Ένα flash back στην παιδική ηλικία των λίγο πιο… “μεγάλων εφήβων” μόνο χαμόγελο μπορεί να προκαλέσει, όταν θυμηθεί κανείς το “κολατσιό” (γιατί τότε δεν ξέραμε την λέξη “μπραντς” που είναι πολύ της μόδας σήμερα)
Τις περισσότερες φορές το κολατσιό δεν ήταν κάτι συσκευασμένο και αγορασμένο, αλλά κάτι που έπρεπε να στο φτιάξει κάποιος για να στο δώσει – πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ήδη υπήρχε ένα ποσοστό φροντίδας παραπάνω, για να θυμάσαι σήμερα. Δεν ήταν σοκολάτα, ή πατατάκια ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι, για το οποίο έπρεπε να μπει η μητέρα στην κουζίνα, να πάρει ένα μαχαίρι και ένα ψωμί στο χέρι της και να ασχοληθεί με το τί θα φας.
Επίσης, το κολατσιό σε έβρισκε συνήθως σε ώρα “εργασίας“: κρυφτό, κυνηγητό, μπάλα… Εκεί που ήσουν ήδη απασχολημένος δηλαδή με κάτι που -τις περισσότερες φορές- ήταν ευχάριστο, άκουγες την φωνή “έλα, για να φας”, για να κάνεις δηλαδή κάτι που ήταν κι αυτό ευχάριστο. Μια ευχάριστη ρουτίνα δηλαδή.
Τον πρώτο ρόλο τον έπαιζε συνήθως το χτυπητό αυγό (συνήθως ο κρόκος μόνο), για το οποίο υπήρχαν τρεις τουλάχιστον γνωστές παραλλαγές: αυγό με ζάχαρη, αυγό με ζάχαρη και κακάο, ή αυγό με λίγο λάδι και ψίχουλα ψωμιού. Αυτό ήταν το γρήγορο “σνακ”, που τελικά ήταν υπερτροφή, με την σημερινή ορολογία. Πρωτεΐνη με σωστή ποσότητα υδατάνθρακα. Ό,τι έπρεπε για να συνεχίσει κανείς το παιχνίδι δηλαδή, χωρίς να βαρύνει.
Το αμέσως επόμενο ήταν μια φέτα ψωμί, με πολλές παραλλαγές: βρεγμένο ψωμί με ζάχαρη – ψωμί με βούτυρο και μέλι – ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη (για τους πιο λιχούδηδες) – ή το πιο “ολοκληρωμένο μπραντς” που ήταν το ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη και στις πιο εορταστικές περιπτώσεις και με λίγη ψιλοκομμένη ντομάτα.
Η πονηριά των γιαγιάδων είχε επίσης πολύ σημαίνοντα ρόλο εδώ, που ανέπτυσσαν ολόκληρη στρατηγική για να σε κάνουν να φας φρούτο: τριμμένο μήλο με λίγη ζάχαρη και κανέλλα, ή το γνωστό “σου πασάρω το καθαρισμένο πορτοκάλι την ώρα που μιλάς”, οπότε το τρως ασυναίσθητα χωρίς να το καταλάβεις.
Και βέβαια, ειδική μέριμνα δινόταν στα υγρά συνοδευτικά: χυμός ή γάλα.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτή η σπιτική ετοιμασία του κολατσιού ήταν κατά πολύ πιο υγιεινή από την εύκολη λύση των σημερινών (κατά κύριο λόγο) σνακ. Πολλά από τα φαγητά που περιελάμβανε το τότε “μπραντς” αποτελούνταν από σωστές αναλογίες πρωτεΐνης – φυτικών ινών – υδατάνθρακα, κάτι που δεν ελέγχεται εύκολα εάν προσφέρεις κάτι που μόλις άνοιξες από μια συσκευασία. Αλλά, το πρωταρχικό συστατικό, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανένα άλλο, ήταν αυτή η ίδια η φροντίδα, το ενδιαφέρον. Μερικές φορές το “έλα να φας” ερχόταν πριν να πεις “πεινάω”. Υπήρχε πρόβλεψη.
Καμμιά φορά αυτά που φαίνονται πιο απλά, είναι τα πιο άξια να θυμάσαι. Θυμάμαι, έλεγε ο πατέρας μου, ένας από τους τελευταίους κανατάδες της Αίγινας, ότι όταν ήταν μικρός έπαιρνε το πανέρι με τα έτοιμα κανάτια και περίμενε ώρες στο λιμάνι της Αίγινας, για να πλευρίσει το καραβάκι, να τα φορτώσει και να τα πάρει στον Πειραιά για να τα πουλήσει. “Εκεί που περίμενα, έπαιρνα από την τσέπη μου το κριθινό το παξιμάδι, το έβρεχα μέσα στην θάλασσα και το έτρωγα. Πόσο νόστιμο ήταν”!
Δεν ξέρω τί είναι πιο όμορφο από εκείνο το κολατσιό και μας κάνει να το θυμόμαστε με χαμόγελο. Το ότι μας το έφτιαχναν; Το ότι διακόπταμε το παιχνίδι για να φάμε, και μετά πάλι παιχνίδι; Το ότι μας φώναζαν με έγνοια: “έλα για να φας”; Το ότι το δικό μας πρωινό δεν ήταν ίδιο με του διπλανού μας, γιατί δεν είχαν βγει από συσκευασία;
Πάντως, το χαμόγελο υπάρχει μάλλον.
photo https://pixabay.com/el/