Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
να βρω τα μονοπάτια,
εκείνα που κατάντησαν
τον τόπο μου κομμάτια.
Θα ψάξω γύρω για να βρω λόγους για τη θυσία
αφού φιλόπατρις εδώ,
ίσον υποκρισία.
Περίμενα πως θα ‘βρισκα την Κύπρο ενωμένη
λεβέντικη, ηρωική
σαν ήταν μαθημένη.
Τα σκαλοπάτια έψαξα
ν’ ανέβω στο παλάτι
μα όσους εσυνάντησα
μου γύρισαν την πλάτη.
Με είπαν άλλης εποχής, παλιό ξεπερασμένο
(και) πως τη σύγχρονη εποχή δεν την καταλαβαίνω.
Κανείς δεν είναι λεύτερος, ποικίλλουν τα δεσμά του
σχολιασμός και κριτική
ειν’ τα παράσημά του.
Όλες οι μάχες γίνονται
σε καναπέ, σε οθόνη
ο φόβος μην ξεβολευτείς τρομακτική αγχόνη.
Πολλά του κόσμου τα κακά κι άφαντα παλικάρια
να τρέξουν να αγωνιστούν
σαν διαλεχτά λιοντάρια.
Αντί για την Ελευθεριά, μια εχθρική σημαία
στον Πενταδάκτυλο μπροστά
ουρλιάζει λυσσαλέα.
Πώς την αντέχουν, Θεέ μου πώς,
και δεν την αφανίζουν
σκυφτά, σβησμένα πρόσωπα
όταν την αντικρύζουν.
Κόρη Πανώρια σε ρωτώ είναι αυτή (η) πατρίδα;
αλλιώς εγώ την άφησα,
τη βρήκα παλλακίδα.
Πατρίς, θρησκεία έννοιες άπιαστες και φευγάτες,
το κέντρο κάθε λογισμού
το κέρδος κι (οι) απάτες.
Ας ήταν η θυσία μου
να άξιζε τον κόπο
να μην κρεμάστηκ’ άδικα
για έναν άδειο τόπο.
Ας ήταν να ανέβαιναν
την ίδια ανηφόρα
στο δρόμο για τη λευτεριά μην ψάχνουν κερδοφόρα.
Τ’ όφελος και τη βόλεψη
ας μην υπολογίζαν,
πάλι στα ίδια ιδανικά
να ‘ταν να γονατίζαν.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά άγρυπνα θαν’ τα βράδια
αχ να ‘τανε Πρωταπριλιά
με τούτα τα σκοτάδια.
photo adege, https://pixabay.com