“Μετά την «τεχνική καθέλκυση» της φρεγάτας ΝΕΑΡΧΟΣ (F602), δηλαδή την έξοδο από τη στεγασμένη δεξαμενή όπου και ναυπηγήθηκε, θα πραγματοποιηθεί και η τελετή της «καθέλκυσης» στον προβλήτα των ναυπηγείων της Naval Group στην Λοριάν με την παρουσία του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια.”
Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο στάθηκε το παραπάνω δημοσίευμα που χρησιμοποιεί την λέξη στον προβλήτα και που το επανέλαβε και ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ που τον άκουσα προχθές στις ειδήσεις. Μου προξένησε εντύπωση και έκανα έρευνα να βρω την αλήθεια.
Στην αρχαία Ελληνική, απ’ όπου ξεκίνησε, η λέξη προβλής, προβλῆτος σήμαινε «προεξέχων, προβάλλων» και χρησιμοποιήθηκε ως επίθετο με δύο γένη, αρσενικό (ὁ προβλής) και θηλυκό (ἡ προβλής): ως θηλυκό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ἀκταί, προβλῆτες στῆλαι, προβλής ἔπαλξις και ώς αρσενικό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ὀδόντες, προβλῆτες πύργοι, προβλῆτες λίθοι.
Παλαιότερη και συχνότερη φαίνεται ότι ήταν η χρήση τού θηλυκού γένους (απαντά ήδη στον Όμηρο).
Κυρίως από τη συνεκφορά με τη λέξη ακτή (προβλής ἀκτή) επικράτησε τελικά το θηλυκό γένος τής λέξης στη νεότερη χρήση της ως ουσιαστικού.
Έτσι, σήμερα λέμε η προβλήτα.
Ετυμολογία
προβλήτα < αρχαία ελληνική προβλής < προβάλλω < πρό + βάλλω
Ουσιαστικό
προβλήτα θηλυκό
(ναυτικός όρος) προεξοχή ενός λιμανιού, εκεί που δένουν τα καράβια
Άλλες μορφές
προβλήτας (αρσενικό)
Επίσης
αποβάθρα
λιμάνι
μόλος
ντόκος
προκυμαία
singular plural
nominative η προβλήτα οι προβλήτες
genitive της προβλήτας των προβλητών
accusative την προβλήτα τις προβλήτες
vocative προβλήτα προβλήτες
Μερικά παραδείγματα
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στην ελληνική κυβέρνηση επιστολή 23 σημείων, ζητώντας απαντήσεις σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που γίνονται μεταξύ της εταιρίας «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά ΑΕ» (θυγατρική του ομίλου Cosco) και του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά ΑΕ, για την ανάληψη κατασκευής της επέκτασης του προβλήτα ΙΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά.
not-set
επέκταση της νότιας προβλήτας του τερματικού σταθμού επιβατών κατά την περίοδο 2016-2019,
eurlex-diff-2017
Τριπλό φονικό στην προβλήτα;
OpenSubtitles2018.v3
Κατευθείαν πάνω στην προβλήτα.
OpenSubtitles2018.v3
Ανάμεσα στους πλέον δραματικούς είναι η Ταραγμένη θάλασσα στην προβλήτα, με περιορισμένη παλέτα αποτελούμενη μόνον από μαύρο, λευκό, μπλε και λίγες γήινες καφέ αποχρώσεις.
WikiMatrix
Το σκάφος εντοπίστηκε στην προβλήτα 32.
OpenSubtitles2018.v3
Η σχεδιαζόμενη επένδυση συνίσταται σε μετατροπή της υπάρχουσας προβλήτας, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητά της.
EurLex-2
Πες μου πού στην προβλήτα ήθελε να τον συναντήσεις.
OpenSubtitles2018.v3
Βρήκατε μια βάρκα στην προβλήτα;
OpenSubtitles2018.v3
Ωχ, θα είναι υπέροχο, να περπατάτε χεράκι-χεράκι στην προβλήτα.
OpenSubtitles2018.v3
Τα κατασκευάσματα αυτά, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται στην οικοδόμηση προβλητών, έχουν χρησιμοποιηθεί για την άμυνα της Μαριούπολης και σήμερα βρίσκονται τριγύρω στην πόλη διακοσμημένα με ουκρανικά λαϊκά σύμβολα.
gv2019
Στις 03:00, ένα πλοίο θα ελλιμενιστεί στη προβλήτα 9.
OpenSubtitles2018.v3
Στη προβλήτα 57.
OpenSubtitles2018.v3
Οι προβλήτες και η οροφή καταστράφηκαν εν μέρει, και το ιερό έκλεισε προσωρινά για επισκευές.
WikiMatrix
Για παράδειγμα, στα αρχεία της μονάδας αναφερόταν η παραλαβή ιχθύων που είχαν αλιευθεί από σκάφος το οποίο, εκείνη την ημέρα, εξακολουθούσε να είναι εν πλω και δεν είχε φτάσει ακόμη στην προβλήτα εκφόρτωσης.
Eurlex2019
Η προβλήτα μετακινήθηκε!
Γεωργίου ΔΕ. Μπαμπινιώτη :Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Δεύτερη Έκδοση Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. Αθήνα 2002
προβλήτα (η) κατασκευή σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό με τη μορφή τεχνητής προεκβολής τής ξηράς. η οποία χρησιμοποιείται για το πλεύρισμα των πλοίων, τη φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων, την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών κ.λπ.: τσιμεντένια ~ || πλωτή ~ (πλωτή κατασκευή / πλατφόρμα που αγκυροβολείται μακριά από την ακτή, κυρ. για να διευκολύνει τη φόρτωση πετρελαιοειδών) ΣΥΝ. λιμενοβραχίονας, μόλος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. προβλής, -ήτος < προβάλλω, μέσω θ. βλη- (πβ. αόρ. έβλή-θην τού ρ. βάλλω)]. προβοδίζω ρ. μετβ. {προβόδισ-α, -τηκα. – μένος} (λαϊκ.) συνοδεύω (κάποιον που αναχωρεί) για λίγο, τον βγάζω ώς την πόρτα ΣΥΝ. ξεπροβοδίζω, ξεβγάζω, κατευοδώνω. Κπίσης προβοδώνω. — προβόδισμα κ. προβόδωμα (το). [F.TYM. < μεσν. προβοδώ, πιθ. < *προ-ευοδώ (πβ. μτγν. κατευοδώ) < προ- + εύ- + -οδώ (< οδός). Λιγότερο πιθ. η άποψη ότι το ρ. ανάγεται στο μεσν. πρόβοδος «οδηγός» < λατ. providus < ρ. provideo «προβλέπω. προνοώ» |.
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
Dictionary of Standard Modern Greek
προβλήτα η [provlíta] Ο25 : στενόμακρο τμήμα ξηράς, φυσικό ή τεχνητό, που εισχωρεί στη θάλασσα (σε λίμνη ή σε ποταμό) και διευκολύνει κυρίως το πλεύρισμα των πλοίων· (πρβ. μόλος): Kατασκευάζεται νέα ~ στο λιμάνι της Πάτρας.
[λόγ. < αρχ. προβλής ἡ (& ὁ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]
προβλήτας ο [provlítas] Ο3 : (σπάν.) η προβλήτα.
[λόγ. < αρχ. προβλής ὁ (& ἡ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]
Ευαγγέλου Κ. Κοφινιώτη : Ομηρικόν Λεξικόν
Προβλής, δότ προβλῆτι,, πλ .προβλῆτες, ας προξέχων.σκόπελος, προβλῆτι, πέτρη , ἀκταί. Στήλας. Μ 259 ἀκροτάτας ἀντηρίδας
Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι) (4098: 002)
“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”, Ed. Sturz, F.W.
Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.
Alphabetic entry kappa, page 349, line 10
περὶ ὧν ἐν τοῖς περὶ ναυστάθμου διαλέγεται·
στήλας δὲ προβλήτας, ἀντὶ τοῦ τοὺς προκαταβεβλημέ-
νους θεμελίους.
Σχόλιο
Εδώ και αιώνες δηλαδή, όλοι λέμε η προβλήτα. Μόνο μερικά άτομα που θέλουν να κάνουν τους έξυπνους επαναλαμβάνουν μαργαριτάρια πολιτικών, ότι στα αρχαία χρόνια το όνομα ήταν αρσενικό: ο προβλής, του προβλήτος, τον προβλήτα. Όμως με την πάροδο των αιώνων η λέξη διαμορφώθηκε σε άλλο γένος και με άλλη κατάληξη όπως συνέβη και με πολλές άλλες. Δηλαδή να λέμε στο εξής « η υπόνομος» «η γύψος » ;
Και γιατί ο προβλήτας και όχι ο προβλής ; .Πρέπει να γνωρίζουν ότι ο προβλής είχε άλλη σημασία στην αρχαιότητα. Δηλαδή ώς αρσενικό είχε την έννοια προβλῆτες ὀδόντες, προβλῆτες πύργοι, προβλῆτες λίθοι.(Ομηρικό Λεξικόν)
Πηγές:
Ιωάννου Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Ευάγγελου Κ.Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Dictionary of Standard Modern Greek
ΠΗΓΗ: babiniotis.gr
Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)