Άσε με να μιλήσω
Θέλω να πω για κείνα τα παράπονα
που στοιβάζω τα χρόνια τα ανείπωτα
στης ψυχής τα σφραγισμένα ερμάρια
Και την άνοιξη δειλά τα ανοίγω
για να πάρουν λίγο από το μεθυστικό
της λεβάντας το μνησιπήμον το άρωμα.
Και τα προσέχω σαν τα λαίμαργα μάτια μου
-το ορκίζομαι-
Γιατί είναι αυτά που θυμίζουν ξεδιάντροπα
του ανθρώπου τη βαριά του θνητότητα
και σμιλεύουν του εαυτού του ολοζώντανο
ένα ανάγλυφο πορτρέτο ειδώλου.
Άσε με να μιλήσω
Να φωνάξω λαχταρώ με όλη μου τη δύναμη
Να ξορκίσω τις στιγμές που εκπορνεύονται
για λίγα ψίχουλα προσδοκιών παρθένων
Και τα βράδια που το κυρίαρχο Αστέρι αναπαύεται
ροβολάνε στου νου τις δυσπρόσιτες ρούγες
Ξεστρατίζουν σαν ακούσουν σφυρίγματα,
αποζητώντας τη ραστώνη μιας άγουρης μνήμης.
Άσε με να μιλήσω
Είναι η ώρα ή δύσκολη ετούτη
Η αξιοπρέπεια παλεύει να κρατηθεί
σε αξιοπρεπώς αιμορραγούσα επιφάνεια
και να θέσει υπό την υψηλή προστασία της
ένα βυθό που επουλώνει πληγές του
με αποστάγματα ανεμώνων θαλάσσιων,
φορώντας τους βράχους του
των κοραλλιών περιδέραια πολύτιμα.
Και νιώθω πλέον ευγνώμων
για το βραχιόλι ετούτο που μου χάρισες
από μαργαριτάρια ατόφια καμωμένα.
Πόσο πονούν οι χειροπέδες τα βράδια
σαν η ψυχής καβαλάει τα άλογα.
Και το ρολόι σημαίνει δώδεκα.
Και η πεταλούδα απλώνει τα φτερά της περήφανα
από τη χειμερία της νάρκη ξυπνώντας
Και κοιτά με περισσή τρυφερότητα
το κουκούλι που στην άκρη δακρύζει.
photo by TBIT, https://pixabay.com















































