Έλαμπε με όλη τη γαλήνη
του νερού και του ουρανού
Σάββατο απομεσήμερο
με μια θάλασσα γιομάτη χταπόδια ανήσυχα και φως
Κι ένα βουνό άκαμπτο και τραχύ
με όλες τις φωνές των τσακαλιών και των όρνεων
στα άγρια στήθη του
Το δέρμα του ευωδίαζε καπνισμένο μπαρούτι
και καλέντουλα
Σήκωνε τα μάτια στα φυλλώματα των δένδρων
λες και κάτι έψαχνε
Τί μπορεί να χάσει κανείς στις κορφές των ελάτων
Στο ποτάμι φτέρες και ιτιές
λούζονταν στα παγωμένα νερά
Ένας Οκτώβρης χλιαρός
άτολμος
ανεπιτήδευτος
άγγιζε με τα χείλη του
ρόγα τη ρόγα τα τελευταία σταφύλια
και καμάρωνε το λιγνό δρεπάνι της Σελήνης
που θέριζε έρωτες λειψούς
Κι εγώ σε ζωγράφιζα
με το βλέμμα μου να σέρνεται
άλλοτε πιο ψηλά από το καμπαναριό της Ελεούσας
κι άλλοτε πιο χαμηλά από την μυρμηγκοφωλιά της αυλής της
Σε κοίταζα με ένα θάμβος και μια λαχτάρα
και έβαζα φωτοστέφανο
στα μαλλιά σου που φλέγονταν στον ήλιο του μακεδονίτικου κάμπου
Μα δεν ξέρω να ζωγραφίζω
και μάλιστα αγγέλους
Δεν προχωράει ο ίσκιος μου σήμερα
Χωλαίνει και η ψυχή μου
Δεν προχωρά ούτε το χαμόγελό σου
Ακίνητη κάνω πως πεθαίνω
Και τότε εσύ κατεβαίνεις τρέχοντας από το καμπαναριό
και φιλάς με πάθος την πληγή που πάλι άνοιξε
στο μαραμένο στήθος μου
Δεν φοβάμαι τα βουνά μήτε τις θάλασσες
Εσένα φοβάμαι που πίστεψες την αγιότητα
που σε έντυσα
από απονενοημένο έρωτα…
[ Φ.Β. 10221 ”ΣΤΙΧΟΙ ΑΛΥΤΡΩΤΟΙ” 2018-2020]
Photo ambroo / https://pixabay.com