Η δεύτερη μεγάλη νίκη την οποία κέρδισε ο ελληνικός στρατός στο μέτωπο της Μακεδονίας, εναντίον των Τούρκων, μετά από την μάχη στο Σαραντάπορο, ήταν η νίκη στην ιερή πόλη για τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας: τα Γιαννιτσά. Η εν λόγω νικηφόρος μάχη άνοιξε τον δρόμο για την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης. Μετά την προαναφερθείσα μάχη η διοίκηση των ελληνικών στρατευμάτων αποφάσισε να αφιερώσει στο στράτευμα τρεις μέρες για ανάπαυση, και κατόπιν θα γινόταν η προώθηση του στην δεξιά όχθη του Αξιού ποταμού.
Την δεδομένη περίοδο υπήρχαν πληροφορίες πως το ηθικό των Τούρκων στρατιωτών είχε καταβαραθρωθεί. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο ελληνικός στρατός περίμενε ακόμη μία μέρα για να εισέλθει στην Θεσσαλονίκη. Οι ταγοί του ελληνικού στρατού πίστευαν πλέον πως ο τουρκικός στρατός, μετά την ήττα του, θα ήταν ώριμος ώστε να διαπραγματευτεί την παράδοση του. Εντωμεταξύ τμήματα του ελληνικού στρατού επισκεύαζαν τις γέφυρες στα ποτάμια που βρισκόταν δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρηση τους είχαν καταστρέψει ολικώς ή μερικώς τις γέφυρες που οδηγούσαν στην Θεσσαλονίκη.
Το Γενικό Στρατηγείο των ελληνικών δυνάμεων, την νύχτα της 24ης Οκτωβρίου, εγκαταστάθηκε στην έπαυλη Τοψίν. Το πρωί της επόμενης μέρας δύο Τούρκοι αξιωματικοί από το επιτελείο του Ταξίν πασά μετέφεραν έγγραφο όπου ανέφεραν στους Έλληνες διοικητές, πως θα ερχόταν μία επιτροπή από τους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων της Θεσσαλονίκης, μαζί με τον στρατηγό Σεφίκ πασά στον διάδοχο Κωνσταντίνο –όπως και συνέβη–, ώστε να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσης των Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών της Θεσσαλονίκης χωρίς μάχη. Τα θέματα τα οποία έπρεπε να λυθούν τώρα ήταν το τί θα γινόταν με τον οπλισμό τον οποίο έφεραν οι Τούρκοι στρατεύσιμοι, καθώς και το πως θα διασφαλιζόταν η ζωή τους, όπως επίσης και το καθεστώς αιχμαλωσίας τους.
Ο Ταξίν πασάς ζήτησε από τον διάδοχο Κωνσταντίνο να μπει μέσα στο Καραμπουρνού με όλο του τον στρατό, κι όλο του τον οπλισμό, μέχρι την λήξη του πολέμου. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος όμως δεν συναίνεσε σε αυτήν την τουρκική προταση. Ζήτησε να μπει ο ελληνικός στρατός χωρίς μάχη μέσα στην Θεσσαλονίκη, μόνο αν οι Τούρκοι παρέδιδαν όλον τους τον οπλισμό, και μόνο αν οι Τούρκοι στρατεύσιμοι παραδίδονταν στον ελληνικό στρατό, ως αιχμάλωτοι πολέμου. Παρά ταύτα επετράπει οι αξιωματικοί να διατηρήσουν τα ξίφη τους και θα μεταφέρονταν όλοι τους με τις δαπάνες της Ελλάδος σε ένα λιμάνι της Μικράς Ασίας. Η προθεσμία για την απάντηση έληγε στις έξι το πρωί της 26ης Οκτωβρίου. Το ίδιο βράδυ ήρθαν μηνύματα μέσω τηλεγραφήματος στο Γενικό Στρατηγείο από τα υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών. Ανέφεραν στον διάδοχο Κωνσταντίνο την κατάληψη της πόλης των Σερρών από τον βουλγαρικό στρατό, στις 24 Οκτωβρίου. Διατύπωσαν τους φόβους τους, για πιθανή ταυτόχρονη άφιξη στην πόλη της Θεσσαλονίκης του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου ο Σεφήκ πασάς επέστρεψε στο ελληνικό Γενικό Στρατηγείο. Ζήτησε από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές ο τουρκικός στρατός να διατηρήσει στην κατοχή του πέντε χιλιάδες όπλα, ώστε να εκγυμναστούν με αυτά οι νεοσύλλεκτοι. Το αίτημα του δεν έγινε δεκτό. Τότε δόθηκε διορία δύο ωρών στον Τούρκο πληρεξούσιο, ώστε αυτός να μεταφέρει την τελική απάντηση του διαδόχου Κωνσταντίνου στον αρχιστράτηγο του. Η προθεσμία πέρασε χωρίς απάντηση. Άμεσα ο ελληνικός στρατός έλαβε την εντολή να κατευθυνθεί προς την μακεδονική πρωτεύουσα. Στις έντεκα το πρωί, τα προπορευόμενα τμήματα της 7ης μεραρχίας πέρασαν τον Γαλλικό ποταμό. Τούτο ήταν το τρίτο και τελευταίο υδάτινο εμπόδιο μετά τον Λουδία και τον Αξιό ποταμό, προς την Θεσσαλονίκη. Κατά μία ευτυχή συγκυρία η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε ύστερα από αιώνες σκλαβιάς την ημέρα της γιορτής του πολιούχου της.
photo by RmX86, https://pixabay.com















































