Τη συνάντησα στο δρόμο τυχαία. Φίλες δεν μπορώ να πω πως είμαστε, περισσότερο μια ευχάριστη κοινωνική γνωριμία, που όμως είχα πολύ καιρό να δω. Γεγονός που δεν μου έκανε εντύπωση αφού με τον κορωνοϊό είχαμε -ποιος λίγο, ποιος πολύ- χαθεί. «Πώς είσαι;» ρώτησα χαρούμενη που την έβλεπα. «Δεν βλέπεις;» ήρθε θλιμμένη η απάντηση.Τι ακριβώς μου ζητούσε να δω, δεν κατάλαβα. Μακιγιαρισμένη, καλοχτενισμένη, καλοντυμένη όπως πάντα ήταν, μια χαριέστατη κυρία. Διακρίνοντας την απορία στο βλέμμα μου, «φοράω μαύρα» συμπλήρωσε, «έχασα τον άντρα μου». Κι ένα δάκρυ μετεωρίστηκε ευθύς στην άκρη του ματιού της…
Το χαμόγελο έσβησε μεμιάς απ’ τα χείλη μου και μόνο τότε πρόσεξα τη λύπη που σκίαζε το άλλοτε φωτεινό πρόσωπο. «Αχ, δεν τους βλέπουμε τους ανθρώπους! Τους κοιτάμε αλλά δεν τους βλέπουμε!» Τα ‘βαλα με τον εαυτό μου, ενώ παράλληλα προσπαθούσα αγωνιωδώς να βρω κάτι ενθαρρυντικό να πω. Μάλλον από προσωπική διαστροφή όμως, το μόνο που ανακάλεσα ήταν τα πέντε στάδια του πένθους. «Όλα θέλουν το χρόνο τους» ψέλλισα τελικά, «και η απώλεια τον περισσότερο». Με κοίταξε τόσο έντονα που ανατρίχιασα. «Δεν είμαι μαθημένη», μουρμούρισε…
Έφυγα με τη σκέψη μου αγκυλωμένη στην τελευταία της φράση, «δεν είμαι μαθημένη…» «Πώς είναι δυνατόν;», σκεπτόμουν. Σίγουρα, κάποιοι στέκονται περισσότερο τυχεροί στη ζωή, αλλά εκείνο το «δεν είμαι μαθημένη…» που μηδένιζε κάθε απώλεια, κλώτσαγε μέσα μου.
Πώς είναι δυνατόν! Αφού η απώλεια είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπο και ξεκινά από την ίδια τη στιγμή της γέννησης μας! Μ’ ένα κλάμα γεννιόμαστε. Μ’ ένα θρήνο για την ασφάλεια της φωλιάς που βιαίως εγκαταλείπουμε. Αλλά ποιος μπορεί να διανοηθεί την περίπτωση να μέναμε για πάντα εκεί! Ασφαλείς μεν, καταδικασμένοι σε αιώνια ακινησία δε. Όμοια με κάποια παροπλισμένα πλεούμενα που βλέπω να σαπίζουν αραγμένα σ’ απόμερα αραξοβόλια. Αυτά όμως ταξίδεψαν πριν αποσυρθούν, γνώρισαν ωκεανούς, θάλασσες, πολιτείες μακρινές και παράξενες, αναμετρήθηκαν με τα στοιχεία της φύσης… Εκπλήρωσαν το σκοπό τους, έζησαν! Η ακινησία, αντίθετα, προσομοιάζει με θάνατο και τότε, ποιος ο λόγος να υπάρχουμε! Αφού ζωή σημαίνει ταξίδι στο άγνωστο, κίνηση αέναη, αλλαγή πίστας! Αλλά ο άνθρωπος εύκολα βολεύεται, εύκολα αφήνεται, εύκολα αρκείται, κι έτσι έρχεται η απώλεια να μας μετακινήσει από τη θέση μας.
Να μας αναγκάσει να προχωρήσουμε. Να μας υποχρεώσει να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα της ζωής μας. Επειδή η ζωή μας πρέπει να έχει ένα νόημα. Έχουμε ανάγκη από ένα νόημα για να νοιώθουμε καλά με τον εαυτό μας κι αυτό το νόημα το ορίζουμε εμείς με τις επιλογές μας. Κάθε τι που επιλέγουμε και δενόμαστε μαζί του, κάθε τι που αγαπάμε, που θεωρούμε πολύτιμο, μας προσδιορίζει δίνοντας αξία στη ζωή μας. Μπορεί, αυτό το κάτι, να είναι μια σχέση, μια καριέρα, ένας φίλος, ένας εραστής, μια φιλοδοξία, ένα όνειρο, ένας γάμος, ένα ταξίδι, ένα παιδί, ένα ζώο, ένα αντικείμενο, μια ιδεολογία…
Μπορεί να είναι ελάχιστα από τα παραπάνω ή πολλά, που όμως αν χάσουμε… Αν σπάσει η κούπα, αν πεθάνει το ζωάκι, αν διαλυθεί η σχέση, ο γάμος, αν φύγει το παιδί στο εξωτερικό, αν μείνουμε άνεργοι ή πτωχεύσουμε, αν αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε τα όνειρα μας, αν καταρρεύσει η ιδεολογία μας… Τότε πονάμε! Πονάμε επειδή η απώλεια δεν έχει να κάνει μόνο με τα έμψυχα, αλλά και με τα αντικείμενα, τις καταστάσεις, τις πεποιθήσεις… Οτιδήποτε σημαίνον συνθέτει τη ζωή μας. Και μαζί με την απώλεια έρχεται το πένθος (με τα πέντε του στάδια), που δεν σηματοδοτεί τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο πέρα από τη διαδικασία προσαρμογής μας στη νέα κατάσταση.
Κι αν το καλοσκεφτούμε θα δούμε πως η ζωή του καθενός μας είναι συνδεδεμένη με μια σειρά απωλειών που συμβαίνουν, συχνά πυκνά, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε. «Η απώλεια ωστόσο, μικρή ή μεγάλη, είναι πάντα ένας θάνατος» Έτσι λένε, αλλά είναι πράγματι; Ή μήπως εμείς περιοριζόμαστε σ’ αυτήν την οπτική; Επειδή το άγνωστο –η νέα κατάσταση στην οποία αναγκαζόμαστε να προχωρήσουμε- μας τρομάζει. Επειδή έχουμε μάθει να το συνδέουμε με την πιθανότητα ανυπέρβλητων εμποδίων, παρά με την ανάπτυξη δεξιοτήτων που μπορούν να μας οδηγήσουν σε ανώτερο επίπεδο. Επειδή, δυστυχώς, συνηθίσαμε να θεωρούμε την απώλεια μονάχα ως τέλος, ποτέ ως καινούργια αρχή. Επειδή δεν έχουμε ακόμα εμπεδώσει πως τίποτα -μα τίποτα- δεν είναι αιώνιο, αμετάβλητο, σταθερό. Πώς τίποτα δεν μπορούμε -κατ’ ουσίαν- να ελέγξουμε. Οπότε το μόνο που μένει είναι να απολαμβάνουμε το κάθε τι που μας προσφέρετε, για όσο…
Διαφορετικά -και με το μυαλό μου κολλημένο στη γνωστή που τυχαία συνάντησα στο δρόμο- μήπως τελικά πενθούμε όχι για ό,τι χάσαμε, αλλά για όλα όσα δεν επιτρέψαμε να ζήσουμε;
photo https://pixabay.com/el/