Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιχνίδια στους δρόμους, τις αλάνες, τις γειτονιές… τα φέρνω συχνά πυκνά στο νου μου, ειδικά όταν αρχίζουν οι ερωτήσεις, «και τώρα μαμά, τι να κάνουμε; Βαρεθήκαμε;»
Θυμάμαι τότε που σαν παιδιά εμείς, είχαμε την ελευθερία για σημαία μας, που περιμέναμε να βγει η μάνα στο παραθύρι και να μας φωνάξει για να γυρίσουμε σπίτι αφού μαζεμό δεν είχαμε από το τρεχαλητό και το παιχνίδι. Τότε που η ξενοιασιά ήταν το Α και το Ω της παιδικής ηλικίας. Τότε που μάτωναν τα γόνατά μας, που κάναμε ένα φου να φύγει η σκόνη, βάναμε τσιρότο κι όλα πέρναγαν μεμιάς.
Τώρα… τώρα καμιά πλατεία, καμιά παιδική χαρά, στην καλύτερη των περιπτώσεων γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά είναι παρκαρισμένα μπροστά σε οθόνες τηλεόρασης, κινητών, tablet κτλ.
Τώρα… τώρα ούτε στην ψυχή σας δεν βάζουμε τσιρότο κι ας χτυπάτε πιότερο εκεί. Κλέφτες κι αστυνόμοι το παιχνίδι που παίζαμε εμείς, μα εσείς γινήκατε δικαστές. Κρίνετέ μας, μας αξίζει.
Μας αξίζει γιατί κλείσαμε τα συναισθήματα και τα ενδιαφέροντά σας μέσα σε τσιμεντένιους τοίχους κι αφήσαμε τις ζωές σας να δραπετεύσουν κλέβοντας ταυτόχρονα την ηρεμία και την ξενοιασιά.
Σας δωρίσαμε χίλια δυο καλά και δεν σας δώσαμε το πιο σημαντικό. Την ελευθερία. Την ελευθερία να σκέφτεστε, την ελευθερία του έντιμου λόγου, την ελευθερία της ψυχής σας. Σας μπολιάσαμε με γνώσεις μα σας βάλαμε σε μονόδρομο δίνοντάς σας παρωπίδες. Σας ενισχύσαμε με θάρρος μα σας στολίσαμε τα πόδια με βαρίδια. Σας διδάξαμε με λόγια πώς να ανοίγετε τα φτερά σας μα καψαλίσαμε τις άκρες τους με πρέπει στερώντας σας το πέταγμα.
Παιδιά του σήμερα, δηλώνω ένοχη γιατί σας στερώ αυτά που εγώ έζησα, γνωρίζοντας την πολυτιμότητά τους.
Παιδιά του σήμερα, δηλώνω μετανιωμένη, γιατί δεν έδωσα το 100% των ονείρων που είχα για εσάς στο ξεκίνημα του μεγαλώματός σας.
Παιδιά του σήμερα, δηλώνω πως θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, για να διορθωθώ εγώ και να αλλάξω το ρου της δικής σας συνέχειας βγάζοντας τα συρματοπλέγματα, δημιουργώντας παρακλάδια στον μονόδρομο που τοποθετηθήκατε.