«Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται» – Βίκτωρ Ουγκώ
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε το πρώτο, κατά τον 19ο αιώνα, επιτυχημένο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Γηραιάς Ηπείρου. H Γαλλική Επανάσταση, που προηγήθηκε το 1789, θα μεταμόρφωνε, στην πορεία του χρόνου, την πολιτική ζωή της Ευρώπης και, μέσω αυτής, ολόκληρου του κόσμου. Το τρίπτυχο «Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφότητα» έκανε τους λαούς να αναθαρρήσουν, κυοφορώντας ελπίδες για εθνική ανεξαρτησία. Η διεθνής, όμως, τάξη που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη μετά την άνοδο και πτώση του Ναπολέοντα, ως αποτέλεσμα των αποφάσεων του Συνεδρίου της Βιέννης (1815), δημιούργησε έναν κόσμο εχθρικό προς κάθε φιλελεύθερη κίνηση. Έναν κόσμο όπου η Ιερά Συμμαχία και ο εμπνευστής της Μέττερνιχ παρέλυε κάθε προσπάθεια κλονισμού του status quo που είχαν δημιουργήσει.
Καταλύτης για να αλλάξουν όλα υπήρξε η Ελληνική Επανάσταση. Η επιτυχής έκβασή της αποτέλεσε σημείο καμπής για την αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το παλαιό μοντέλο των πολυεθνικών αυτοκρατοριών κλονίστηκε και άνοιξε ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση των εθνών-κρατών. Απέδειξε «ότι ακλόνητα καθεστώτα δεν υπάρχουν και όσο περισσότερο αυταρχικά είναι, τόσο περισσότερο εύθραυστα καταντούν».
Και ήταν λογικό τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη να είναι εχθρικά σε κάθε αλλαγή της καθεστηκυίας τάξης των λαών. Η επικράτηση της Ελληνικής Επανάστασης θα προκαλούσε εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατ’ επέκταση, θρυαλλίδα στα θεμέλια του πολυεθνικού τους χαρακτήρα, πράγμα που ήταν αντίθετο με τα συμφέροντά τους. Οι επαναστατημένοι Έλληνες, όμως, κατόρθωσαν να πείσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής ότι ο αγώνας τους δεν αποσκοπούσε σε πολιτειακή αλλαγή, ούτε στόχευε στην απομάκρυνση ανίκανων ηγετών, όπως συνέβαινε στα περισσότερα, μέχρι τότε, επαναστατικά κινήματα. Αντίθετα, επεδίωκε την απελευθέρωση ενός Έθνους. Ελλάδα μπορεί να μην υπήρχε ως κρατική υπόσταση, οι Έλληνες, όμως, ποτέ δεν δέχθηκαν ότι η χώρα τους χάθηκε. Δεν λησμόνησαν το παρελθόν της φυλής τους. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να απελευθερωθούν. Το «πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι» δεν έπαψε να φλογίζει τις καρδιές τους. Ποτέ δεν σταμάτησαν να διακηρύττουν τη νομιμότητα του Αγώνα τους. Πίστευαν ότι οι Τούρκοι «στρατοπέδευαν» στην Ελλάδα και δεν ήταν νόμιμοι κάτοχοι. Μπορεί να είχαν κατακτηθεί, δεν είχαν, όμως, ποτέ ενσωματωθεί ως οργανικό τμήμα της Οθωμανικής Επικράτειας. Πίστευαν ότι ο αγώνας τους ήταν νόμιμη Επανάσταση εναντίον παράνομης κατοχής και αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να πολεμήσουν ενάντια στη λογική.
«Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…» διακήρυττε χαρακτηριστικά ο Κολοκοτρώνης. Όλοι οι συσχετισμοί ήταν ενάντιοι στον αγώνα που ανέλαβαν. Είχαν, όμως, καταλάβει ότι το ένδοξο παρελθόν τους δημιουργούσε υποχρεώσεις για το μέλλον του τόπου τους και μόνοι τους αποφάσισαν «να γυρίσουν τον ήλιο» και ας απαιτούσε αυτό «δουλειά πολλή».
«Οι Έλληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν γνωστικό Θεό που τους προστατεύει», επέμενε να λέει ο Κολοκοτρώνης. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο «γνωστικός Θεός», όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, φρόντισε αυτή η μικρή, υπόδουλη χώρα να επιτύχει το ακατόρθωτο. Και αυτό, γιατί ήταν η πρώτη φορά που η Οθωμανική Αυτοκρατορία υφίστατο στρατιωτική ήττα και απώλεια εδάφους στα Βαλκάνια, όπου ήταν οι παλαιότερες κτήσεις της στην Ευρώπη.
Ο δεκάχρονος τιτάνιος, αιματηρός αγώνας μιας χούφτας αγωνιστών ενάντια σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία βρήκε τη δικαίωσή του στις 3 Φεβρουαρίου 1830, όταν οι υπουργοί Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που αναγνώριζε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αυτεξούσιο και ανεξάρτητο κράτος, με όλα τα δικαιώματα που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της. Η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή ως κράτος και πήρε τη θέση της στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Ο κατάλογος των ευρωπαϊκών κρατών που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια με βάση το ίδιο μοντέλο είναι μακρύς. Το Βέλγιο το 1831, η Ιταλία το 1861, η Γερμανία το 1871, η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο το 1878, η Βουλγαρία το 1908, η Ιρλανδία το 1922, η Τουρκία το 1923 χωρίς να παραγνωρίσουμε τον ευρύτερο ανασχεδιασμό του χάρτη της ηπείρου στον απόηχο των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Ψυχρού Πολέμου του 20ου αιώνα.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το στοιχείο που προσδίδει στην Ελληνική Επανάσταση διεθνή διάσταση. Είναι και το ότι οι Έλληνες δεν πολέμησαν μόνοι τους. Οι ίδιοι οι εξεγερμένοι ζήτησαν από την πρώτη στιγμή τη διεθνή συνδρομή. Κείμενο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών στρατευμάτων και προέδρου της Μεσσηνιακής Γερουσίας απευθύνεται προς τα «εξευγενισμένα ευρωπαϊκά γένη» για να συνδράμουν, προκειμένου να αναστηθεί το «καταταλαιπωρημένον έθνος». Είχε προηγηθεί, εξάλλου, προκήρυξη-επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη με τίτλο: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», στην οποία έκανε ειδική μνεία στους «φωτισμένους λαούς της Ευρώπης» οι οποίοι, «πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των Προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος».
Στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκαν τόσο Ευρωπαίοι όσο και λάτρεις της Ελλάδας από την άλλη άκρη του Ατλαντικού και, κυρίως, από την πόλη της Βοστώνης. Είναι όλοι αυτοί που στη συνέχεια ονομάστηκαν «Φιλέλληνες». Είναι οι άνθρωποι που «από διαφορετικές χώρες και κοινωνικά στρώματα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, χωρίς κανείς να τους αναγκάζει να το πράξουν και χωρίς, για τη συντριπτική πλειονότητα, καμία απολύτως προσδοκία μισθοφορικού κέρδους».
Το φιλελληνικό κίνημα που αναπτύχθηκε υπήρξε από τα μεγαλύτερα και μακροβιότερα κινήματα στην Ευρώπη και συνέβαλε στη διακίνηση των ιδεών (cultural transfer) και την πανευρωπαϊκή δράση. Το φαινόμενο που σήμερα ονομάζεται «ανθρωπιστική παρέμβαση» έχει την καταγωγή του στο φιλελληνικό κίνημα. Στο ίδιο κίνημα αναζητούνται, επίσης, οι ρίζες του «δικαιώματος στην επέμβαση». Ακριβώς γι’ αυτό, όπως αναφέρει ο Σκωτσέζος ιστορικός Ρόντρικ Μπίτον (Roderick Macleod Beaton), πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν τους φιλέλληνες να μεταβούν προς την επαναστατημένη Ελλάδα «από φόβο μην εξαπλωθεί αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε ριζοσπαστικοποίηση».
Οι αγωνιστές του 1821, με τη συνδρομή των ιδεολόγων φιλελλήνων, προσέφεραν το αίμα τους, προκειμένου να απαλλαγούν από τον τούρκικο ζυγό, να δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος, να διαμορφώσουν δημοκρατικούς θεσμούς. Μολονότι, όμως, στο ξεκίνημά του ο αγώνας είχε καθαρά εθνικό χαρακτήρα, εξελίχτηκε, σύντομα, σε μια γενικότερη αντίδραση των φιλελεύθερων δυνάμεων ενάντια σε κάθε μορφή δεσποτισμού. Στάθηκε το πιο σημαντικό για την εποχή του γεγονός, εφόσον απέδειξε ότι η αυτοπεποίθηση, η αγωνιστικότητα και η ισχυρή θέληση ενός λαού μπορούν να αλλάξουν την ιστορική του πορεία.
Εφέτος συμπληρώνονται 200 συν ένα χρόνια από την εθνική μας παλιγγενεσία. Η Ελλάδα σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευνομούμενων κρατών της Ευρώπης. Έχει εδραιώσει το δημοκρατικό της πολίτευμα και αγωνίζεται να κρατηθεί μεταξύ των προηγμένων κρατών της Δύσης. Οι κίνδυνοι, όμως, δεν έχουν εκλείψει. Η διεθνής κατάσταση εξελίσσεται δυναμικά και συνεχώς μεταβάλλεται. Οι ηγεμονικές αντιπαραθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων οδηγούν σε άσκοπους επιθετικούς πολέμους, αποσταθεροποιούν τις διακρατικές σχέσεις και κατεδαφίζουν τα θεμέλια της συλλογικής ελευθερίας. Οι σειρήνες του πολέμου ηχούν ανατριχιαστικά και πάλι στα γειτονικά μας κράτη, αναδύοντας φρικτές μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος. Ο ασύμμετρος πόλεμος στην Ουκρανία, μια χώρα που μάχεται για την εθνική της ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα, συγκινεί κάθε ελεύθερο και δημοκρατικό πολίτη. Ο επικίνδυνος αναθεωρητισμός της γείτονος Τουρκίας, οι παράλογες εδαφικές διεκδικήσεις της ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο και στις Διεθνείς Συνθήκες, η συνεχιζόμενη και εκτός πάσης λογικής, για συμμαχικές εντός ΝΑΤΟ χώρες, διατήρηση του casus belli συνιστούν μείζονα κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Η συνεχιζόμενη κατοχή του 50%, περίπου, της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής αποδεικνύουν την ανεπάρκεια των Διεθνών Οργανισμών. Οι μεταναστευτικές ροές από την Ασία και την Αφρική, ενισχυόμενες στις μέρες μας και από συνευρωπαίους πολίτες, θύματα ηγεμονικού παραλογισμού συνορθόδοξης χώρας, αποτελούν δείγματα ηθικής κρίσης και πολιτικής αναλγησίας.
Σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, όπου ο εθνομηδενισμός και οι μαζοποιημένες συνειδήσεις μας καλούν να διαγράψουμε την ιστορία μας και να αποκοπούμε από τις ρίζες μας, το νόημα της επανάστασης του 1821 παραμένει ζωντανό και επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Η 25η Μαρτίου, ως σύμβολο της διαχρονικής αντίστασης των Ελλήνων ενάντια σε κάθε μορφή ειδεχθούς τυραννίας και εξάρτησης, εξακολουθεί σήμερα να παραμένει ακροσφαλής για κάθε είδους εξουσιαστή. Ακροσφαλής γιατί υπενθυμίζει το χρέος κάθε ελεύθερου ανθρώπου να πολεμά για το Δίκαιο, την εθνική του ανεξαρτησία και την Ελευθερία, ακόμη κι αν τίμημα θα είναι η ίδια του ζωή.
photo https://pixabay.com/el/