Κάποτε, υπήρχε ένα όμορφο και μεγάλο δέντρο, που είχε πολλά πολλά κλαδιά, με όμορφα φύλλα με νόστιμους καρπούς κι’ αγκάλιαζε όλη τη γή.
Προσκαλούσε πολλά και διάφορα πουλιά, να καθίσουν στα κλαδιά του, να τραφούν, να δροσιστούν και ανάλογα με τη φωνή που είχαν, να κελαηδούν για να τ’ ακούνε σε όλη τη γη.
Τα έλεγε: Ελάτε, σας παραχωρώ τα κλαδιά μου που είναι γερά, και μπορείτε να καθίσετε όσο θέλετε!
Πολλά από αυτά, κάθε τόσο γέμιζαν τα κλαδιά του όμορφου αυτού δέντρου και το δέντρο ήταν πολύ χαρούμενο γιατί όσα περισσότερα πουλιά κελαηδούσαν , έβγαζε ολοένα και άλλα κλαδιά, για να έρθουν και άλλα
Υπήρχαν όμως, κάποια πουλιά που ενώ το δέντρο τα παραχωρούσε χώρο, αυτά δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένα.
Συνεχώς γκρίνιαζαν και κάθε λίγο και λιγάκι τσιμπούσαν τον κορμό του.
Το δέντρο, πονούσε έκανε υπομονή, όμως εκείνα ήταν δύστροπα, ήθελαν ν’ακούγονται μόνο αυτά και όταν κελαηδούσαν, όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να σιωπούν…
Ο καιρός περνούσε και το δέντρο κάποτε αποφάσισε να τα ρωτήσει.
Γιατί δε σέβεστε τα γερά μου κλαδιά, που σας στηρίζουν, σας δροσίζουν και συνεχώς τα βάζετε μαζί μου; Τόσο καιρό, δεν γευόσαστε τους καρπούς μου που με τόσο κόπο τους κρατώ, τους συντηρώ για να τραφείτε και ν’ακουστεί το κελάηδισμά σας σε όλη τη γη;
Μπορείτε εάν θέλετε να πάτε σε άλλα δέντρα. Εκεί στο τέλος θα δείτε πως οι καρποί τους είναι σάπιοι.
Φυσικά τώρα δεν μπορείτε να τους διακρίνετε, Από μακριά μόνο βλέπετε, νομίζετε πως εκεί θα αισθάνεστε καλύτερα.
Τα πουλιά κοιτούσαν το δέντρο παράξενα. Δεν το πίστευαν, ήθελαν να δοκιμάσουν και άλλα δέντρα. Και δυστυχώς, έβλεπαν μόνο τη μια τους πλευρά. Επίσης φανταζόταν ότι θα είναι πιο καλά. Κάποια από αυτά τα πουλιά εν τέλει αποφάσισαν να φύγουν από το δέντρο που τα φιλοξενούσε τόσο καιρό και προσπαθούσαν να παρασύρουν και άλλα που ήταν στα κλαδιά του όμορφου δέντρου.
Έλεγαν: Ελάτε, ελάτε βρήκαμε δέντρα με εξίσου όμορφα γυαλιστερά κλαδιά μην κάθεστε όλα στο ίδιο μέρος.
Τι; μόνο αυτό το δέντρο υπάρχει; Και συνεχώς βρίσκονταν σε ταραχή μεγάλη…
Το δέντρο έμεινε σταθερό και το μόνο που σκεφτόταν, ήταν ότι αυτά τα πουλιά στο τέλος θα το μετανιώσουν.
Στεναχωριόταν που θα φύγουν, όμως ήταν ελεύθερα να διαλέξουν…
Φεύγοντας λοιπόν τα πουλιά και πετώντας σ’ αυτά τα δέντρα που επιθυμούσαν αισθανόταν ότι είναι πιο έξυπνα, πιο ικανά και ότι δεν επρόκειτο να κελαηδήσουν ξανά μαζί με τα άλλα που είχαν παραμείνει στο όμορφο δέντρο.
Το δέντρο άλλο δεν τα μίλησε. Όμως παρατηρούσε την πορεία και το πέταγμά τους. Κι αυτά καθώς αντίκριζαν νέα δέντρα, με μεγάλο ενθουσιασμό καθόντουσαν στα κλαδιά τους νομίζοντας ότι είναι ξεχωριστά στο είδος τους και επίσης το καινούργιο δέντρο θα τους έδινε πιο πολλούς καρπούς να τρέφονται, πιο γερά κλαδιά για να κουρνιάζουν και φωλιές για να αισθάνονται ασφαλέστερα..
Καθώς όμως πέρναγε ο καιρός, διεπίστωναν ότι οι καρποί ήταν όντως σάπιοι, χωρίς γεύση, χωρίς αρώματα και χωρίς χυμούς..
Για άλλη μία φορά, πάλι δεν ήταν ευχαριστημένα.
Αποφάσισαν τότε τα έξυπνα πουλιά, να τσιμπούν με μεγαλύτερη μανία το νέο δέντρο και να καταπονούν τα κλαδιά του…
Το νέο όμως δέντρο, δεν ήταν όπως το πρώτο, που αγκάλιαζε όλη τη γη.
Καθώς έβαζαν ολοένα και πιο βαθιά το ράμφος τους, τόσο αυτό παρέμενε σφηνωμένο στα κλαδιά. Κι έτσι έμεναν παγιδευμένα..
(Πολλές φορές, η υπερεκτίμηση του εαυτού μας, όντως μας παγιδεύει.
Ο εγωισμός που τον βαφτίζουμε αξιοπρέπεια, μας εξοντώνει στο τέλος.
Οι χαμηλές πτήσεις πάντοτε βρίσκουν χώρο για προσγείωση.
Οι ψηλές όμως είναι πάντα απρόβλεπτες και επικίνδυνες.
Photo danfador / https://pixabay.com