμπεριέχουν ρυθμό κι ανατριχίλα, αντανακλάσεις και σκιές.
Στον απόηχο των συνειρμών, δεν ασκούμαι σε μεγάλες αφηγήσεις αλλά στο θαύμα του στιγμιαίου.
Στήνω και σκηνοθετώ τους μετανάστες μου, με περίσκεψη αλλά και με εσκεμμένη απλότητα. Με λόγο λιτό και απέριττο.
Αυτοβιογραφούμαι πάνω στο απόλυτο μαύρο, το λευκό και διαυγές ή εμβαθύνω στην παλέτα με τα χρώματα. Κι ως παρατηρητής δράττω της κάθε ευκαιρίας να ανέβω τη σκαλωσιά. Να δω από εκεί τους εξόριστούς μου, που δεν ντρέπονται να βουρκώσουν, να δακρύσουν, να κλάψουν και να γελάσουν σαν μικρά παιδιά, αλλά και σαν σοφοί ενήλικες.
Δεν τους προσπερνώ. Τους αναλύω γιατί αναλύω τον εαυτό μου.
Τους σέβομαι και τους εκτιμώ γιατί σέβομαι και εκτιμώ τον εαυτό μου. Μπορείς να τους διαβάσεις σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά μέσα στις μικρές φράσεις τους, ή τα ζεστά αφιερώματα.
Μπορεί να μοιάζουν ημιτελή. Γράφω όμως επειδή η ζωή είναι ένα ημιτελές ποίημα, με καταφάσεις ή με ερωτήσεις και γεμάτο κενά, που μάταια προσπαθώ να το ολοκληρώσω.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε την μικρή φράση του Πεσσόα πως, «όταν η ψυχή πάψει να θαυμάζει, έχει ηττηθεί»
Πιθανά τα βιβλία μου και οι εικόνες μου, να μοιάζουν με – απολογία. Ωστόσο αποδεικνύουν πως το φιλόξενό μου σώμα αγκαλιάζει τους μετανάστες μου αποδεικνύοντας πως έχουν στη δική μου ζωή, που την κεφαλή κλίνε υπερασπιζόμενη την ύπαρξή τους με κάθε τρόπο γιατί είναι άρρηκτα δεμένη μαζί τους η ζωή.
Ευχαριστώ τους δικούς μου μετανάστες, και όσους παρακολουθούν τη διαδρομή μου στα γράμματα και τις τέχνες εντός και εκτός Ελλάδος για το τώρα, το χθες και το αύριο.
Για την κατ ανάγκην ποιητική της στιγμής.