Δεν είναι ότι τα παιχνίδια της αυλής τα ξεχάσαμε, όσοι μεγαλώσαμε λίγο. Είναι ότι πολύ θα θέλαμε να πάρουμε τους φίλους μας (είμαστε όλοι λίγο πιο… ψηλοί, από τότε), να κάνουμε έναν κύκλο, και να αρχίσουμε πάλι να παίζουμε. Σαν τότε…
Ήταν δεδομένο ότι οι δρόμοι γύρω-γύρω από τα σπίτια θα γέμιζαν φωνές από τις πέντε το απόγευμα, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Και ήταν αξιοθαύμαστο το πώς γίνονταν οι συνεννοήσεις, γιατί δεν υπήρχαν τότε τα κινητά τηλέφωνα. Ξέραμε όμως, ότι “κάτω” θα βρεθούμε, και μάλιστα αναρωτιόμασταν αν έλειπε κάποιος από την παρέα. Δεν ήταν πάντα χαρούμενα, γιατί “τα μαλώματα” ήταν κι αυτά στην ημερήσια διάταξη, αλλά τότε κρατούσαν λίγο. Και συνήθως δεν χαλούσαν την διάθεση για παιχνίδι.
Ανάλογα με την παρέα, αν ήταν δηλαδή παρέα κοριτσιών, ή παρέα αγοριών, ή παρέα με αγόρια και κορίτσια μαζί, αποφασίζονταν και τα παιχνίδια. Τα κορίτσια συνήθως, για παράδειγμα, έπαιζαν “σχοινάκι”, κάτι που δεν το προτιμούσαν τα αγόρια. Τα κορίτσια όμως μπορεί να έπαιζαν “μπάλα” μαζί με τα αγόρια. Αυτά που παίζονταν και από τους δύο μαζί, ήταν το κρυφτό, το κυνηγητό, τα “στρατιωτάκα αμίλητα” κ.λπ.
Συνήθως ο ήλιος έπεφτε την ώρα που δεν ήθελες να διακόψεις, γιατί το παιχνίδι βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο, αλλά γοητεία είχαν κι εκείνες οι φορές που η παρέα είχε κουραστεί και ήδη είχε έρθει η ώρα της ξεκούρασης, οπότε ο καθ’ ένας έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι, με μια σιγουριά ότι και την επόμενη ημέρα το παιχνίδι θα συνεχιζόταν. Σιγουριά. Ήταν ωραίο στοιχείο αυτή η σιγουριά.
Τα περισσότερα παιχνίδια άρχιζαν με το “να τα βγάλουμε”, για να ορίσουμε δηλαδή τις θέσεις.
– Άκατα μάκατα σούκουτου μπε, άμπελ φάμπελ ντόμινέ. Άκατα μάκατα σούκουτου μπε, άμπελ φάμπελ βγε (βγαίνεις και τα φυλάς)!
– Έχω ένα αυτοκίνητο που όλο – όλο τρέχει, και πού θα σταματήσει;
– Ήρθε μια γριά απ’ την πόλη κι έφερε το χάσι-χάσι, παναγίτσα μου να χάσει!
– Α-μπε-πα-μπλομ-του-κει-θε-μπλομ-α-μπε-μπα-μπλομ-του-κει-θε-μπλομ-μπλιμ-μπλομ!
– Ένα δύο τρία, πήγα στην κυρία μου ‘δωσε ένα μήλο μήλο δαγκωμένο το ‘δωσα στην κόρη έκανε αγόρι το ‘βγαλε Θανάση, σκούπα και φαράσι!
Και μετά, όταν ερχόταν ο άχαρος ρόλος του “να τα φυλάς”, άρχιζε το ρυθμικό μέτρημα: “πέντε – δέκα – δεκαπέντε”…
Στις πιο οργανωμένες περιπτώσεις, τα παιχνίδια που επιλέγονταν ήταν “τα κουζινικά”, οπότε με μικροπραγματάκια στηνόταν μια κουζίνα για μαγείρεμα (κυρίως στις παρέες κοριτσιών), ή “το σπίτι” οπότε τα παιδιά έπαιρναν ρόλο “μαμά – μπαμπάς – παιδί” (εδώ στηνόταν δηλαδή ένα μικρό θεατρικό) – ή “σχολείο” οπότε οι ρόλοι γίνονταν “δασκάλα – μαθητές”…
Ήταν πολύ δημοκρατικός ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζονταν τα παιχνίδια της ημέρας: “παίζουμε αυτό”; “ναι, αλλά μετά να παίξουμε κι αυτό”…
Κάποια από τα παιχνίδια…
Περνά-περνά η μέλισσα. Δύο από τα παιδιά γίνονταν οι “μάνες”, που στέκονταν αντιμέτωπες με σηκωμένα χέρια και τα δάχτυλα μπλεγμένα, για να σχηματίσουν μια καμάρα. Τα υπόλοιπα παιδιά σχημάτιζαν μια ουρά και περνούσαν κάτω από την καμάρα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, οι μάνες έπιαναν το τελευταίο παιδί της σειράς ανάμεσα στα χέρια τους και το ρωτούσαν χαμηλόφωνα: “μήλο ή πορτοκάλι”; ή “κίτρινο ή κόκκινο”; κ.λπ. Την σωστή απάντηση οι μάνες την είχαν διαλέξει από πριν. Αν το παιδί απαντούσε “μήλο”, πήγαινε πίσω από την μάνα που είχε επιλέξει το μήλο. “Περνά – περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα”.
Το κορόϊδο. Συνήθως παιζόταν από τρία παιδιά. Το παιδί που θα είναι “το κορόϊδο” θα μπει στην μέση προσπαθώντας να πιάσει την μπάλα, ενώ τα άλλα παιδιά την πετούν το ένα στο άλλο.
Τυφλόμυγα. Τα παιδιά τα «βγάζουν» και στο παιδί που θα χάσει του δένονται τα μάτια με μαντίλι. Στη συνέχεια, τα υπόλοιπα παιδιά κινούνται γύρω από αυτό, του μιλάνε, του ζητάνε να τα πιάσει κ.λπ. Όταν πιαστεί κάποιο, το παιδί που κάνει την «τυφλόμυγα» προσπαθεί, με τα μάτια κλειστά , να το αναγνωρίσει ψηλαφίζοντας. Αν το καταφέρει, τότε το παιδί που πιάστηκε γίνεται η «τυφλόμυγα».
Πούν’το – πούν’το το δαχτυλίδι. Τα παιδιά μπαίνουν σε κύκλο. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ή κάτι που εννοείται ως δαχτυλίδι. Έπειτα προσπαθεί να το αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά, λέγοντας: Πουν’ το, πουν’ το το δαχτυλίδι, ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις! δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις, το δαχτυλίδι που ζητείς.
Το κάθενα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι.
Στρατιωτάκια ακούνητα. Τα παιδιά “τα βγάζουν” για να δούνε ποιος τα φυλάει. Αυτός που τα φυλάει, λέει κοιτάζοντας αλλού: “Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα”. Τα παιδιά κάνουν διάφορες κινήσεις, αλλά μόλις αυτός που τα φυλάει γυρίσει προς το μέρος τους, πρέπει να μείνουν ακίνητα, σε όποια στάση έχουν βρεθεί τυχαία. Αυτός θα έρθει τότε κοντά τους, θα προσπαθήσει να τους κάνει να γελάσουν ή να κουνηθούν, αλλά αυτά θα πρέπει να μείνουν σαν αγάλματα.
photo https://pixabay.com/el/