Μέσα στην πόλη που υπήρχε δεν υπήρχε κανένας. Κανένας δεν υπήρχε, μέσα στην πόλη που υπήρχε, και μέσα τους η πόλη αυτή δεν υπήρχε, και όλοι τους σε μια άλλη πόλη που δεν υπήρχε υπήρχαν. Και στους δρόμους αυτής της πόλης που δεν υπήρχε
επιβεβαιωνόταν κάθε παλιός κανόνας αιώνες τώρα, και ο κανόνας αυτός από μόνος του και μόνο αρκούσε για να θεωρείται, αυτή η πόλη που δεν υπήρχε ως η αιώνια πόλη. Οι άνθρωποι γεμάτοι περηφάνια και ίσως κουρασμένοι, από την ασυνείδητη και ακούσια μικρότητα τους, κυκλοφορούσανε σαν αξιοθέατα που κανείς δεν πρόσεχε ιδιαίτερα-ποιος προσέχει άραγε τα ίδια πράγματα κάθε μέρα- και ήταν όλοι τους τα αξιοθέατα της πόλης που δεν υπήρχε, όταν δεν προέκυπτε βροχή, η κάποια παράξενη πληροφορία που αναστάτωνε την ισχύουσα τάξη των πραγμάτων, και αποτελούσε συνέχεια και επέκταση κάποιας περασμένης πληροφορίας που χρησιμοποιούσαν όλοι ώστε να μπορούν να διαμαρτύρονται για κάποιο ανύπαρκτο γεγονός, που αποτελούσε όμως τον κεντρικό πυρήνα, την καρδιά, όλων των υπόλοιπων γεγονότων, και όχι μόνο, αλλά ήταν και το μόνο αξιομνημόνευτο ανάμεσα στα άλλα, αυτό το γεγονός που δεν υπήρχε, η μόνη πληροφορία που δεν μπορούσαν να παρέχουν, καθώς ήταν το γεγονός που προετοίμαζε την πόλη που δεν υπήρχε για την περίπτωση κάποτε να υπάρξει, ίσως, όχι σαν αιώνια πόλη όπως τώρα- αλλά τουλάχιστον να υπάρξει. Πόσο βίαιο καθήκον πόση σθεναρή αντίσταση όντως που συνεπαγόταν αυτό. Κάθε επέμβαση είχε τον ίδιο σκοπό αλλά τουλάχιστον μπορούσες ακόμα, να τον κρύψεις. Η αιώνια πόλη επιβεβαιωνόταν κάθε μέρα, χωρίς να το χρειάζεται, γεννούσε και μάθαινε έθιμα και διαλέκτους, δημιουργούσε ιστορίες, χρωμάτιζε στιγμές, πλήρωνε λογαριασμούς, επεκτεινόταν και γινόταν φημισμένη. Όσο για τον αγώνα των ανθρώπων εκεί έξω συνεχιζόταν με φόντο την πόλη που δεν υπήρχε, και όποτε τους έπιανε ένας μακρινός τρόμος, ένας τρόμος ανόητος μα ισχυρός, οι άνθρωποι της πόλης που δεν υπήρχε, επιστρέφανε εκεί που πάντα ανήκανε, και οι λιμνούλες μέσα στις θάλασσες που έβλεπε τότε κανείς, ήταν οι μόνες αληθινές, μέσα στην άλλη πόλη, την πόλη που υπήρχε.