Παίρνω λίγο χιόνι στη φούχτα μου σφιχτά
και χιονόμπαλα φτιάχνω πριν με πάρουν μυρωδιά.
Κρύβομαι πίσω από του πεύκου τα κλαδιά
περιμένω τη μαμά να ‘ρθει λίγο πιο κοντά.
Τότε απ’ την κρυψώνα μου βγαίνω ξαφνικά
και με ολόλευκο χιόνι της στολίζω τα μαλλιά.
Γέλια ακούγονται και ξεφωνητά
κι όλη η γειτονιά γεμίζει με χαρά.