Μια μοναδική τιμή περίμενε τους εκπροσώπους των Ομογενειακών και των Ελληνικών ΜΜΕ που συμμετείχαν στο 11ο Διεθνές Θερινό Πανεπιστήμιο, στο Μαλλιώτειο Πολιτιστικό κέντρο στη Βοστώνη. Είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν και να θέσουν ερωτήσεις στον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο, ο οποίος με περισσή ευγένεια και καταδεκτικότητα απάντησε, χωρίς περιστροφές και με απλότητα.
Η καταξιωμένη δημοσιογράφος Μαρία Δεναξά, επεσήμανε το γεγονός ότι επειδή προασπίζεται την ελληνικότητα, ο Αρχιεπίσκοπος έχει δεχτεί πολεμική από διάφορους κύκλους, από κάποια κέντρα εδώ στις ΗΠΑ.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος απάντησε «Πολεμική. Δεν θέλω να το κάνω αυτό τραγικό δεν είναι τραγικό. Το θέμα είναι ότι υπάρχει μία αντίδραση και εγώ το χειρίζομαι με έναν τρόπο που δεν το πολώνω. Το θέμα είναι πώς το χειρίζεσαι ένα θέμα. Πλέον όλες οι Θείες Λειτουργίες, τις οποίες κάνω σε όλη την Αμερική αναμεταδίδεται στο διαδίκτυο, το κήρυγμά μου είναι πάντα δίγλωσσο, γιατί εκείνη την ώρα δεν μιλάω μόνο στους παρόντες εκεί στην εκκλησία με φυσική παρουσία. Εκείνη την ώρα, λόγω της ζωντανής μετάδοσης, με ακούει η οικουμένη όλη. Κάνω δύο κηρύγματα ελληνικά και αγγλικά. Εμείς οι κληρικοί είχαμε κάνει το λάθος για χρόνια, όταν μιλούσαμε ελληνικά, μιλούσαμε την ακαταλαβίστικη γλώσσα. Λοιπόν, οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα ελληνικά τους πάντοτε είναι ανεπαρκή για την Εκκλησία. Όταν άκουσαν το δικό μου κήρυγμα στη δημοτική με απλές λέξεις, όχι ελληνικούρες και αρχαιοπρεπή εκφράσεις εκκλησιαστικές έλεγαν οι άνθρωποι. «Τι λέει τώρα αυτός;» Λοιπόν, όταν τους μιλάς, απλά οι ίδιοι αποκτούν την αυτοπεποίθησή τους. Σκέφτονται ότι «μπορεί να μην ξέρω καλά Ελληνικά, αλλά τον Αρχιεπίσκοπο τον κατάλαβα.» Ξέρετε, οι περισσότεροι Έλληνες της Αμερικής όταν τους μιλάς απλά ελληνικά καταλαβαίνουν τι λες. Μπορεί να μη μιλάνε. Μπορεί να μην έχουν άνεση να σου μιλήσουν, να σου απαντήσουν, να κάνουν διάλογο στα ελληνικά, αλλά τα στοιχειώδη τα ελληνικά από το ελληνικό σχολείο ή από την οικογένεια, καταλαβαίνουν ελληνικά. Όταν αποκτήσουν αυτή την αυτοπεποίθηση μέσα στην Εκκλησία, όταν έρχεται ο Αρχιεπίσκοπος τον καταλαβαίνουν. Αυτό είναι μια πρόοδος. Είναι ένα κλικ προς τα μπροστά. Και υπάρχει μια γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τώρα η συγκυρία είναι γενικότερα παγκόσμια, όχι μόνο στην Αμερική. Υπάρχει μια αναβίωση στον απανταχού Ελληνισμό των απανταχού Ελλήνων, της εθνικής συνείδησης, της υπερηφάνειας, της καταγωγής, της ελληνικής. Αυτό οφείλεται κυρίως από την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ξαναέκανε την Ελλάδα μια ελκυστική και σεβαστή χώρα διεθνώς. Όλοι μας ζήσαμε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης τη ντροπή που αισθανόμασταν γιατί όλοι έκαναν τόσο σκληρή κριτική στην Ελλάδα. Είναι τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, κλέφτες, καταχραστές. Κάπως έτσι μας βλέπανε, είτε το έλεγαν είτε δεν το έλεγαν. Αυτό ξεπεράστηκε και περνάμε σε μια φάση σαν τη σημερινή που η διεθνής συγκυρία μας ευνοεί. Έχουμε χτίσει συμμαχίες πολύ καλές και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και γενικότερα, που μας ανεβάζουν πάρα πολύ και στο διεθνές επίπεδο. Και αυτό είναι μια συγκυρία που πρέπει να την εκμεταλλευτούμε, να την αρπάξουμε από τα μαλλιά και να προχωρήσουμε.»
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος σε συνάντηση με τους Δημοσιογράφους στο 11ο Διεθνές Θερινό Πανεπιστήμιο – Φωτογραφια Δημήτρης ΙωαννίδηςΜετά από αυτή την μεστή απάντηση του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου, τη σκυτάλη πήρε ο καταξιωμένος και πάντα, υπέροχος άνθρωπος, Πάνος Σόμπολος, ο οποίος έθιξε το θέμα πως μπορούν τα Ελληνικά ΜΜΕ της Πατρίδας να συμβάλλουν αποφασιστικά στη βοήθεια επίλυσης προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Αρχιεπισκοπή.
Για άλλη μια φορά ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος ήταν μεστός και απολύτως περιεκτικός:
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Η ερώτηση αυτή σημαίνει ότι νοιάζεστε και θέλετε να βοηθήσετε και αυτό το εκτιμώ πάρα πολύ. Αυτό είναι το μήνυμα που βγαίνει από την ερώτηση. Αλλά για να απαντήσω πρέπει να βοηθήσετε να καταλάβουν στην Ελλάδα όλοι οι θεσμοί, οι άνθρωποι, η κοινή γνώμη, ότι η εικόνα που έχουν για την Εκκλησία στην Ελλάδα δεν είναι η εικόνα της Εκκλησίας στο εξωτερικό και ο ρόλος της Εκκλησίας και η δομή της μέσα στην κοινωνία είναι διαφορετική στην Ελλάδα και διαφορετική στο εξωτερικό. Στην Αμερική, γενικά στη διασπορά, οι Έλληνες είναι οργανωμένοι σε κοινότητες. Εδώ δεν υπάρχει ενορία. Ενορία υπάρχει στην Ελλάδα που είναι όλοι Έλληνες και στην ενορία πας για να ανάψεις ένα κερί, πας για ένα μνημόσυνο. Αν έχεις καμία βάπτιση, κανένα γάμο, άντε και το Πάσχα.
Εδώ δεν είναι έτσι. Εδώ ο Έλληνας είναι οργανωμένος σε κοινότητα. Η κοινότητα είναι χτισμένη γύρω από την εκκλησία, αλλά δεν είναι η Εκκλησία το παν. Η κοινότητα εδώ έχει την εκκλησία της φυσικά, αλλά έχει τις αθλητικές της δραστηριότητες πολιτιστικές δραστηριότητες, κοινωνικές δραστηριότητες, φιλανθρωπικές δραστηριότητες, πολιτισμικές, χορευτικές, εικαστικές. Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε είναι η κοινότητα. Και σε αντίθεση με την Ελλάδα, με την ενορία, η κοινότητα εδώ διοικείται από τους λαϊκούς, άνδρες και γυναίκες, που διοικούν την κοινότητα. Δεν την διοικεί ο παπάς. Ο παπάς είναι μέσα στο ενοριακό συμβούλιο και δεν έχει ψήφο. Παρίσταται. Είναι εκεί. Αν ρωτηθεί λέει τη γνώμη του, αλλά ο παπάς είναι υπάλληλος της κοινότητας. Τον πληρώνει η κοινότητα. Επομένως η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, εν προκειμένω εγώ, για να μιλήσουμε για την Αμερική, είναι η Αρχιεπισκοπή των Κοινοτήτων. Δεν είναι μόνο των παπάδων. Γι’ αυτό και η δομή διοικήσεως της ίδιας της Αρχιεπισκοπής είναι βασισμένη στους λαϊκούς. Τα οικονομικά της Αρχιεπισκοπής και την οικονομική διαχείριση την έχουν οι λαϊκοί. Εγώ δεν μπορώ, δεν έχω δικαίωμα να υπογράψω ένα τσέκ για την πληρωμή λογαριασμών. Αν θέλω να αγοραστεί κάτι, αν χρειαστεί κάτι για την Αρχιεπισκοπή ή οτιδήποτε άλλο πρέπει να συνέλθει η Εκτελεστική Επιτροπή του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου και να μου εγκρίνει το έξοδο. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι που βάζουν τα λεφτά, είναι τα δικά τους λεφτά. Και επειδή ακριβώς είναι δικά τους λεφτά, τα διαχειρίζονται οι ίδιοι και αποφασίζουν. Οι ίδιοι ψηφίζουν. Εμείς στη Σύνοδο αποφασίζουμε μόνο για εκκλησιαστικά θέματα. Δεν έχουμε δικαίωμα να αποφασίσουμε για οικονομικά θέματα. Δεν έχουμε δικαίωμα ούτε αύξηση να κάνουμε στον μισθό των Μητροπολιτών. Ο Αρχιεπίσκοπος, εγώ δεν μπορώ να κάνω αύξηση στον εαυτό μου. Εάν θέλουν οι λαϊκοί, μπορούν να μου κάνουν αύξηση. Αν δεν θέλουν δεν μου κάνουν.»
Ο κύριος Σόμπολος ήθελε να διευκρινιστεί αν αυτό συμβαίνει μόνο στην Αμερική ή και αλλού.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος απάντησε ότι στην Αμερική είναι το πιο ισχυρό. «Στις άλλες μητροπόλεις», συνέχισε, «δεν ισχύει αυτό, αλλά εδώ στην Αμερική αυτό είναι. Αυτό είναι που κάνει την Εκκλησία μας σπουδαία. Εγώ δεν το θεωρώ ελάττωμα αυτό, αντιθέτως, το θεωρώ προτέρημα. Ο λαϊκός άνδρας και γυναίκα, από του οποίου τον οβολό ζει η κοινότητα και η Εκκλησία, δεν είναι διακοσμητικοί. Δεν μπορεί να είναι οι αγελάδες που τις αρμέγουμε. Έχουν λόγο, έχουν ψήφο και έχουν ρόλο μέσα στη διοίκηση της Εκκλησίας. Επομένως, η Εκκλησία της Αμερικής δεν είναι Εκκλησία με την έννοια που καταλαβαίνουμε στην Ελλάδα. Είναι η κοινοτική έκφραση του Έλληνα της Αμερικής, κοινοτική, συλλογική, δημοκρατική, οργανωμένη, κοινοτικά δομημένη έκφραση, η οποία περιλαμβάνει και την κοινωνική του δραστηριότητα και τη φιλανθρωπική και αθλητικές εκδηλώσεις και οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε. Η Κοινότητα και η Εκκλησία είναι ένα ενιαίο σύνολο. Γι’ αυτό πολλές φορές έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα νοοτροπία στην Ελλάδα, ότι τι δουλειά έχει η Εκκλησία να ανακατώνεται με αυτά; Γι’ αυτό και όταν έρχεται ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών εδώ στην Αμερική και δεν πάει να δει τον Αρχιεπίσκοπο, ο μέσος Ελληνοαμερικανός αισθάνεται την προσβολή. Όχι γιατί είναι ο Αρχιεπίσκοπος, αλλά γιατί σου λέει είναι ο Αρχιεπίσκοπος μας, άρα περιφρονείς και εμένα. Έτσι να καταλάβετε την έκφραση του Κασιμάτη. Δεν ήταν μία πολιτική παρέμβαση. Και εξέφραζε ο Κασιμάτης το κοινό αίσθημα του μέσου Ελληνοαμερικανού μέλους της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, που είναι μέλος ο οποίος πραγματικά δίνει ένα μεγάλο κομμάτι του εισοδήματός του για να κρατάει ζωντανή την κοινότητα, για να μπορεί το παιδί του να πηγαίνει στην εκκλησία, να πηγαίνει το παιδί του στο κοινοτικό σχολείο, να μαθαίνει ελληνικά, να πηγαίνει στο χορευτικό κλπ. Να διατηρήσει δηλαδή την ταυτότητά του ως Έλληνας και ως Ορθόδοξος μέσα σε μία κοινωνία που είναι έτοιμη να απορροφήσει τα παιδιά και να τα κάνει να χάσουν την ταυτότητά τους και τη θρησκεία τους, τον πολιτισμό τους κλπ. Και όταν βλέπει αυτή την απαξίωση από την πατρίδα τον πληγώνει, μια πατρίδα την έχει εκεί πάρα πολύ ψηλά, ο Έλληνας. Είναι λοιπόν αυτό που μπορείτε να μας βοηθήσετε να μεταφέρετε, ότι εκεί είναι άλλο πράγμα η Εκκλησία στην Αμερική. Προσωπική φιλοδοξία του Αρχιεπισκόπου να κατευθύνει τα εθνικά θέματα δεν υπάρχει. Εγώ είμαι Αρχιεπίσκοπος. Όποιος και να ανέβει στην κυβέρνηση στην Ελλάδα, εγώ θα είμαι Αρχιεπίσκοπος. Αν έχω την υγεία μου, αν μπορώ κάτι να κάνω εγώ, είναι να βοηθήσω την πατρίδα μου. Είμαι στην υπηρεσία, στη διάθεση της πατρίδας. Εγώ δεν έχω δική μου εθνική εξωτερική πολιτική. Εγώ είμαι υπηρέτης του έθνους. Έρχεται το έθνος και μου λέει Σεβασμιότατε, αυτή είναι η γραμμή μας. Θέλουμε αυτά τα θέματα να προωθήσετε στον κόσμο. Αυτό θα κάνω. Έτσι μάθαμε εμείς να κάνουμε. Εγώ είμαι από την Κωνσταντινούπολη. Εμείς έτσι μάθαμε. Είμαστε άνθρωποι που υπηρετούμε τον Ελληνισμό απανταχού της γης. Και αυτό είναι το καθήκον μας. Δεν είμαστε μόνο άνθρωποι της Εκκλησίας με τα εκκλησιαστικά μας καθήκοντα και τις υποχρεώσεις, αλλά και εθνικά θέματα. Να γίνει κατανοητό η διαφορετική φύση της οργάνωσης των Ελλήνων στην Αμερική. Αυτό και όσες φορές προσπάθησε η Ελλάδα σαν κράτος να κάνει ξεχωριστό, πως να το πω, σύστημα λόμπινγκ, ανεξάρτητο από την εδώ κοινότητα απέτυχε. Ξόδεψε του κόσμου τα λεφτά, απέτυχε, δεν μπορεί να σταθεί. Και τώρα έμαθα ότι προσελήφθη μια εταιρία με την οποία με το καλημέρα σας που υπεγράφη μόνο για να σηκώσει το τηλέφωνο να είναι 600.000 δολάρια. Δημοσιεύτηκε κιόλας. Αυτή η εταιρεία θα μπορέσει να ανοίξει δρόμους για την ελληνική εξωτερική πολιτική; Εγώ με ένα σταυρό που αγόρασα από την Ελλάδα με 6.000 ευρώ μπήκα στο Λευκό Οίκο και ο πρόεδρος Τραμπ ξέρει και το όνομά μου. Και όταν με βλέπει με χαιρετάει από μακριά και μου λέει ελάτε Αρχιεπίσκοπε που σε συμπαθώ τόσο πολύ. 6.000 ευρώ έκανε αυτό. Ούτε να ανταγωνιστώ κανέναν πολιτικό και κανένα πολιτικό κόμμα θέλω. Εγώ είμαι υπηρέτης του Θεού και του έθνους. Αυτός είναι ο ρόλος μου. Έτσι μάθαμε να είμαστε από το Φανάρι και από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Έτσι ανατράφηκα. Από εκεί και μετά είμαστε στη διάθεση του Έθνους.
Στο κλείσιμο των ερωτήσεων, η Ιωάννα Λαζάρου, εκδοτρια του Greek News and Radio FL, ρώτησε την γνώμη του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου γιατί επικρατεί το «Διαίρει και Βασίλευε» αντί για «την Ισχύ εν τη ενώσει». Δεν είμαστε Ομο-γενείς; Δεν υποστηρίζουμε την Ελλάδα όλοι; Γιατί να υπάρχει η επιφυλακτικότητα παραδείγματος Χάριν για το αν καταθέσω μια θετική γνώμη για τον Αρχιεπίσκοπο ότι θα υπάρχει επίθεση από αντιμαχόντες της Αρχιεπισκοπής. Δεν είμαστε όλοι μαζί;
Ο Σεβασμιότατος απάντησε χωρίς περιστροφές: « Αυτή είναι η αλήθεια για το πώς θα έπρεπε να είμαστε. Υπάρχουν όμως συμφέροντα τα οποία ενδεχομένως ο Αρχιεπίσκοπος να μην τα υπηρετεί αυτά τα συμφέροντα. Και είναι φυσικό αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι αισθάνονται ότι δεν προωθούνται τα δικά τους ιδιοτελή ως επί το πλείστον συμφέροντα, κάνουν κριτική και την κριτική την δέχομαι. Η κριτική πάντοτε με βοηθάει. Μας κάνει καλύτερους. Με πικραίνει η λάσπη και το ψέμα, η διαστροφή της πραγματικότητας, η οργανωμένη εκστρατεία. Μια στρατηγική της λάσπης, η οποία δεν βοηθάει κανέναν, απλά βοηθάει το διχασμό. Γιατί δε με βοηθάει εμένα να γίνομαι καλύτερος; Γιατί δεν είναι καν κριτική. Είναι ψέματα. Για το ψέμα και τη συκοφαντία δεν μπορείς να κάνεις κάτι και αναγκαστικά, επειδή δε υπάρχει και πεδίο για να το κάνουν αυτό, αναγκαστικά διολισθαίνουν αυτά τα μέσα στον κιτρινισμό. Και είναι κρίμα να βλέπεις ιστορικά μέσα ενημέρωσης της ομογένειας, τα οποία έχουν μεγάλη ιστορία πίσω τους, να κατεβάζουν τόσο πολύ το επίπεδο ώστε να κιτρινίζουν σε βαθμό επικίνδυνο, σε βαθμό που μπορείς να τα πεις ακόμα και φασίζουσα. Αλλά εντάξει, αυτές είναι βαριές κουβέντες. Θα τα διαχειριστούμε, Τι να κάνουμε; Κοιτάξτε, στο τέλος τέλος, αυτό που μένει είναι ότι όταν κάνεις κάτι καλό στη διάρκεια φαίνεται. Απλά θέλει να κάνεις υπομονή για να αντιμετωπίσεις τέτοια φαινόμενα. Αν κάνουμε κάτι καλό θα φανεί αυτό στη διάρκεια Και όλοι μας εδώ κρινόμαστε. Έτσι κι αλλιώς είμαστε δημόσια πρόσωπα και ότι κάνουμε είναι δημόσιο. Δεν είναι κάτι το οποίο γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες. Επομένως ας το αφήσουμε. Το ό, τι κάνουμε, όποιο έργο κάνουμε, όποια προσπάθεια κάνουμε, θα το κρίνει και ο χρόνος και θα δοκιμαστεί και στην ιστορία και στην πραγματικότητα.»
Ήταν μια εποικοδομητική συζήτηση και ευχαριστούμε τον Σεβασμιότατο για την ζεστή αγκαλιά του σε όλους τους παραβρισκόμενους και τις ξεκάθαρες απαντήσεις του.