Υπάρχουν γονείς που δεν μεγαλώνουν παιδιά· μεγαλώνουν καθρέφτες.
Θέλουν να βλέπουν μόνο το είδωλό τους, να αναπνέουν οι άλλοι με τον δικό τους ρυθμό, να γελούν μόνο αν εκείνοι εγκρίνουν, να πονάνε μόνο αν τους επιτρέψουν.
Αυτοί είναι οι ναρκισσιστές γονείς.
Εκείνοι που, αντί να θρέψουν ψυχές, κατασκευάζουν θεατρικές παραστάσεις με μοναδικό πρωταγωνιστή τον εαυτό τους.
Μεγαλώνεις δίπλα τους και καταλαβαίνεις πως η χαρά σου δεν σου ανήκει.
Αν γελάσεις, κάτι θα γίνει για να σου κοπεί.
Αν δείξεις ενθουσιασμό, θα βρεθεί λόγος να στον πάρουν πίσω.
Γιατί στη δική τους λογική, η δική σου λάμψη είναι απειλή: δείχνει πως μπορεί να υπάρξει κέντρο εκτός από αυτούς.
Δεν θέλουν να έχεις φως· θέλουν να τους φωτίζεις.
Κι έπειτα έρχεται το δηλητήριο των ψεμάτων. Οι τοξικοί γονείς χτίζουν έναν ιστό κακοήθειας, φτιάχνουν ιστορίες, κουτσομπολιά, συκοφαντίες για τους ανθρώπους που οι ίδιοι προσεγγίζουν. Νομίζουν ότι κανείς δεν θα συναντηθεί ποτέ, ότι δεν θα αποκαλυφθούν οι αντιφάσεις, πως η αλήθεια θα μείνει για πάντα θαμμένη.
Όταν όμως όλα βγαίνουν στο φως, όταν οι άνθρωποι συνευρεθούν και αποκαλύψουν, τότε ο ναρκισσιστής γονιός ψάχνει για λύσεις. Αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πλέον διεξόδους για να συνεχίσει το ίδιο παιχνίδι· κι εκεί ξεκινά η φάση νούμερο δύο.
Προσεγγίζει άτομα – που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα προσέγγιζε ποτέ – με σκοπό να διαβάλει όλους όσους πλέον γνωρίζουν. Ένας νέος κύκλος ψεμάτων και δηλητηρίου στήνεται, για να σωθεί η εικόνα του πάση θυσία.
Η ψυχολογία του ναρκισσιστή γονιού δεν γνωρίζει την έννοια της ευθύνης.
Στον δικό του εσωτερικό κόσμο, ποτέ δεν κάνει λάθος.
Δεν μπορεί να δει το παιδί σαν ανεξάρτητο άνθρωπο· το βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του.
Αντί για αγκαλιά, υπάρχει ανταγωνισμός.
Αντί για συντροφικότητα, υπάρχει φυλακή.
Κι έτσι, το παιδί μαθαίνει να σιωπά.
Μαθαίνει να χαμογελά λιγότερο, για να μην προκαλεί.
Μαθαίνει να μικραίνει τα όνειρά του, για να μην εξοργίσει τον γονιό.
Μαθαίνει να πνίγει την ελπίδα του, για να μην την ακυρώσουν.
Και το πιο σκληρό: μαθαίνει να μην περιμένει ποτέ συγγνώμη.
Γιατί στη γλώσσα τους, η συγγνώμη είναι αδυναμία – κι εκείνοι δεν θα φανούν ποτέ «αδύναμοι».
Η κοινωνία, συχνά, τους βλέπει αλλιώς. «Μα φαίνεται τόσο φιλικός, τόσο κοινωνικός», λένε οι απ’ έξω.
Δεν βλέπουν το παρασκήνιο: τις κακοήθειες, τις μυθοπλασίες, τη χειραγώγηση.
Δεν βλέπουν τα παιδιά που σβήνουν σιωπηλά, στερημένα από το αυτονόητο δικαίωμα στη χαρά.
Η αλήθεια, όμως, είναι αμείλικτη: τοξικός γονιός σημαίνει πληγωμένο παιδί.
Και όσο η σιωπή συνεχίζεται, η πληγή βαθαίνει. Γιατί η σιωπή δεν προστατεύει το παιδί· προστατεύει τον ναρκισσιστή.
Κι όμως, υπάρχει διέξοδος. Το πληγωμένο παιδί μπορεί να γίνει ενήλικας που σπάει τον κύκλο. Που αναγνωρίζει την κακοποίηση, βάζει όρια, ξαναβρίσκει τη φωνή και το γέλιο του.
Που καταλαβαίνει πως δεν φταίει εκείνο για τις σκιές που του φόρτωσαν.
Ο ναρκισσιστής γονιός ίσως να μη ζητήσει ποτέ συγγνώμη.
Όμως το παιδί μπορεί να μάθει να μην τη χρειάζεται πια.
Γιατί η μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας είναι να πάρεις πίσω το χαμόγελό σου – κι ας το στέρησαν εκείνοι που όφειλαν να το προστατεύσουν.
photo by CDD20, https://pixabay.com