Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον…
Ένα πράσινο τετράδιο με ποιητές. Το τετράδιο της μάνας μου.
Σεφέρης. Ελύτης. Ρίτσος.
Καμία γυναίκα. Και ο Καβάφης κρυφός ως τον θάνατο — πίσω
από ένα γυαλί.
Ήλιος, πολύς ήλιος, και βράχια άγονα να σκίζουν το γαλάζιο.
Ένα κρυφό περιγιάλι, άσπρο και στην άμμο χτισμένα παλάτια.
Λέγανε, Ελλάς, πως τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Και στην ταβέρνα του Θωμά η Πόλη ακόμη καίγεται.
(Πατέρας φτιαγμένος από αρχαία πέτρα και με φιλοδοξία τη
λάμψη του ήλιου.)
Πορείες στην Ακαδημίας και ένας πράσινος κάδος να καίγεται.
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών και κάγκελα — κάγκελα παντού.
Οι αμμουδιές του Ομήρου, με έναν τζίτζικα που έπεισε χιλιάδες
άλλους.
Κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς.
(Παιδιά θνητά που τρέφονται απ’ τη σάρκα αυτών για τους οποί-
ους θα πεθάνουν.)
Γλώσσα μαλλιαρή, δημοτική. Ξενόπουλος, Καζαντζάκης κι ένας
Χατζιδάκις.
Με μαλλιά ανάκατα απ’ τον τρελό βοριά και μ’ άνθη αμυγδαλιάς.
Ο Ελ Γκρέκο, ο Καββαδίας και ο Γκάτσος ταξιδεύουν, η μορφή ή
το πνεύμα τους δεν είναι πια εδώ.
Τράβα μπρος, λοιπόν, με κύματα, από το Αϊβαλί ως τη μάνα
Ρωσία κι ως την κλέφτρα Αμερική.
Καθρέφτης ο ουρανός και η θάλασσα αναδύει μια μορφή θρη-
σκευτική.
Η Παναγιά, η γοργόνα και η εκκλησιά εις το βουνό ψηλά εκεί.
(Μητέρα άυλη, ατμός που προέκυψε από τη σύγκρουση των Πρώ-
των στοιχείων.)
Στον Άρειο Πάγο κάθισαν ο Άρης, ο Περικλής και ο Στρατηγός
Κολοκοτρώνης.
Φαίνεται παίρνει πάνω από χίλια χρόνια για μια Άγια Ημέρα να
ξημερώνει.
Ο Βασιλιάς είναι ακόμα από μάρμαρο κι ο Μέγας Αλέξανδρος
δεν είναι πια θεός.
Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Σωκράτης· είναι αρκετοί για να ’μαστε
πάντα η χώρα των σοφών.
(Μητέρα που επιμένει να αντιστέκεται στη λήθη και να γαντζώ-
νεται στη σκισμένη σάρκα των παιδιών της.)
Τρία κόμματα έμαθα είχαμε — το αγγλικό, το γαλλικό και το
ρωσικό.
Τις πταίει που —πάντα οι άλλοι— σκιάζουνε τη χώρα του φωτός;
Και ωραία ρούχα και μαλλιά έχουν οι φοιτήτριες Νομικής,
για να χορεύουν τσιφτετέλι σε μια υπόγα στη Φυλής.
Θάνος, Αλέξης, οι νεκροί της Μαρφίν. Και μετά ο Παύλος. Πάντα
ένας Παύλος.
Λένε πως είναι η Ελλάδα, η μεγάλη της Ευρώπης ισχνή αγελάδα.
(Μα… Ο πατέρας είναι πέτρινος… Δε θα τον βρεις, αν τόσο πια
θες να σπάσεις την πέτρα.)
Κι όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα.
Αυτό το παντζούρι ανοίγει.
Και η συνείδηση είναι πάμφωτη σαν καλοκαίρι.
Απλά δε χωράω.
Πρέπει να φύγω.
* Το ποίημα περιέχει αναφορές σε πρόσωπα και έργα της ελληνικής γραμματείας
και ιστορίας (Όμηρος, Κ. Π. Καβάφης, Γ. Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Γ. Ρίτσος κ.ά.).
photo ClickerHappy, https://pixabay.com