Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε η θεία Αγάπη όταν έλεγε στα γλυκά, πλην δυσνόητα για την παιδική ηλικία μου νανουρίσματά της, ότι εκεί στον 38ο μεσημβρινό, μέσα σ ένα βαθυμπλε υδάτινο τσαρούχι στο από την δική μας πλευρά κέντρο του γήινου κόσμου, που το περίγραμμά του φέρνει αρώματα από τις εκατέρωθεν ηπείρους, εκεί που δεν υπάρχουν ρήγματα, πάρα μόνο ο αμέτρητος μαύρος βυθός, ένας από τους εκάστοτε θυμωμένους πολεμοχαρείς θεούς– που ποτέ δε θυμόταν τ όνομά του –, βύθισε την Ατλαντίδα, βούλιαξε πλεούμενα, χώρεσε του κόσμου τους πολέμους και τους στεναγμούς, χώρεσε του κόσμου τις σπαραχτικές κραυγές –εκείνες που έφυγαν κυνηγημένες, απεμπολώντας τη γη των προγόνων τους, για ν’ αρμενίσουν και ν’ αναπνεύσουν το οξυγόνο το θαλασσινό, το ελεύθερο–, εκεί, στα βαθύτερα – εκείνα τα ανήλια και παγωμένα– περάσματα που σμίγουν οι θάλασσες και οι ωκεανοί της γης, εκεί χτίζονται οι πύλες του παραδείσου για εκείνους που δεν προλαβαίνουν ν’ αμαρτήσουν περισσότερο ή λιγότερο!
Μέσα σ’ ένα τσαρούχι με μύτη σουβλερή και τακούνι, αλλόκοτα φορεμένο, μουσκεμένο, που στις αιχμές του πονάει περισσότερο κι αιμορραγεί…
«Φταίει το σημείο παιδί μου, που βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου μας– που είναι πολυσύχναστο!»
photo Renan_Brun / https://pixabay.com