Πεινάω…
Πεινάω τόσο, που δαγκώνω τα χείλη και ματώνουν….
Πεινάω τόσο, που στις παλάμες μου έχω σημάδια απ’ τα νύχια μου, απ’τις σφιγμένες μου μικρές γροθιές…
Πεινάω και μου έρχεται να φωνάξω τόσο δυνατά που θ’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό άγριου ζώου…
Στη σιωπή της νύχτας , το στομάχι μου γουργουρίζει τόσο δυνατά….
Αρχίζω να θυμάμαι…
Θυμάμαι ναι…εκρήξεις , βομβαρδισμοί…
Αυτοί με ξύπνησαν βραδιάτικα.
Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό…ακόμη τρέμω. Μόνος μου τα θυμάμαι , όσα μπόρεσα δηλαδή γιατί απ’ το φόβο μου …Προσπαθώ να συνδέσω όλα μαζί τα κομμάτια για να βγάλω μια λογική άκρη. Προσπαθώ να βρω απαντήσεις σε όλα αυτά που μου βασανίζουν το μυαλό.
Θυμάμαι όμως κάτι λίγα…
Ήτανε βράδυ, ίσως και κοντά στο ξημέρωμα. Κοιμόμουνα, όπως , κάθε βράδυ στο δωμάτιό μου. Ήτανε ζέστη. Το θυμάμαι αυτό γιατί κράτησα το παράθυρο ανοιχτό.
Είχα ακούσει από το μεσημέρι τον πατέρα μου να τηλεφωνεί στο θείο και να ψιθυρίζει ανήσυχος.
Δεν κατάφερα ν’ ακούσω πολλά. Μόνο κράτησα μέσα μου το δικό του φόβο. Φαινότανε άλλωστε στον τόνο της φωνής του που δεν ήταν όπως όταν μας μιλούσε γλυκά κάθε μέρα με τη μητέρα.
Φαινότανε και στο βλέμμα του. Έμοιαζε τρομαγμένο ίσως. Μου θύμισε τον εαυτό μου όταν έχω κάνει κάποια σκανταλιά και φοβάμαι μην ξεσκεπαστώ.
Μία πρόταση μόνο… «Λες να βομβαρδίσουν κι εμάς, για αντίποινα» ;
Δεν ξέρω τί είναι αυτά ούτε αν έχουν σχέση με την πείνα μου.
Αυτά είχα ακούσει και τρόμαξα , αλλά μετά ήρθε ο Ταλίμ και παίξαμε γι’αυτό ίσως το ξέχασα. Ξάπλωσα τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκα αμέσως…
Κρίμα…κι ήθελα το φιλί της συνηθισμένης μας καληνύχτας .
Ξύπνησα από συνεχόμενους δυνατούς θορύβους-εκρήξεις μάλλον…σειρήνες και μετά φωνές , κλάματα, πανικός…
Το δωμάτιό μου, ή μάλλον ότι απέμεινε απ’ αυτό είχε αρχίσει να καίγεται.
Έτρεξα…έψαξα τη μητέρα…τον πατέρα…το υπόλοιπο σπίτι…. Πού είχαν πάει όλα;
Λες και τα κατάπιε όλα ένας αόρατος δράκος φτύνοντας φωτιά και ερείπια.
Έτρεξα …δε θυμάμαι προς τα πού…φώναζα τη μητέρα…τον πατέρα…Κανείς…
Δεν ξέρω πώς έφτασα εδώ στην παραλία ,ούτε πόσες μέρες πέρασαν. Ίσως 3 ή 4 .
Κουβαριάστηκα εδώ, κάτω από ένα σκονισμένο ,καρβουνιασμένο απ’ τη φωτιά θάμνο. Χώνω τις ματωμένες πατούσες μου στην άμμο να ζεσταθώ. Εδώ κοιμάμαι, ξυπνάω τόσες μέρες. Βρώμικος…πεινασμένος…
Μόνο λίγο νερό κατάφερα να βρω κι αυτό ελεεινά βρώμικο. Για να μη λιποθυμήσω έκλεισα τα μάτια και το κατάπια μεμιάς. Έτρεχαν τα μάτια από τη μυρωδιά του…Τόσο χάλια…
Πεινάω…πεινάω πολύ…
Έχω αρχίσει να βλέπω θολά…ίσως ονειρεύομαι… Σηκώνομαι.. περπατάω σ’ ένα δρόμο μακρύ, πλατύ, φωτεινό…Δεν θυμάμαι αν ήταν και πριν εδώ..
Η πείνα μου σαν να άρχισε να λιγοστεύει…Δεν πεινάω πια τόσο πολύ.
Τι περίεργο…Δε θυμάμαι να έφαγα κάτι.
Μάλλον άρχισε να σκοτεινιάζει… Άρχισα να νυστάζω γλυκά…
Μάλλον…
photo ArmyAmber, https://pixabay.com