Πήρες στα χέρια σου ένα αύλο κορμί
σου είπαν κάποιοι ότι είναι του παιδιού σου,
το σήκωσες με τρόμο και έψαχνες να βρείς
αν γίνεται να είναι αλήθεια του δικού σου.
Έπεσαν δάκρυα πολλά πάνω στη στάχτη
κυτούσες και η καρδιά σου σταματούσε,
δεν έβρισκες κομάτι να γνωρίσεις
μα με αγάπη η ψυχή σου καρτερούσε.
Έμεινες μόνη να βογγάς στο μοιρολόϊ
μέρες ατέλειωτες περάσαν ξαφνικά,
έψαχνες νά ‘βρεις την αιτία για το χαμό της
μα δεν σε άφηνε η οργή στα σωθικά.
Σηκώθηκες όμως κι αγνάντεψες τον Ήλιο
είπες θα πάρω των μανάδων την οργή,
θα πολεμήσω οι νεκροί να βρούνε δίκιο
και έκανες τον πόνο σου απέραντη κραυγή.
Και τώρα πολεμάς για δικαιοσύνη
χρόνια περνούν μα εσύ με τόλμη αγρυπνάς,
στην αγγαλιά ενός λαού γέρνεις τα μάτια
άγιο Αγώνα απ’ την καρδιά σου ξεκινάς.
Όλοι μετρούμε πόσο αξίζει να πονάς
γι αυτό που δίκαια ζητάς να αναγνωρίσεις,
να βρείς συμπόρευση στην άξια αφορμή
και να ακούσεις τη φωνή που θα γνωρίσεις.
Να ακούσης λέξη απ’ τα κατάβαθα της γης
να σου φωνάζει ‘’Μάνα όταν φτάσω’’
θα σου μυνήσω για να μην ανησυχείς
την αγγαλιά και τα φιλιά σου να χορτάσω.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025
photo by NikosLikomitros, CC0, https://commons.wikimedia.org/w/ – https://el.wikipedia.org/wiki