Βαστώντας φλούδες ήλιου στα ρικνά της χέρια,
βαδίζ’ η μέρα με προσποίηση στο στόμα
κι εγώ στις χούφτες μου κρατώ αγάπης πιώμα,
για να φιλέψω τα λειψά μου καλοκαίρια.
Παιδί π’ ακροπατεί στου φεγγαριού τους δρόμους,
στα μάτια λιμνασμένα δάκρυα αιώνων,
αλυσοδέθηκαν τα όνειρα στους ώμους,
κι οι έρωτες πενθούν στα χείλη των λειμώνων.
Λυγμοί γονατιστοί, πισθάγκωνα δεμένοι,
αγκάθια θύμησες τις φτέρνες μου ματώνουν.
Φωνή βοώντος στην ανέμη τυλιγμένη,
της μοναξιάς ριπές τα στήθη μου γαζώνουν.
Χρόνια ολάκερα, διέλαθε της προσοχής μου:
οι άνθρωποι στο θάνατο ανήκουν και…στη λήθη.
photo by FotoRieth, https://pixabay.com
















































